Ωοθηκική ενδομητρίωση

Λαπαροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων Facebooktwitterpinterest

Ποιά είναι η καλύτερη λαπαροσκοπική μέθοδος αντιμετώπισης ενδομητριωσικών κύστεων;

Η ωοθηκική ενδομητρίωση είναι η τρίτη πιο συχνή εντόπιση της πάθησης  (O’ Conor, 1987) μετά το περιτόναιο, το δουγλάσειο και τους ιερομητρικούς συνδέσμους. Η αυξημένη συχνότητα θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι ωοθήκες είναι τα πλησιέστερα σημεία στα στόμια των σαλπίγγων  και έτσι το παλινδρομούμενο εμμηνορρυσιακό υλικό (θεωρία του Sampson) εύκολα εναποτίθεται σε αυτές.

Η ενδομητρίωση εμφανίζεται στις ωοθήκες ως μικρές ερυθρές ή κυανέρυθρες επιφανειακές εστίες, κυρίως όμως με τη μορφή χαρακτηριστικών κύστεων που ονομάζονται ενδομητριωσικές κύστεις ή ενδομητριώματα. Δεν είναι διαπιστωμένο εάν οι μικρές επιφανειακές εστίες αποτελούν απαρχή μιας κυστικής  μορφής ή είναι αποκλειστικά ενδομητριωσικές εστίες. Πάντως, η κυστική μορφή της πάθησης, όταν εντοπίζεται στην ωοθήκη, είναι η πλέον συχνή και χαρακτηριστική ενδομητριωσική βλάβη της ωοθηκικής ενδομητρίωσης. Επίσης, τα ενδομητριώματα εμφανίζονται σε ποσοστό 17-44% των γυναικών που πάσχουν από ενδομητρίωση και αποτελούν το 35% των κύστεων των καλοηθών ωοθηκικών κυστικών μορφωμάτων (Busacca and Vignali, 2003).

Συνήθως, οι ενδομητριωσικές κύστεις δεν είναι μεγαλύτερες από 12cm σε διάμετρο και εμφανίζουν συμφύσεις με το πλάγιο πυελικό τοίχωμα και/ή τον πλατύ σύνδεσμο της μήτρας. Επιπλέον, περιέχουν παχύρρευστο πισσόχρουν σοκολατοειδές υγρό, το οποίο προέρχεται από την αποδόμηση της αιμοσφαιρίνης του αίματος που προέρχεται από τον έκτοπο ενδομητρικό  ιστό που επαλείφει το τοίχωμα της κύστης. Τα τελευταία χρόνια έχει υποστηριχθεί με βάσει μορφολογικά και μορφομετρικά στοιχεία (Nisolle and Donnez, 1997), ότι η περιτοναϊκή ενδομητρίωση, η ωοθηκική ενδομητρίωση και η εν τω βάθει ενδομητρίωση του ορθοκολπικού διαφράγματος αποτελούν τρεις διαφορετικές μορφές εκδήλωσης της πάθησης λόγω διαφορετικών παθογενετικών μηχανισμών. Συνοπτικά, οι ερυθρές ενδομητριωσικές βλάβες του περιτοναίου παρουσιάζουν ομοιότητες με το ενδομήτριο  υποδηλώνοντας πως αυτές οι βλάβες αποτελούν το πρώτο στάδιο της εμφύτευσης έκτοπων ενδομητρικών αδένων και στρώματος που υπάρχουν στο παλινδρομηθέν εμμηνορρυσιακό υλικό. Μάλιστα, οι ερυθρές βλάβες λόγω της συνυπάρχουσας εκτεταμένης νεοαγγείωσης θεωρούνται ως οι πιο ενεργείς. Στη συνέχεια, οι ερυθρές βλάβες μετατρέπονται προοδευτικά σε κυανέρυθρες λόγω της συσσώρευσης αίματος που προέρχονται από την κυκλική αντίδραση του παλινδρομηθέντος ενδομητρίου στις μεταβολές της στάθμης των οιστρογόνων. Τέλος, η επακόλουθη ίνωση οδηγεί στο σχηματισμό ανεργών εστιών ενδομητρίωσης με λευκό χρώμα. Η παθογένεση  των ενδομητριωμάτων αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης. Παρά την ομοφωνία, όσον αφορά τη θεωρία της διείσδυσης/ εγκλωβισμού του ωοθηκικού φλοιού με σχηματισμό ψευδοκύστης, υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία της εμφύτευσης και της μεταπλασίας που υποστηρίζει πως το μεσοθήλιο που καλύπτει τις ωοθήκες μπορεί να διεισδύσει στον ωοθηκικό φλοιό και να μεταπλαστεί σε ενδομητρικό ιστό. Τέλος, τα οζίδια που παρατηρούνται στην εν τω βάθει ενδομητρίωση μοιάζουν με τα αδενομυώματα της μήτρας αφού αποτελούνται κυρίως από λείες μυϊκές ίνες με ενεργό αδενικό επιθήλιο και ελάχιστο στρώμα και πιθανολογείται πως προέρχονται από μεταπλασία υπολειμματικών στοιχείων των πόρων του Muller που εντοπίζονται στο ορθοκολπικό διάφραγμα.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

