Πότε η νυκτερινή ενούρηση του παιδιού είναι πρόβλημα.
Νυκτερινή Ενούρηση: Μεγάλο Πρόβλημα, Εύκολη Λύση
Ένα παιδί 5 ετών, θεωρείται και είναι πια αρκετά μεγάλο για να βρέχει το κρεβάτι του όταν κοιμάται το βράδυ. Επομένως αν μπορεί να μην το κάνει, τότε γιατί εξακολουθεί να το κάνει; Το παιδί αυτό μπορεί να ξεπεράσει τη νυκτερινή ενούρηση, όπως ονομάζεται αυτή κατάσταση οριστικά και γρήγορα, αν έχει την αγάπη και την ψυχολογική στήριξη της οικογένειας, αλλά και την κατάλληλη ιατρική καθοδήγηση.
Μια συνηθισμένη περιγραφή του προβλήματος εκ μέρους της μητέρας είναι: «Ο γιος μου είναι 7,5 χρόνων κι ακόμα δεν έχει καταφέρει να μένει στεγνός τη νύχτα. Ο μόνος τρόπος για να σηκωθεί στεγνός το πρωί είναι να ξυπνήσω πρώτα εγώ για να τον σηκώσω δύο φορές μέσα στο βράδυ και μάλιστα την κατάλληλη ώρα. Συνήθως περιμένω να τον πάρει ο ύπνος για να του φορέσω πάνα, γιατί νιώθει ότι είναι πολύ μεγάλος για να τη φοράει ακόμη. Του έχουμε κάνει ήδη υπέρηχο νεφρών και εξετάσεις για ουρολοίμωξη, αλλά δεν δείχνουν κάτι. Δεν ξεκουραζόμαστε αρκετά κατά τη διάρκεια της νύκτας, το παιδί συχνά πηγαίνει με λίγες ώρες ύπνου στο σχολείο και αυτό έχει επίπτωση στην σχολική του απόδοση. Ταυτόχρονα δεν είναι λίγα τα έξοδα για εσώρουχα, πιζάμες και σκεπάσματα που φθείρονται όταν πρέπει να πλένονται τόσο συχνά για να μην μυρίζουν.». Όπως είναι φυσικό, η μητέρα αγχώνεται και ανησυχεί. Θα καταφέρει ο γιος της να ξεπεράσει αυτή τη φάση και να «μεγαλώσει» σε αυτό τον τομέα όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας του; Η περίπτωση αυτή δεν είναι η μοναδική. Αυτό που του συμβαίνει ονομάζεται «νυκτερινή ενούρηση» και αφορά περίπου 60.000 παιδιά στην Ελλάδα. Μέχρι την ηλικία των πέντε ετών είναι φυσιολογικό το παιδί να «βρέχει» το κρεβάτι του τα βράδια. Στη συνέχεια, η νυκτερινή ενούρηση ιάται αυτόματα με ρυθμό 15% κάθε χρόνο.
Για να θεωρηθεί ότι υπάρχει πρόβλημα, θα πρέπει αυτή η κατάσταση να συνεχίζεται κάθε βράδυ (ή σχεδόν κάθε βράδυ) αφού το παιδί περάσει τα πέντε του χρόνια και εφόσον δεν έμεινε στεγνό για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Τότε θεωρείται ότι πάσχει από «νυκτερινή ενούρηση», δηλαδή από ακούσια απώλεια ούρων κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν θα πρέπει να ανησυχεί τους γονείς ιδιαίτερα, αρκεί αυτοί και ο παιδίατρός τους να δείξουν προσοχή. Ένα ενουρητικό παιδί συνήθως είναι ένα υγιές παιδί και το πιο πιθανό είναι η ενούρηση να οφείλεται στην αργή «ωρίμανση» της υπόφυσης. Δεν είναι όμως σπάνιο το φαινόμενο τα παιδιά να εμφανίζουν απώλεια ούρων τη νύχτα όταν βρίσκονται υπό ψυχολογικό στρες και λιγότερο συχνά όταν εμφανίζουν λοίμωξη του ουροποιητικού.
Επιδημιολογικά ευρήματα
• Περίπου το 10% των παιδιών ηλικίας μέχρι 7 ετών, το 5% ηλικίας μέχρι 10 και το 1% ηλικίας μέχρι 18 ετών αντιμετωπίζει πρόβλημα νυκτερινής ενούρησης
• Η συχνότητα με την οποία ένα παιδί βρέχει το κρεβάτι του ποικίλλει (1-2 φορές κάθε βράδυ έως 1-2 φορές το μήνα).
