Παγκόσμια Ημέρα Οστεοπόρωσης:

Οστεοπόρωση Facebooktwitterpinterest

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), εδώ και μερικά χρόνια έχει αφιερώσει μια ημέρα του χρόνου στο πρόβλημα της Οστεοπόρωσης. Το Διεθνές Ίδρυμα Οστεοπόρωσης και τα συναφή εθνικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο εορτάζουν κάθε χρόνο στις 20 Οκτωβρίου την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Οστεοπόρωσης (ΠΗΟ). Η ΠΗΟ προσφέρει μια καλή ευκαιρία για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση όσον αφορά την πρόληψη και τη θεραπεία της οστεοπόρωσης, μιας ασθένειας που γίνεται ολοένα πιο ανησυχητική όσο ο πληθυσμός αυξάνεται και ζει περισσότερο.

Η ασθένεια

Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος που προσβάλει τα οστά και έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της μάζας, και συνεπακόλουθα, της επιδείνωσης της ποιότητάς τους. Καθώς τα οστά γίνονται πιο πορώδη, γίνονται ταυτόχρονα και πιο εύθραυστα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος καταγμάτων. Η διαδικασία αυτή είναι σταδιακή και ασυμπτωματική, γεγονός που καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την ανάγκη του τακτικού ελέγχου και της έγκαιρης διάγνωσης της νόσου.

Τα συνηθέστερα οστεοπορωτικά κατάγματα συμβαίνουν στον καρπό, τη σπονδυλική στήλη και τα ισχία. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης μπορεί να έχουν σαν συνέπεια τη μείωση ύψους, οσφυϊκούς πόνους και παραμορφώσεις της σπονδυλικής στήλης, ενώ τα κατάγματα των ισχίων συνήθως απαιτούν χειρουργική αποκατάσταση και έχουν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της αυτονομίας του ατόμου και την επιδείνωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.

Ποιοι νοσούν;

Η οστεοπόρωση προσβάλλει κατά κανόνα γυναίκες άνω των 65 ετών (1 στις 3 γυναίκες άνω των 60 ετών και 2 στις 3 άνω των 80 ετών), παρότι και οι άνδρες μπορεί να νοσήσουν (1 στους 5 άνω των 50 ετών): Παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της νόσου σχετίζονται με την κληρονομικότητα, τη λήψη ορισμένων φαρμάκων (κορτιζόνη, θυροξίνη κ.α.) καθώς και με ασθένειες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, οι καρδιοπάθειες, τα κακοήθη νοσήματα και οι παθήσεις των ενδοκρινών αδένων. Έτσι, παρότι πιστεύεται ότι η ασθένεια προσβάλει γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, στην πραγματικότητα οι παράγοντες αυτοί μπορεί να προκαλέσουν ή να συμβάλουν στην εμφάνιση οστεοπόρωσης και σε νεότερες γυναίκες, αλλά και σε άνδρες.

Πρόληψη και θεραπεία

Λόγω των συνεπειών της οστεοπόρωσης στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των ατόμων, η πρόληψη της νόσου και των σχετιζόμενων με αυτή καταγμάτων θεωρείται βασική για τη διατήρηση της υγείας, της ποιότητας ζωής και της ανεξαρτησίας στον ηλικιωμένο πληθυσμό.

Η πρόληψη της ασθένειας πρέπει να ξεκινά από την νεαρή ηλικία, με σωστή διατροφή και άσκηση, παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία γερών οστών και στην εδραίωση ενός ορθού τρόπου ζωής που θα προστατέψει την υγεία των οστών και μετά την ενηλικίωση.

Η σωστή διατροφή και η σωματική άσκηση συντελούν επίσης στη διατήρηση της υγείας των οστών και αναστέλλουν την εξέλιξη της νόσου, ακόμα και όταν αυτή εμφανιστεί.

Οι γυναίκες άνω των 65 ετών, αλλά και όλα τα άτομα που μπορεί να έχουν επιβαρυνθεί από έναν ή περισσότερους παράγοντες που συντείνουν στην εμφάνιση της οστεοπόρωσης, θα πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικούς ελέγχους οστικής μάζας, μιας ανώδυνης και απλής εξέτασης, η οποία μπορεί να διαγνώσει με ακρίβεια την ύπαρξη και εξέλιξη της νόσου.

Σε περίπτωση διάγνωσης της νόσου, σύγχρονες φαρμακευτικές μέθοδοι μπορούν να μειώσουν την πιθανότητα οστεοπορωτικού κατάγματος και να επιβραδύνουν ή και να αναστείλουν την εξέλιξή της.

Mύθοι και αλήθειες για την οστεοπόρωση

Μ: Το ποσοστό του πληθυσμού που πάσχει από οστεοπόρωση ή άλλους τύπους οστεοπάθειας είναι μικρό
Α: Η οστεοπόρωση είναι μια σιωπηλή πάθηση που πλήττει εκατομμύρια άτομα.

Μ: Η οστεοπόρωση αποτελεί πρόβλημα των ηλικιωμένων γυναικών
Α: Η οστεοπόρωση πλήττει άνδρες και γυναίκες όλων των φυλών. Αν και η αδυναμία των οστών εκδηλώνεται στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, το «χτίσιμο» γερών οστών ξεκινά στην παιδική ηλικία.