 Η αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων είναι χειρουργική, ενώ η αγωγή με φάρμακα ( Danazol ή GnRHa) δεν έχει αποτελέσματα. Η χειρουργική προσέγγιση γίνεται είτε με λαπαροτομία, είτε με λαπαροσκόπηση. Σήμερα, όμως, η λαπαροσκόπηση αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για την αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων ( Donnez et al.,1996; Pados et al, 2006). Μάλιστα, σύμφωνα με μία προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη, η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων υπερτερεί της λαπαροτομίας γιατί συνοδεύεται από λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο, μικρότερη ανάγκη για μετεγχειρητική αναλγησία, συντομότερη νοσηλεία και ταχύτερη ανάρρωση (Mais et al., 1996). Οι κύριες επιλογές της χειρουργικής αντιμετώπισης των ενδομητριωμάτων φαίνονται στον Πίνακα 1. Ιστορικά η χειρουργική προσπέλαση των ενδομητριωμάτων ήταν με λαπαροτομία, η οποία και σήμερα προτιμάται σε περιπτώσεις βαριάς ενδομητρίωσης, όπου η αντιμετώπιση πρέπει να είναι πλέον ριζική και όταν για τεχνικούς λόγους αντενδείκνυται η λαπαροσκόπηση. Παρόλα αυτά και δεδομένου ότι η λαπαροσκόπηση έχει διαδοθεί ευρέως, δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά από όλους τους γυναικολόγους λόγω έλλειψης εκπαίδευσης και εμπειρίας, ενώ σύμφωνα με μια μελέτη  που διεξήχθηκε πρόσφατα στη Μεγάλη Βρετανία  (Jones and Sutton, 2002), το 50% των ενδομητριωμάτων αντιμετωπίζεται με λαπαροτομία.

Χειρουργικές προσεγγίσεις σε ενδομητριωσικές κύστεις

Υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη αναρρόφηση

Χειρουργική θεραπεία

Θεραπεία με λαπαροσκόπηση

α) Συντηρητική θεραπεία:

Λαπαροσκοπική αναρρόφηση

Κυστεκτομή: Ενδοπεριτοναϊκή κυστεκτομή

Διαπεριτοναϊκή κυστεκτομή.

