Ποιά είναι η Νοσογόνος Παχυσαρκία
Ως “παχυσαρκία” ορίζεται η αφύσικη ή υπέρμετρη συσσώρευση λίπους του σώματος, με αποτέλεσμα την εμφάνιση κινδύνου για την υγεία. Η παχυσαρκία αναγνωρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) ως νόσος που περιλαμβάνεται στη διεθνή κατάταξη ασθενειών ICD-10 (κωδικός Ε66).
Προκειμένου να «μετρηθεί» η παχυσαρκία και η σοβαρότητά της χρησιμοποιούνται διάφοροι δείκτες. Ο πλέον διαδεδομένος από αυτούς είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index-ΒΜΙ).
Ως ΒΜΙ ορίζεται το αποτέλεσμα της διαιρέσεως του σωματικού βάρους (σε χιλιόγραμμα) δια του ύψους (σε μέτρα) στο τετράγωνο. [Βάρος (Kg)/ Ύψος² (m²)].
Ανάλογα με το αποτέλεσμα του μαθηματικού αυτού τύπου, ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται κυρίως από τις αποκλίσεις από το “φυσιολογικό”. Το φυσιολογικό (ή “ιδανικό”), καθορίζεται σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία επί μεγάλων πληθυσμών και ουσιαστικά υποδεικνύει τις τιμές του ΒΜΙ που δεν επιδρούν αρνητικά στη γενική υγεία. Δηλαδή, μικρή αύξηση του ΒΜΙ δε σημαίνει σοβαρή επιβάρυνση της συνολικής υγείας.
Αντίθετα, όσο πιο πολύ από το φυσιολογικό απομακρύνεται το ΒΜΙ, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η επιβάρυνση της υγείας του ατόμου. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος με ΒΜΙ: 14 (λιπόσαρκος) πιθανώς έχει τόσο κακή γενική υγεία όσο και ένας με ΒΜΙ 40.
Στατιστικά Στοιχεία
Η παχυσαρκία θεωρείται η μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα για τη δημόσια υγεία. Η επίπτωσή της έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1980 και φαίνεται ότι η νεότερη γενεά θα επηρεασθεί ακόμη περισσότερο.
Η παχυσαρκία ως ιατρικό πρόβλημα απορροφά το 2-8% των δαπανών για την υγεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ θεωρείται υπεύθυνη ή σχετιζόμενη για το 10-13% των θανάτων στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Η Ελλάδα θεωρείται μία από τις χώρες όπου το πρόβλημα της παχυσαρκίας έχει λάβει ενδημικές διαστάσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία που συλλέχθηκαν από στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Συνεργασίας Ιατρικής και Κοινωνίας, επί 28.000 ατόμων:
30% των Ελληνίδων γυναικών είναι παχύσαρκες (1η θέση στην Ευρώπη)
30% των Ελλήνων ανδρών είναι παχύσαρκοι (2η θέση στην Ευρώπη)
26% των αγοριών και 19% των κοριτσιών ηλικίας 6–17 ετών είναι υπέρβαρα
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε ποσοστό παιδικής παχυσαρκίας
Η Κρήτη είναι η περιφέρεια της Ευρώπης με τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας
Αίτια Παχυσαρκίας
Τα αίτια που οδηγούν στην παχυσαρκία δεν έχουν πλήρως διερευνηθεί. Αντίστοιχα, δεν είναι πάντα εύκολο να καθορισθούν με βεβαιότητα για τον κάθε παχύσαρκο. Ενοχοποιούνται γενετικοί, μεταβολικοί, ενδοκρινικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες χωρίς να αποκλείεται σε ένα άτομο να συνυπάρχουν και να δρουν αθροιστικά περισσότεροι από ένας παράγοντες κινδύνου.
Ο βασικός μηχανισμός έχει σχέση με την πρόσληψη θερμίδων που υπερβαίνουν τις ενεργειακές ανάγκες του ατόμου.
“Oι παχύσαρκοι αποτυγχάνουν με τις συνεχείς δίαιτες διότι χωρίς να το αντιλαμβάνονται καταναλώνουν πολύ περισσότερες θερμίδες από όσες υπολογίζουν. Αντίστοιχα ασκούνται πολύ λιγότερο από ότι ισχυρίζονται”.Οι διαφορές αυτές δεν αποδίδονται σε συνειδητή προσπάθεια των παχυσάρκων να παραπλανήσουν τους ερευνητές αλλά στη λάθος αντίληψή τους για το τι συνιστά “γεύμα” και “φυσική άσκηση”.