Μ: Τα κατάγματα από πτώσεις δεν σχετίζονται με οστεοπόρωση
Α: Τα κατάγματα σε άτομα άνω των 50 ετών μπορεί να είναι η πρώτη ένδειξη αδυναμίας των οστών λόγω οστεοπόρωσης ή χαμηλής οστικής μάζας.

Μ: Η διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι χρονοβόρος και επώδυνη
Α: Η εξέταση οστικής πυκνότητας είναι μια απλή και ανώδυνη διαδικασία που διαρκεί λιγότερο από 5-10 λεπτά.

Μ: Η οστεοπόρωση δεν μπορεί να προληφθεί
Α: Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προστατεύσει κανείς την υγεία των οστών του, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία. Με σωστή διατροφή, σωματική άσκηση και ιατρική παρακολούθηση, όλοι μπορούν να έχουν γερά οστά.

Μ: Όταν κάποιος εμφανίσει οστεοπόρωση, δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να την αντιμετωπίσει
Α: Αν διαγνωστεί, η οστεοπόρωση μπορεί να αντιμετωπιστεί με νέα φάρμακα που βοηθούν στην πρόληψη της απώλειας οστικής μάζας και στην αναδόμηση των οστών. Με τον τρόπο αυτό, ο ασθενής μπορεί να προλάβει τα επώδυνα και απειλητικά για τη ζωή κατάγματα.

Μ: Η οστεοπόρωση δεν έχει συνέπειες στη σωματική υγεία
Α: Η οστεοπόρωση συχνά οδηγεί σε επώδυνα κατάγματα που μπορεί να καταλήξουν σε αναπηρία, ακόμη και σε θάνατο. Πολλά άτομα με κατάγματα υποφέρουν από έντονο πόνο και απώλεια ύψους, ενώ πολλοί μπορεί να χάσουν την ικανότητα να ντύνονται μόνοι τους, να στέκονται όρθιοι και να περπατούν.

Μ: Η οστεοπόρωση δεν έχει συναισθηματικές συνέπειες
Α: Τα κατάγματα μπορεί να προκαλέσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αρνητική εικόνα του ατόμου για το σώμα του, καθώς και άσχημη διάθεση. Όλα αυτά προκαλούν σημαντικό άγχος και κατάθλιψη.

Πηγή: Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας των ΗΠΑ (www.surgeongeneral.gov)

Καταστάσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης

Αλκοολισμός: Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ διαταράσσει την ισορροπία του ασβεστίου και αυξάνει τα επίπεδα παραθυρεοειδούς ορμόνης (PTH), γεγονός που μειώνει περαιτέρω τα αποθέματα ασβεστίου. Επίσης, το αλκοόλ εμποδίζει την παραγωγή βιταμίνης D (απαραίτητης για την απορρόφηση του ασβεστίου), ενώ η χρόνια υπερβολική κατανάλωσή του μπορεί να μειώσει τα επίπεδα οιστρογόνων και να αυξήσει τα επίπεδα κορτιζόλης, η οποία είναι γνωστό ότι μειώνει τον σχηματισμό οστού.

Νευρογενής ανορεξία: Τα άτομα με νευρογενή ανορεξία μπορεί να εμφανίσουν διατροφικές και ορμονικές διαταραχές που επηρεάζουν αρνητικά την οστική πυκνότητα. Το χαμηλό σωματικό βάρος στις γυναίκες οδηγεί σε μείωση των οιστρογόνων και σε σημαντική απώλεια οστικής πυκνότητας, ενώ επίσης αυξάνει τα επίπεδα κορτιζόλης. Επιπλέον, η μείωση των αυξητικών παραγόντων, η ανεπάρκεια ασβεστίου και ο υποσιτισμός συμβάλλουν στην οστική απώλεια.

Αρθρίτιδα: Μελέτες δείχνουν ότι τα άτομα με οστεοαρθρίτιδα έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν οστεοπόρωση. Αντιθέτως, τα άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν οστεοπόρωση, καθώς ορισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ΡΑ μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη οστεοπόρωσης.

Άσθμα: Τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, γνωστά ως γλυκοκορτικοειδή, τα οποία χορηγούνται στα άτομα με άσθμα, μειώνουν την απορρόφηση ασβεστίου από την τροφή, αυξάνουν την απώλεια ασβεστίου από τους νεφρούς και μειώνουν τον σχηματισμό οστού. Επίσης, τα κορτικοστεροειδή επηρεάζουν την παραγωγή φυλετικών ορμονών, αυξάνοντας έτσι την οστική απώλεια. Πολλοί ασθματικοί θεωρούν λανθασμένα ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα προκαλούν κρίσεις άσθματος και τα αποφεύγουν, όπως επίσης αποφεύγουν και τη σωματική άσκηση.