Αναρρόφηση και καταστροφή (λέϊζερ ή διπολική καυτηρίαση) του εσωτερικού τοιχώματος

Αντιμετώπιση 3 σταδίων

β) Ριζική θεραπεία

Ωοθηκεκτομή

Εξαρτηματεκτομή

Θεραπεία με λαπαροτομία

Χειρουργική αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων

Επειδή η φαρμακευτική θεραπεία δεν οδηγεί σε ικανοποιητική υποστροφή, γι’ αυτό, η πιο αποτελεσματική προσέγγιση για την θεραπεία των ενδομητριωμάτων είναι η χειρουργική αφαίρεση ή καταστροφή του έκτοπου ενδομητρικού ιστού. Η χειρουργική θεραπεία όχι μόνο συντελεί στην ανακούφιση των συμπτωμάτων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αλλά και αυξάνει τα ποσοστά εγκυμοσύνης. Οι κύριες χειρουργικές προσεγγίσεις των ενδομητριωμάτων περιλαμβάνουν την υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη αναρρόφηση, την λαπαροσκοπική αναρρόφηση, τον συνδυασμό αναρρόφησης και σκληροθεραπείας, την λαπαροσκοπική κυστεκτομή, την λαπαροσκοπική καταστροφή ή ηλεκτροκαυτηρίαση του τοιχώματος του ενδομητριώματος καθώς και ριζικότερες θεραπείες, όπως ωοθηκεκτομή ή εξαρτηματεκτομή. Τέλος, η λαπαροτομία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις σοβαρής ενδομητρίωσης όπου οι εκτεταμένες συμφύσεις των ενδομητριωμάτων αποτελούν σχετική αντένδειξη για την λαπαροσκόπηση (Πίνακας 1).

Υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη αναρρόφηση

Πρόκειται για μία εύκολη στην εκμάθηση τεχνική, η οποία περιλαμβάνει την είσοδο μίας βελόνης μέσα στο ενδομητρίωμα  υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση και αναρρόφηση του περιεχομένου της. Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να αποτελεί αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση. Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε μελέτες, σύμφωνα με μία ανασκόπηση του Alborzi  το 2006, στις οποίες αναφέρονται ποσοστά υποτροπών από 66% έως 97% μετά από αναρρόφηση. Επιπλέον, η μέθοδος αυτή μπορεί να συνοδεύεται από μετεγχειρητικές επιπλοκές, όπως,  πόνος, οξεία κοιλία λόγω σχηματισμού αποστήματος και συμφύσεις ιδιαίτερα σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ταυτόχρονη σκληροθεραπεία με τοπική έγχυση αιθανόλης ή μεθοτρεξάτης  λόγω της διαφυγής σοκολατοειδούς υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα ή τρώσης του εντέρου. Οι συμφύσεις αυτές μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην γονιμότητα, όσο και στο πυελικό άλγος. Ακόμη, αναρρόφηση των ενδομητριωμάτων με ταυτόχρονη συστηματική χορήγηση GnRH- ανάλογα δεν έχει όφελος, διότι παρατηρείται επανασχηματισμός των  κύστεων μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την αναρρόφηση. Τέλος, ένα άλλο μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η ακαταλληλότητα της κυτταρολογικής εξέτασης του αναρροφούμενου υγρού για τον αποκλεισμό πιθανής κακοήθεια. Παρόλα αυτά, η απλή αναρρόφηση των ενδομητριωμάτων έχει προταθεί τα τελευταία χρόνια ως εναλλακτική θεραπευτική προσέγγιση στις περιπτώσεις υποτροπών καθώς και πριν από την εφαρμογή κάποιας μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, αφού βρέθηκε ότι βελτιώνει τα ποσοστά γονιμοποίησης ( Somigliana et al., 2006).