• Τα αγόρια εμφανίζουν διπλάσια ποσοστά ενούρησης σε σύγκριση με τα κορίτσια σε μια αναλογία 2 προς 1 στην ηλικία των 11 ετών
Οι πιο συχνές αιτίες
Η νυκτερινή ενούρηση διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Η πρωτοπαθής αναφέρεται σε παιδιά που δεν έχουν καταφέρει να ελέγξουν την κύστη τους όταν κοιμούνται. Η δευτεροπαθής αναφέρεται σε παιδιά που πριν την εμφάνισή της έχουν παραμείνει στεγνά το βράδυ για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχουν παιδιά που «βρέχονται» από τότε που γεννήθηκαν, χωρίς να έχουν καταφέρει έστω και για λίγες μέρες να αποκτήσουν τον έλεγχο της ουροδόχου κύστης τους, και άλλα στα οποία το πρόβλημα εμφανίζεται ξαφνικά. Η δευτεροπαθής νυκτερινή ενούρηση εκδηλώνεται κυρίως στην πρώτη σχολική ηλικία. Τα αίτια είναι συνήθως ψυχολογικά, όπως, για παράδειγμα, η ζήλια για τη γέννηση ενός άλλου παιδιού, η απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου, το άγχος και η στεναχώρια που προκαλεί ένα διαζύγιο, το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, η έναρξη του σχολείου, καθώς και η αλλαγή σπιτιού.
Τα αίτια της πρωτοπαθούς νυκτερινής ενούρησης δεν είναι ακριβώς γνωστά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται σε καθυστέρηση της ωρίμανσης της υπόφυσης, με αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή ούρων κατά τη διάρκεια της νύχτας (λόγω προσωρινής έλλειψης της αντιδιουρητικής ορμόνης που παράγεται από αυτόν τον ενδοκρινή αδένα), ή σε μικρή χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης. Η αντιδιουρητική ορμόνη, ή βαζοπρεσσίνη, έχει τη δυνατότητα να μειώνει την παραγωγή ούρων και υπό φυσιολογικές συνθήκες εκκρίνεται σε μεγαλύτερη ποσότητα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το 1985, μία ερευνητική ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Aarhus στη Δανία, απέδειξε ότι στα παιδιά που πάσχουν από πρωτοπαθή νυκτερινή ενούρηση, ο κιρκάδιος ρυθμός έκκρισης βαζοπρεσσίνης από την υπόφυση έχει καταργηθεί και η βαζοπρεσσίνη παράγεται το βράδυ σε μικρότερες ποσότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παράγονται πολλά ούρα τη νύχτα, που υπερβαίνουν τη χωρητικότητα της κύστη, η οποία «ξεχειλίζει» κι έτσι τα ενουρητικά παιδιά βρέχονται στον ύπνο τους.
Μερικές φορές, η ξαφνική νυκτερινή απώλεια ούρων σε παιδιά σχολικής ή προσχολικής ηλικίας μπορεί να είναι το καμπανάκι που προειδοποιεί για κάποιο σοβαρότερο πρόβλημα, όπως π.χ., για την εμφάνιση υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης ή ακόμα (σε συνδυασμό με κάποια άλλα συμπτώματα, όπως έντονη δίψα, απώλεια βάρους κ.ά.) για σακχαρώδη διαβήτη. Είναι όμως φανερό ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι η νυκτερινή ενούρηση το πρόβλημα που οφείλει να απασχολεί παιδιάτρους και γονείς, αλλά πολύ σοβαρότερα υποκείμενα προβλήματα υγείας που οφείλουν να αντιμετωπισθούν.
Πίσω από την πρωτοπαθή ενούρηση, μπορεί να κρύβεται και κληρονομική προδιάθεση. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, τρία στα τέσσερα παιδιά των οποίων και οι δυο γονείς είχαν παρουσιάσει νυκτερινή ενούρηση αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα και περίπου τα μισά από τα παιδιά που «βρέχουν» το κρεβάτι τους έχουν τουλάχιστον ένα γονιό που έκανε το ίδιο. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά σταματούν τη νυκτερινή ενούρηση στην ίδια ηλικία με τους γονείς τους ή λίγο νωρίτερα.
