Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα «χτυπάει» περισσότερο τις γυναίκες
Οι ασθενείς διαμαρτύρονται για πόνο στην περιοχή του καρπού και μουδιάσματα στην κατανομή του μέσου νεύρου, που είναι η παλαμιαία επιφάνεια του αντίχειρα, του δείκτη, του μέσου και το κερκιδικό ήμισυ του παραμέσου δακτύλου.
Η άκρα χείρα αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα εργαλεία για τον άνθρωπο. Η άψογη συνεργασία μεταξύ εγκεφάλου και άκρας χειρός, καθώς και οι πολύπλοκες κινήσεις που εκτελεί, είναι αποτέλεσμα μίας ταυτόχρονης και καλά συγχρονισμένης λειτουργίας οστών, τενόντων, μυών, συνδέσμων, νεύρων και αγγείων που έχει κάνει τον άνθρωπο να εξελιχθεί μέσα στα χρόνια.
Η θεραπεία στον καρπό γίνεται με τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή και ακινητοποίηση του αντίχειρα με νάρθηκα. Σε περίπτωση που δεν υποχωρούν τα συμπτώματα, συνιστάται η έγχυση τοπικού αναισθητικ
Η θεραπεία στον καρπό γίνεται με τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή και ακινητοποίηση του αντίχειρα με νάρθηκα. Σε περίπτωση που δεν υποχωρούν τα συμπτώματα, συνιστάται η έγχυση τοπικού αναισθητικού και στεροειδούς (κορτιζόνη).
Λόγω της καθημερινής χρήσης του χεριού, προκαλούνται ορισμένες παθήσεις. Ο καρπιαίος σωλήνας είναι ένας οστεοϊνώδης σωλήνας, από τον οποίο διέρχονται οι εννέα καμπτήρες τένοντες των δακτύλων και το μέσο νεύρο και καταλαμβάνουν όλο το διαθέσιμο χώρο.
Στην παλαμιαία επιφάνεια αυτού του σωλήνα, υπάρχει ο παλαμιαίος εγκάρσιος σύνδεσμος, κάτω από τον οποίο εισέρχεται το μέσο νεύρο μέσα στον καρπιαίο σωλήνα. Η υπερτροφία αυτού του συνδέσμου σε συνδυασμό με την διόγκωση των ελύτρων των καμπτήρων τενόντων προκαλεί πίεση στα ανατομικά στοιχεία του σωλήνα και κυρίως ατροφία στην πιο ευαίσθητη ανατομική δομή που είναι το μέσο νεύρο.
Αποτέλεσμα αυτής της πίεσης είναι η δημιουργία μιας παθολογίας, η οποία ονομάζεται σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και είναι το συχνότερο σύνδρομο πίεσης και εγκλωβισμού νεύρου. Προσβάλλει σε μεγαλύτερη συχνότητα τις γυναίκες από τους άνδρες (8 προς 1).
Οι ασθενείς διαμαρτύρονται για πόνο στην περιοχή του καρπού και αιμωδίες (μουδιάσματα) στην κατανομή του μέσου νεύρου, που είναι η παλαμιαία επιφάνεια του αντίχειρα, του δείκτη, του μέσου και το κερκιδικό ήμισυ του παραμέσου δακτύλου.
Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται αρχικά τις νυχτερινές ώρες και με την πάροδο του χρόνου σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνοδό ελάττωση της αφής. Σε παραμελημένες περιπτώσεις παρουσιάζεται και ατροφία των μυών του θέναρος, που νευρώνονται από το μέσο νεύρο, με συνοδό αδυναμία αντίθεσης του αντίχειρα. Η θεραπεία του συνδρόμου του καρπίαιου σωλήνα είναι χειρουργική και συνίσταται στην διατομή του παλαμιαίου εγκάρσιου συνδέσμου.
Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος -εκτινασσόμενος αντίχειρας- αποτελεί ένα από τα συχνότερα σύνδρομα του χεριού. Προκαλείται από φλεγμονή του ελύτρου των καμπτήρων τενόντων, κυρίως στην περιοχή του Α1 εγκάρσιου συνδέσμου (pulley), στο ύψος των μετακαρποφαλαγγικών αρθρώσεων.
Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή είναι η περιοχή στην οποία εισέρχονται οι καμπτήρες τένοντες εντός του ελύτρου και υπόκεινται σε μεγάλη τριβή και τάση με αποτέλεσμα το έλυτρο λόγω της φλεγμονής να παρουσιάζει οιδηματώδη στένωση.
Το σύνδρομο εμφανίζεται με το χαρακτηριστικό τίναγμα του πάσχοντος δακτύλου κατά την προσπάθεια έκτασης από την κάμψη. Σε πολλές περιπτώσεις ο ασθενής ψηλαφά ένα οζίδιο, μια ατρακτοειδή διόγκωση, στην περιοχή της παλάμης, επάνω στην διαδρομή του καμπτήρα, το οποίο μετακινείται κατά την κίνηση του δακτύλου και είναι επώδυνο κατά την ψηλάφηση.
Κατά την κάμψη του δακτύλου υπερνικάται η στένωση του ελύτρου λόγω των ισχυρών καμπτήρων και το οζίδιο εισέρχεται στο έλυτρο. Κατά την έκταση του δακτύλου, η οποία γίνεται από τους πιο αδύναμους εκτεινόντες, με δυσκολία το οζίδιο διέρχεται από το στενό στόμιο του τενόντιου ελύτρου και όταν το υπερνικήσει προκαλείται πόνος και εκτίναξη του δακτύλου κατά τον ευθειασμό του.
Είναι μια πάθηση που μπορεί να εμφανισθεί σε κάθε ηλικία ακόμα και σε βρέφη και συχνότερα σε γυναίκες. Η θεραπεία είναι είτε συντηρητική με αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή με τοπική έγχυση αναισθητικού και στεροειδούς (κορτιζόνης). Επί εμμονής των συμπτωμάτων και αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής ενδείκνυται η χειρουργική διάνοιξη του ελύτρου.
Οι εκτεινόντες τενόντες στη ραχιαία επιφάνεια του χεριού κατανέμονται σε έξι διαφορετικά διαμερίσματα. Το πρώτο διαμέρισμα περιλαμβάνει τον τένοντα του μακρού απαγωγού του αντίχειρα και τον βραχύ εκτεινόντα του αντίχειρα των οποίων η ανατομική θέση είναι στην ραχιαία και κερκιδική πλευρά της κερκίδας.
Το 1895, ο Felix De Quervain περιέγραψε για πρώτη φορά την φλεγμονή (τενοντοελυτρίτιδα) που προκαλείται στο έλυτρο των προαναφερθέντων τενόντων. Η νόσος του De Quervain, όπως ονομάστηκε οφείλεται σε πίεση η οποία προκαλείται από την πάχυνση του κοινού ελύτρου των προαναφέρθεντων τενόντων κατά την διαδρομή τους και κυρίως στο ύψος της στυλοειδούς απόφυσης της κερκίδας.
Υπάρχει, επίσης, και μία άλλη εκδοχή, η οποία αναφέρεται σε υπεράριθμο τένοντα εντός του ελύτρου. Κλινικά, εκδηλώνεται με πόνο κατά τις κινήσεις του αντίχειρα και ιδιαίτερα της απαγωγής, μείωση της συλληπτικής ικανότητας, οίδημα και πόνος στην περιοχή της στυλοειδούς απόφυσης της κερκίδας.
Η θεραπεία αρχικά έγκειται στην χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή και ακινητοποίηση του αντίχειρα με νάρθηκα. Σε περίπτωση που δεν υποχωρούν τα συμπτώματα, συνιστάται η έγχυση τοπικού αναισθητικού και στεροειδούς (κορτιζόνη). Σε περίπτωση μη υποχώρησης των συμπτωμάτων ή υποτροπής τότε θεραπεία εκλογής είναι η χειρουργική και συνίσταται στην διάνοιξη του ελύτρου και αποσυμπίεση των τενόντων.