Λαπαροτομία

 Οι στόχοι της χειρουργικής αντιμετώπισης των ενδομητριωμάτων είναι η αφαίρεση όλου του έκτοπου ενδομητρικού ιστού, η αποκατάσταση της φυσιολογικής ανατομίας της πυέλου και η ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η λαπαροτομία έχει τα ίδια αποτελέσματα με την λαπαροσκόπηση όσον αφορά στα ποσοστά υποτροπών και εγκυμοσύνης ( Chapron et al., 2002).   Σύμφωνα, όμως, με διάφορες μελέτες στις οποίες συγκρίνεται η λαπαροσκόπηση  με τη λαπαροτομία  στην αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων, φαίνεται πως η λαπαροσκόπηση αποτελεί τη μέθοδο εκλογής, γιατί με αυτήν ελαττώνονται οι ημέρες νοσηλείας  στο νοσοκομείο με αντίστοιχα οικονομικά οφέλη για το υγειονομικό σύστημα, επιτυγχάνεται ταχύτερη ανάρρωση με λιγότερες απαιτήσεις για μετεγχειρητική αναλγησία  και συνοδεύεται από μικρότερη απώλεια αίματος και συχνότητα σχηματισμού de novo  συμφύσεων (Pados et al., 2006; Pados and Devroey 1992),.   Παρόλα αυτά, αξίζει να αναφερθεί πως μία μετανάλυση όλων των προοπτικών τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών, που συνέκριναν τη λαπαροσκοπική χειρουργική με τη λαπαροτομία, έδειξε πως και οι δύο προσεγγίσεις έχουν περίπου τα ίδια ποσοστά επιπλοκών (Chapron et al., 2002).

Τέλος, και αυτό θα πρέπει να τονισθεί, η επιλογή ή όχι της λαπαροτομίας για την αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων εξαρτάται φυσικά από την εκπαίδευση και εμπειρία του γυναικολόγου στην λαπαροσκόπηση.

Συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής (προ ή μετεγχειρητικής) και χειρουργικής αντιμετώπισης.

 Η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής πριν ή μετά το χειρουργείο, καθώς επίσης και το είδος της φαρμακευτικής αγωγής όσον αφορά στην ωοθηκική ενδομητρίωση, παραμένει σημείο διαμάχης. Αν και η ορμονική θεραπεία πριν από την επέμβαση βελτιώνει το  r – AFS score, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για την επίδρασή της στην ανακούφιση του πυελικού άλγους. Όσον αφορά στην μετεγχειρητική ορμονική θεραπεία φαίνεται ότι αυτή δεν ελαττώνει σημαντικά την υποτροπή του πόνου, αλλά απλά την καθυστερεί για τουλάχιστον 12 μήνες, εφόσον οι αγωνιστές χορηγηθούν για 6 μήνες (Vercellini et al., 1999).

Λαπαροσκόπηση

 Ενώ η λαπαροσκόπηση έχει καθιερωθεί ως ο «χρυσός κανόνας» στην προσέγγιση των ενδομητριωμάτων , η επιλογή της λαπαροσκοπικής τεχνικής που θα ακολουθηθεί για την αντιμετώπιση τους, αποτελεί ακόμη και σήμερα αντικείμενο αντιπαράθεσης. Λόγω της αυξημένης συχνότητας επίπτωσης των ενδομητριωμάτων και των μεθοδολογικών περιορισμών των λίγων δημοσιευμένων  μελετών, χρειάζονται περισσότερες μελέτες που να συγκρίνουν τις εναλλακτικές λαπαροσκοπικές τεχνικές στην αντιμετώπιση  των ενδομητριωμάτων.

Λαπαροσκοπική παροχέτευση και αναρρόφηση της κύστης

Το μεγάλο πρόβλημα με την λαπαροσκοπική παροχέτευση των ενδομητριωμάτων, όπως και με την υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη παροχέτευση, είναι ο αυξημένος κίνδυνος της υποτροπής. Σύμφωνα με μία αναδρομική μελέτη (Saleh and Tulandi, 1999), οι ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε λαπαροσκοπική παροχέτευση των ενδομητριωμάτων, εμφάνισαν υποτροπή σε ποσοστό 80% μέσα σε 6 μήνες. Σε μία άλλη μελέτη που συγκρίθηκε η λαπαροσκοπική αναρρόφηση με την αναρρόφηση ακολουθούμενη από χορήγηση GnRH-a , το συμπέρασμα  ήταν πως όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν υποτροπιάζουσες κύστεις ιδίας διαμέτρου μέσα σε έξι μήνες παρά την αρχική μείωση της διαμέτρου μέχρι 50%. Τα πτωχά αυτά αποτελέσματα δικαιολογούνται διότι η αναρρόφηση δεν κατορθώνει να καταστείλει την δραστηριότητα της ενδομητρίωση. Γι’αυτό είναι γενικά αποδεκτό πως η απλή παροχέτευση των ενδομητριωμάτων με λαπαροσκόπηση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των ενδομητριωμάτων.