New England Journal of Medicine
Ο τρόπος ζωής:
Η καθιστική ζωή σε συνδυασμό με την κακή διατροφή είναι η κύρια αιτία της παχυσαρκίας στο δυτικό κόσμο. Παρά το γεγονός ότι το μορφωτικό επίπεδο έχει διεθνώς ανέβει και οι πληροφορίες για τη σωστή διατροφή βρίσκονται παντού γύρω μας, φαίνεται ότι τρώμε πολύ, γρήγορα και κακής ποιότητας τροφή. Παράλληλα, ασκούμαστε όλο και λιγότερο, κοιμόμαστε λιγότερο, παίρνουμε περισσότερα φάρμακα και απομακρυνόμαστε από τα πρότυπα της υγιεινής ζωής.
Αποτέλεσμα είναι να προσλαμβάνουμε περισσότερες θερμίδες από όσες καταναλώνουμε και να αυξάνεται το ποσοστό λίπους στο σώμα.
Η κληρονομικότητα:
Επιστημονικές μελέτες δείχνουν πως στον έλεγχο της πρόσληψης βάρους εμπλέκονται διάφορα γονίδια, επιδρώντας σε σωρεία παραμέτρων, όπως η όρεξη, ο βασικός μεταβολισμός, η κατανομή λίπους, οι διατροφικές προτιμήσεις, η επιθυμία για άσκηση, κτλ.
Πολλές από αυτές τις μελέτες έχουν γίνει σε δίδυμα αδέλφια, και φαίνεται πως η κληρονομικότητα μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη της παχυσαρκίας σε ποσοστό έως και 70%. Για να εκδηλωθεί όμως η οποιαδήποτε προδιάθεση στην παχυσαρκία, πρέπει να επιδράσουν και εξωγενείς, μη γενετικοί παράγοντες όπως η προσφορά αρκετών και κακής ποιότητας θερμίδων και η έλλειψη άσκησης.
Ενδιαφέρον έχει η θεωρία ότι τα “γονίδια της παχυσαρκίας” κατά το παρελθόν έδρασαν ευεργετικά γι’ αυτό και μεταδόθηκαν στις επόμενες γενεές με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής. Σε παλαιότερες, δηλαδή, εποχές, τα μεγαλύτερα αποθέματα λίπους σήμαιναν και μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης σε περιόδους λιμού. Φυσικά αυτή η φυσική επιλογή είναι πλέον άχρηστη σε κοινωνίες με σταθερή προσφορά τροφής.
Αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχουν και ορισμένα σπάνια κληρονομούμενα σύνδρομα που σχετίζονται με αδυναμία ελέγχου του σωματικού βάρους και την ανάπτυξη παχυσαρκίας. Παράδειγμα τέτοιου συνδρόμου συνιστά το σύνδρομο Prader-Willi που χαρακτηρίζεται από ακατάσχετη όρεξη, υπογοναδισμό, ελλιπή ανάπτυξη και διαταραχές της μάθησης. Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε γενετικά σύνδρομα πρέπει να γίνεται μόνο από ειδικευμένα κέντρα.
Η παχυσαρκία ως αποτέλεσμα άλλων νόσων:
Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένες ασθένειες, ή και φάρμακα μπορεί να προδιαθέτουν σε παχυσαρκία. Παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων αποτελούν ο υποθυρεοειδισμός, το σύνδρομο Cushing, ή και κάποιες άλλες σπάνιες ορμονικές διαταραχές.
Φυσικά, ασθένειες της ψυχικής σφαίρας όπως η βουλιμία, οι διαταραχές λήψης τροφής και υποχονδριακή υπερφαγία οδηγούν επίσης σε παχυσαρκία. Από φαρμακευτικές ουσίες ενοχοποιούνται τα στεροειδή (κορτιζόνη), τα αντιψυχωσικά φάρμακα και ορισμένες θεραπείες υπογονιμότητας.
Οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία είναι πολλαπλές. Επιπλέον, φαίνεται πως όσο αυξάνει ο ΒΜΙ, τόσο πιο καταστροφική είναι η επίδραση της παχυσαρκίας στη γενική υγεία.