Η διάγνωση μπορεί να τεθεί από τον παιδίατρο με λήψη αναλυτικού ιστορικού και ορισμένες απλές εξετάσεις (φυσική εξέταση, γενική ούρων, ουροκαλλιέργεια). Ένα εργαλείο που θα βοηθήσει τον παιδίατρο να εξακριβώσει τον τύπο της διαταραχής και τα πιθανά αίτιά της είναι το «ημερολόγιο», ένα σημειωματάριο όπου καταγράφεται λεπτομερώς κάθε πότε πίνει υγρά το παιδί και κάθε πότε ουρεί. Με τη βοήθειά του ο γιατρός, σε μια προσπάθεια να διαμορφωθούν νέες συνήθειες, θα δώσει οδηγίες για το πότε το παιδί πρέπει να πίνει υγρά και πότε πρέπει να πηγαίνει στην τουαλέτα.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Η αντιμετώπιση της παιδικής νυκτερινής ενούρησης περιλαμβάνει τόσο μεθόδους που ενθαρρύνουν την αλλαγή συμπεριφορών όσο και ειδικά φάρμακα. Μερικές από τις κλασικές και πάντα χρήσιμες μεθόδους αντιμετώπισης της νυκτερινής ενούρησης είναι:
• Περιορισμός των υγρών που καταναλώνει το παιδί πριν φτάσει η ώρα να πέσει για ύπνο.
• Ενθάρρυνση για πλήρη κένωση της κύστης λίγο πριν κοιμηθεί.
• Καταγραφή των συνηθειών του τη νύχτα, ώστε να προλαβαίνει να σηκώνεται έγκαιρα για να πάει στην τουαλέτα.
• Αποφυγή οποιασδήποτε τιμωρίας σχετίζεται με το πρόβλημα.
• Επιβράβευση όσες νύχτες το κρεβάτι μένει στεγνό.
Τι δεν πρέπει να γίνει;
Η πρωτοπαθής νυκτερινή ενούρηση δεν είναι ασθένεια με την κλασσική έννοια του όρου, πόσω δε μάλλον μία νευρολογική διαταραχή. Είναι μια ενοχλητική πάθηση που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία, όσο το δυνατόν πιο νωρίς, πριν συμπληρώσει το παιδί τα έξι του χρόνια, ώστε να μην επιβαρυνθεί το ίδιο ψυχολογικά. Τα παιδιά που βρέχονται στον ύπνο τους νιώθουν ντροπή, άγχος, ανασφάλεια και πολλές φορές φόβο απέναντι στους γονείς. Γι’ αυτό, δεν πρέπει ποτέ το παιδί να υφίσταται τιμωρία ή πολύ περισσότερο βία, λεκτική ή σωματική. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν φταίει, ότι κι’ άλλοι συνομήλικοί του αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα και ότι με τις κατάλληλες κινήσεις γρήγορα θα αποκτήσει τον έλεγχο. Θα πρέπει να αντιληφθεί ότι απολαμβάνει την στήριξη και την εμπιστοσύνη όλης της οικογένειας. Αν υπάρχουν αδέλφια, θα πρέπει να πεισθούν να μην στοχοποιούν ή κοροϊδεύουν τον ενουρητικό αδελφό τους. Αντίθετα, είναι καλό απολαμβάνει τον έπαινο για κάθε στεγνή νύχτα, ώστε να τονωθεί η αυτοπεποίθησή του και να αποκτήσει θάρρος.
Τελικά εκεί βρίσκεται και το μεγάλο ζήτημα στη νυκτερινή ενούρηση: Είναι μια πάθηση που ουσιαστικά υπονομεύει την αυτοεκτίμηση του παιδιού και το κάνει να αισθάνεται αποκομμένο, απομονωμένο και «διαφορετικό» από τους φίλους του, από την τάξη του ακόμα και από την οικογένειά του. Η αποκατάσταση της υγείας του θα επαναφέρει την αυτοεκτίμησή του σε υψηλότερα επίπεδα ακόμα και σε σχέση με εκείνα των συνομηλίκων του που ποτέ δεν βράχηκαν τη νύχτα.
Ο ρόλος της βαζοπρεσσίνης
Όλες οι μέθοδοι βοήθειας του παιδιού με νυκτερινή ενούρηση που βασίζονται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς είναι χρήσιμες και δόκιμες, αλλά πολλές φορές αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Η φαρμακευτική αγωγή είναι κοινή πρακτική και μετά από δοκιμές πολλών φαρμάκων περιλαμβάνει συνήθως τη χρήση ενός αναλόγου της βαζοπρεσσίνης.
Η φαρμακευτική αγωγή στοχεύει στην αναπλήρωση του ελλείμματος βαζοπρεσσίνης που παρατηρείται στο ενουρητικό παιδί και στην αποκατάσταση του ισοζυγίου των παραγόμενων ούρων, ούτως ώστε ο όγκος τους να μην υπερβαίνει τον όγκο της ουροδόχου κύστης.
Αν η φαρμακευτική αγωγή χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού και συνδυαστεί με συμβουλευτική και εκπαιδευτική αγωγή, ορθή ενημέρωση και υπομονή, μπορεί να αποτελέσει τον πιο αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της νυκτερινής ενούρησης.