Λαπαροσκοπική εξαίρεση – κυστεκτομή

 Η τεχνική αυτή συνίσταται στη λύση των τυχόν συμφύσεων του ενδομητριώματος με το πλάγιο πυελικό τοίχωμα και τις παρακείμενες ανατομικές δομές, στη σύλληψη του τοιχώματος της ωοθήκης ύπερθεν του ενδομητριώματος και στην εκτέλεση μιας επιμήκους τομής στο αντιμεσεντερικό χείλος της ωοθήκης με ψαλίδι ή λέιζερ, ώστε να αποκαλυφθεί το τοίχωμα της κύστης. Ακολουθεί αναγνώριση του πλάνου αποκόλλησης  του τοιχώματος της κύστης και στη συνέχεια γίνεται είτε πλήρης εξαίρεση της κύστης (δίχως αυτή να ραγεί άμεσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα) με υδροδιαχωρισμό του τοιχώματός της από το ωοθηκικό στρώμα, είτε απλώς εξαίρεση ολόκληρου του κυστικού τοιχώματος (stripping), αφού προηγηθεί ακούσια ή εκούσια ρήξη της κύστης.  Στην τελευταία περίπτωση επιβάλλεται αναρρόφηση και έκπλυση της περιτοναϊκής κοιλότητας για την απομάκρυνση του σοκολατοειδούς υγρού. Οι  δύο αυτές τεχνικές συχνά συνδυάζονται , διότι στις περισσότερες των περιπτώσεων τα ενδομητριώματα είναι στερρά προσκολλημένα στον ωοθηκικό φλοιό. Τέλος, είναι απαραίτητη η ωοθηκοκυστεοσκόπηση για την εκτίμηση της εσωτερικής επιφάνειας της κύστης και σε τυχόν αμφιβολία, μερικές φορές, επιβάλλεται η εκτέλεση ταχείας βιοψίας για τον αποκλεισμό τυχόν κακοήθειας. Ο  εναπομείνας  φλοιός της ωοθήκης συνήθως δεν χρειάζεται ράμματα, ενώ η αιμόσταση πρέπει να είναι σχολαστική, με ιδιαίτερη προσοχή στις ωοθηκικές πύλες.  Έχουν περιγραφεί και διαφοροποιήσεις αυτής της τεχνικής που συνίστανται στην εξαίρεση ενός κυκλικού δίσκου ωοθηκικού ιστού γύρω από το σημείο προσκόλλησης του ενδομητριώματος στην αρχή της επέμβασης, κάνοντας πιο απλή την διαδικασία, όχι όμως πιο γρήγορη ή με λιγότερες επιπλοκές, καθώς η αναγνώριση του πλάνου αποκόλλησης είναι πιο εύκολη και ξεκάθαρη, διότι το τοίχωμα της κύστης είναι λιγότερο προσκολλημένο στον υγιή ωοθηκικό ιστό. Προς το τέλος της επέμβασης καθώς πλησιάζουμε προς την πύλη της ωοθήκης, αντί να αποκολληθεί το παχύ τοίχωμα της κύστης μπορεί να ηλεκτροκαυτηριαστεί  με διπολική διαθερμία αυτό το κομμάτι και να αφαιρεθεί με τη χρήση λαπαροσκοπικού ψαλιδιού. Έτσι θα συνεξαιρεθεί λιγότερος λειτουργικός φυσιολογικός ωοθηκικός ιστός, που υπάρχει κυρίως στις πύλες των ωοθηκών, και θα προκληθεί λιγότερη αιμορραγία λόγω της πλούσιας τοπικής αιμάτωσης της περιοχής. Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε τεχνική και εάν χρησιμοποιήσει ο γυναικολόγος, δεν επηρεάζεται ο συνολικός επεμβατικός χρόνος, η ποιότητα του παρασκευάσματος και η πιθανότητα υποτροπή της νόσου.