Ακινησία: Η άσκηση που αναγκάζει το σώμα να κινηθεί κατά της βαρύτητας δυναμώνει τα οστά (βάδισμα, τρέξιμο, ανέβασμα σκάλας, τένις, χορός, άρση βαρών – η κολύμβηση και η ποδηλασία είναι ασκήσεις που δεν απαιτούν δράση κατά της βαρύτητας). Ενώ οι κατάλληλες ασκήσεις συμβάλλουν στην ανάπτυξη και τη διατήρηση της οστικής μάζας, η ακινησία μπορεί να οδηγήσει σε οστική απώλεια.

Καρκίνος του μαστού: Η χημειοθεραπεία προκαλεί μείωση της ωοθηκικής λειτουργίας και, επομένως, μείωση των οιστρογόνων, ενώ μπορεί να έχει και άμεσες αρνητικές επιδράσεις στα οστά. Επίσης, ο ίδιος ο καρκίνος του μαστού μπορεί να διεγείρει την παραγωγή οστεοκλαστών, των κυττάρων που καταστρέφουν τα οστά.

Κοιλιοκάκη: Η κοιλιοκάκη είναι μια κληρονομική διαταραχή κατά την οποία ο οργανισμός εμφανίζει δυσανεξία στη γλουτένη. Όταν τα άτομα με κοιλιοκάκη καταναλώσουν τροφές που περιέχουν γλουτένη, το ανοσοποιητικό τους σύστημα επιτίθεται και καταστρέφει το επιθήλιο του λεπτού εντέρου, με αποτέλεσμα το λεπτό έντερο να μην μπορεί να απορροφήσει θρεπτικά στοιχεία, όπως το ασβέστιο.

Διαβήτης: Ο διαβήτης τύπου 1 (ΔΤ1) σχετίζεται με χαμηλή οστική πυκνότητα, αν και οι ερευνητές δεν γνωρίζουν το ακριβές αίτιο. Η σχέση αυτή μπορεί να οφείλεται στην ανεπάρκεια ινσουλίνης (η ινσουλίνη προάγει την αύξηση και την ισχύ των οστών), στις κυτοκίνες (ουσίες που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη τόσο του ΔΤ1 όσο και της οστεοπόρωσης), στο γεγονός ότι πολλά άτομα με ΔΤ1 πάσχουν επίσης από κοιλιοκάκη ή στην καθιστική ζωή που ακολουθούν πολλά άτομα με διαβήτη.

Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου: Τα άτομα με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου συχνά λαμβάνουν γλυκοκορτικοειδή, τα οποία μακροχρόνια μειώνουν την ανάπτυξη και διατήρηση υγιών οστών. Επίσης, τα άτομα με βαριά νόσο ή αυτά που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική αφαίρεση τμημάτων του λεπτού εντέρου μπορεί να έχουν δυσκολία στην απορρόφηση του ασβεστίου και της βιταμίνης D.
Δυσανεξία στη λακτόζη: Οι μελέτες σχετικά με τις συνέπειες που έχει η δυσανεξία στη λακτόζη στην πρόσληψη ασβεστίου έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα. Πάντως, τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα ώστε να λαμβάνουν αρκετό ασβέστιο και να ακολουθούν τις βασικές στρατηγικές για την οικοδόμηση και τη διατήρηση υγιών οστών.

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (SLE): Τα άτομα με SLE έχουν αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση, κυρίως λόγω των γλυκοκορτικοειδών που λαμβάνουν, καθώς και λόγω της ακινησίας στην οποία οδηγούνται εξαιτίας του πόνου και της κόπωσης που προκαλεί η νόσος. Η οστική απώλεια μπορεί να είναι και άμεσο αποτέλεσμα του λύκου, ενώ 90% των ατόμων που πάσχουν από λύκο είναι γυναίκες, μια ομάδα με ήδη αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης.

Ατελής οστεογένεση (osteogenesis imperfecta, ΟΙ): Η OI είναι μια γενετική διαταραχή που μειώνει την ικανότητα του οργανισμού να παράγει κολλαγόνο και χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ευθραυστότητα των οστών. Σχεδόν όλα τα άτομα με ΟΙ έχουν οστεοπόρωση, διότι δεν αναπτύσσουν κατάλληλη οστική μάζα σε καμία ηλικία. Η οστική απώλεια μπορεί να εμφανιστεί σε νεαρότερη ηλικία από ό,τι στον γενικό πληθυσμό, ενώ η αύξηση της ηλικίας αυξάνει περαιτέρω τον κίνδυνο κατάγματος.
Κάπνισμα: Δεν είναι εύκολο να καθοριστεί αν η σχέση μεταξύ καπνίσματος και μειωμένης οστικής πυκνότητας οφείλεται στο ίδιο το κάπνισμα ή σε άλλους παράγοντες κινδύνου που είναι κοινοί στους καπνιστές. Για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις οι καπνιστές είναι πιο αδύνατοι, τείνουν να πίνουν περισσότερο αλκοόλ, ασκούνται λιγότερο και δεν ακολουθούν υγιεινή διατροφή. Οι γυναίκες που καπνίζουν τείνουν να έχουν εμμηνόπαυση νωρίτερα.

Πηγή: NIAMS (National Institute of Arthritis and Musculoskeletal and Skin Diseases) www.niams.nih.gov

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.