Έχει αποδειχθεί ότι η νοσογόνος παχυσαρκία συνδέεται με μεγάλο αριθμό νοσημάτων τα οποία αναφέρονται παρακάτω:
-
- Δυσλιπιδαιμία
-
- Αύξηση ολικής χοληστερίνης
-
- Αύξηση χοληστερίνης χαμηλής πυκνότητας (LDL)
-
- Μείωση χοληστερίνης υψηλής πυκνότητας (HDL)
-
- Αύξηση τριγλυκεριδίων
-
- Δυσλιπιδαιμία
-
- Σακχαρώδης Διαβήτης
-
- Αρτηριακή υπέρταση
-
- Στεφανιαία νόσος
-
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
-
- Φλεβική ανεπάρκεια
-
- Καρκίνος μαστού
-
- Καρκίνος παχέος εντέρου
-
- Καρκίνος ενδομητρίου
-
- Άλλοι καρκίνοι (ουροδόχου κύστεως, τραχήλου μήτρας, ωοθηκών, προστάτη)
-
- Θηλεοποίηση στους άντρες
-
- Αρρενοποίηση στις γυναίκες
-
- Πολυκυστικές ωοθήκες
-
- Στειρότητα ή και αμηνόρροια
-
- Σύνδρομο υποαερισμού
-
- Υπνική άπνοια
-
- Γαστροοισοφαγική Παλινδρόμηση
-
- Ακράτεια ούρων
-
- Προκαταλήψεις
-
- Διακρίσεις
-
- Ψυχολογικές και Ψυχικές διαταραχές
-
- Διαταραχές της ψυχικής διαθέσεως
-
- Αίσθημα δυσαρέσκειας για την εικόνα του σώματος
Η θεραπεία της νοσογόνου παχυσαρκίας είναι τόσο απλή στη σύλληψη όσο δύσκολη στην εφαρμογή.
Δυστυχώς, τα αποτελέσματα της απλής αυτής συμβουλής είναι απογοητευτικά διότι η εφαρμογή της και μάλιστα εφ’ όρου ζωής είναι πρακτικά αδύνατη.
Υπολογίζεται πως η δίαιτα και η άσκηση οδηγούν σε απώλεια περίπου 8% του σωματικού βάρους. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι το 80-95% όσων με δίαιτα χάσουν πάνω από 10% του βάρους θα ανακτήσουν τα χαμένα κιλά σε λιγότερο από δύο χρόνια. Τελικά, το ποσοστό των ατόμων που καταφέρνουν με συντηρητικά μέσα, όπως η δίαιτα και η άσκηση να χάσουν τα πλεονάζοντα κιλά, αλλά και να συντηρήσουν το νέο βάρος, ανέρχεται οριακά στο 3%.
Αντίστοιχα απογοητευτικά είναι και τα αποτελέσματα της φαρμακευτικής αγωγής για την παχυσαρκία. Τα διαθέσιμα φάρμακα έχουν πλέον περιοριστεί λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών που εμφάνισαν. Επιπλέον, όπως προκύπτει από στατιστικές μελέτες, η χρήση τους εξασφαλίζει απώλεια βάρους της τάξης των 3-5 κιλών, και αυτό σε συνδυασμό με δίαιτα και γυμναστική.
Για ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία, η μόνη μέθοδος που έχει αποδειχτεί πως μπορεί να εξασφαλίσει απώλεια βάρους και μάλιστα σε βάθος χρόνου είναι η βαριατρική ή μεταβολική χειρουργική.
Η χειρουργική της νοσογόνου παχυσαρκίας αποτελεί πλέον ολοκληρωμένη υποειδικότητα της γενικής χειρουργικής. Η άσκησή της πρέπει να γίνεται από χειρουργούς που έχουν ολοκληρώσει συγκεκριμένη και επίσημη εκπαίδευση τόσο στο συγκεκριμένο αντικείμενο όσο και στην προχωρημένη λαπαροσκοπική χειρουργική.
Η επιλογή της κατάλληλης επέμβασης, η εκτέλεσή της και ιδιαίτερα η μετεγχειρητική παρακολούθηση πρέπει να γίνονται από ειδικευμένους ιατρούς και από ολοκληρωμένη ομάδα επιστημόνων που περιλαμβάνει κλινικό ψυχολόγο, διαιτολόγο και όσες άλλες ειδικότητες απαιτηθούν για τη συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος.
‘Εχει πάντως αποδειχθεί, πως ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιτυχία της επέμβασης και την αποφυγή επιπλοκών είναι η εμπειρία των χειρουργών (Carbonell et al. Am Surg. 2005 Apr;71(4):308-14).