Ο  Donnez  το 1996 υποστήριξε ότι η ωοθηκική κυστεκτομή μπορεί να έχει επίπτωση στη φυσιολογική ωοθηκική λειτουργία, λόγω της συναφαίρεσης φυσιολογικού ωοθηκικού ιστού μαζί με το τοίχωμα της κύστης, δηλαδή η κυστεκτομή μπορεί να ελαττώσει τον αριθμό των ωοθυλακίων και να οδηγήσει σε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Παρόλα αυτά, ο παρακείμενος στην ψευδοκύστη ωοθηκικός ιστός είναι μορφολογικά διαφορετικός από τον φυσιολογικό ωοθηκικό ιστό, καθώς αυτός δεν εμφανίζει την αναμενόμενη ωοθυλακική διάταξη που παρατηρείται στις φυσιολογικές ωοθήκες.

Μέχρι σήμερα υπάρχουν μόνο δύο τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες που συγκρίνουν  την κυστεκτομή με την παροχέτευση και ηλεκτροκαυτηρίαση του τοιχώματος της κύστης σε ένα χρόνο. Σύμφωνα με την πρώτη (Beretta et al., 1998)  δεν βρέθηκε στατιστικά διαφορά στο μέσο εγχειρητικό χρόνο, στην απώλεια αίματος, στις μέρες νοσηλείας και στον κίνδυνο επιπλοκών. Όσον αφορά στην υποτροπή της νόσου, ύστερα από παρακολούθηση 24 μηνών βρέθηκε πως υπάρχει διαφορά όχι στατιστικά σημαντική ανάμεσα σε αυτές που υποβλήθηκαν σε κυστεκτομή (6,2%) σε σύγκριση μ’ αυτές που υποβλήθηκαν σε παροχέτευση και ηλεκτροκαυτηρίαση (18,8%). Η μελέτη αυτή επιπλέον έδειξε πως η ανακούφιση από τα συμπτώματα της δυσμηνόρροιας, της δυσπαρεύνιας και του χρόνιου πυελικού άλγους ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε κυστεκτομή, καθώς και η επίτευξη αυτόματης σύλληψης. Στη δεύτερη προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη ( Alborzi et al., 2004), φαίνεται ότι η κυστεκτομή υπερέχει της παροχέτευσης και εξάχνωσης, τόσο όσον αφορά την υποτροπή των ενδομητριωμάτων, όσο και των κλινικών συμπτωμάτων και της υπογονιμότητας, μετά από διάστημα παρακολούθησης δύο ετών. Παρόλα αυτά απαιτούνται και άλλες παρόμοιες μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα .

Λαπαροσκοπική παροχέτευση και εξάχνωση του ενδομητριώματος

Η τεχνική αυτή προέκυψε λόγω της διαμάχης όσον αφορά στην ιστολογική υφή του κυστικού τοιχώματος  και της πιθανής αρνητικής επίδρασης της κυστεκτομής στα ωοθηκικά αποθέματα. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία, κατά την οποία στο ενδομητρίωμα με τη βοήθεια ψαλιδιού ή λέιζερ διανοίγεται ένα τμήμα της οροφής του περίπου 0,5 -1 cm, αναρροφάται το σοκολατοειδές περιεχόμενό του με ταυτόχρονη  έκπλυση του εσωτερικού της κύστης, κυστεοσκοπείται για τον έλεγχο του εσωτερικού του και αποκλεισμό κακοήθειας με τη λήψη βιοψίας, και στη συνέχεια καταστρέφεται το εσωτερικό επιθήλιο της κύστης με δύο τρόπους: με λέϊζερ εξάχνωση και έντασης ισχύος 12.000- 14.000 W/cm2 ή με καυτηριασμό με διπολική διαθερμία, όλα με χαμηλή ισχύ (<40W). (Pados. 2005) Η εξάχνωση με λέϊζερ CO φαίνεται να πλεονεκτεί σε σχέση με την διπολική διαθερμία, διότι με την ηλεκτροκαυτηρίαση ο λαπαροσκόπος δεν μπορεί να ελέγξει το βάθος και την έκταση της καυτηρίασης, ενώ με το λέϊζερ CO2  μπορεί να ελέγξει καλύτερα την διαδικασία της εξάχνωσης λόγω του συγκεκριμένου ελεγχόμενου βάθους και της δυνατότητας τρισδιάστατης όρασης των ορίων της βλάβης, που εξαχνώνονται με μεγάλη ακρίβεια. Η εξάχνωση του τοιχώματος της κύστης μπορεί να γίνει, είτε σε ένα είτε σε δύο στάδια κυρίως για ενδομητριώματα με διάμετρο >3cm.

Συγκεκριμένα, στη διαδικασία των τριών σταδίων διενεργείται μια πρώτη λαπαροσκόπηση για απλή παροχέτευση και έκπλυση του ενδομητριώματος και βιοψία του τοιχώματος για επιβεβαίωση της βλάβης. Ακολουθεί χορήγηση GnRH- a   για τρεις μήνες, διότι έχει βρεθεί πως η θεραπεία αυτή είναι περισσότερο αποτελεσματική στη μείωση του μεγέθους του ενδομητριώματος μέχρι 50%  σε σχέση με άλλα φάρμακα όπως η νταναζόλη και γεστρινόνη (Donnez et al., 1990).  Η καταστολή της λειτουργίας των ωοθηκών μεταξύ της πρώτης και δεύτερης λαπαροσκόπησης έχει το πλεονέκτημα της αποφυγής της παρουσίας κύστεων ωχρού σωματίου κατά τη διάρκεια της επέμβασης, αποφεύγοντας  κατά αυτόν τον τρόπο άσκοπο χειρουργικό τραυματισμό στο φυσιολογικό ωοθηκικό φλοιό. Επιπλέον, χάρη στους GnRH  ανταγωνιστές, ελαττώνεται η πυελική φλεγμονώδης αντίδραση και νεοαγγείωση λόγω της ενδομητρίωσης, γεγονός που περιορίζει την απώλεια αίματος, τη χρονική διάρκεια της επέμβασης για τη λέϊζερ εξάχνωση του εσωτερικού επιθηλίου του υπολειπόμενου ενδομητριώματος, καθώς και την ελάττωση των μετεγχειρητικών περιωοθηκικών  συμφύσεων. Έτσι, σύμφωνα με μία μελέτη ( Donnez et al., 1996)  με τη μεγαλύτερη σειρά ασθενών (814) με μεγάλα ενδομητριώματα που υποβλήθηκαν σε θεραπεία τριών σταδίων, το ποσοστό υποτροπής που παρατηρήθηκε ήταν 8% σε χρονικό διάστημα παρακολούθησης 2-12 έτη και το συνολικό ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης, στις γυναίκες που επιθυμούσαν κύηση, προσέγγιζε το 51%  μέσα σε 12 μήνες από την λέϊζερ εξάχνωση του τοιχώματος του ενδομητριώματος. Επίσης, πρόσφατα περιγράφηκε (Tsolakidis et al 2010; Pados et al, 2010) ότι η μέθοδος των «τριών σταδίων» έχει σαν αποτέλεσμα καλύτερες ωοθηκικές εφεδρείες, ενώ συνοδεύεται από μεγαλύτερο ποσοστό υποτροπών σε σχέση με την κυστεκτομή.

http://www.iatrikodiavalkaniko.gr/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.