Εντερικές επιπλοκές ελκώδους κολίτιδος και νόσου του Crohn
Οι συχνότερες εντερικές επιπλοκές της ελκώδους κολίτιδος είναι οι ψευδοπολύποδες, το τοξικό μεγάκολο, η αιμορραγία, η διάτρηση του παχέος εντέρου και ο καρκίνος του παχέος εντέρου.
Στη νόσο του Crohn προέχουν η εντερική απόφραξη, οι περιορθικές φλεγμονές, τα συρίγγια, η διάτρηση και η αιμορραγία.
Εντερική διάτρηση:
Η διάτρηση είναι η πλέον επικίνδυνη τοπική επιπλοκή γιατί προκαλεί γενικευμένη περιτονίτιδα. Παρατηρείται κυρίως σε περιπτώσεις με κεραυνοβόλο μορφή της ελκώδους κολίτιδος και μάλιστα στο πρώτο επεισόδιο (Edwards και Truelove 1963).
Η σχετική σπανιότης της διατρήσεως στις υποτροπές της νόσου αποδίδεται στην ανάπτυξη ινώδους ιστού στο τοίχωμα του εντέρου και συμφύσεων που σχηματίζονται στη διαδρομή των επουλώσεων που ακολούθησαν τα προηγούμενα επεισόδια της νόσου. Οι διατρήσεις της ελκώδους κολίτιδος παρατηρούνται συνήθως στο αριστερό τμήμα του παχέος εντέρου. Πολλές φορές, αλλά όχι πάντοτε, προηγείται οξεία διάταση του παχέος εντέρου (τοξικό μεγάκολο).
Δεν υπάρχει ένδειξη ότι η θεραπεία με κορτικοειδή προδιαθέτει στην ανάπτυξη διατρήσεως. Όμως τα κορτικοειδή ελαττώνουν την ένταση των συμπτωμάτων και έτσι αφ’ ενός η διάτρηση δεν προκαλεί τη γνωστή εντυπωσιακή κλινική εικόνα και αφ’ ετέρου τα κλασικά συμπτώματα του οξύτατου αιφνίδιου κοιλιακού πόνου, του πυρετού και της συσπάσεως του κοιλιακού τοιχώματος μπορεί να απουσιάζουν τελείως. Συνήθως η διάτρηση εκδηλώνεται με απότομη επιδείνωση της γενικής καταστάσεως του ασθενούς και μεγάλη επίταση της ταχυκαρδίας. Για τη διάγνωση της διατρήσεως απαιτείται η εκτέλεση πολλών απλών ακτινογραφιών κοιλίας σε διάφορες θέσεις που θα δείξουν την παρουσία αέρος κάτω από το διάφραγμα.
Η κλινική εξέταση όταν γίνεται καθημερινώς και με προσοχή είναι συχνά διαφωτιστική. Εκτός από το βαθμό αφυδατώσεως, τις ενδείξεις ηλεκτρολυτικών διαταραχών και την κατάσταση του κυκλοφορικού συστήματος, η παρακολούθηση των αντιδράσεων του ασθενούς ύστερα από ελαφρά πλήξη του κοιλιακού τοιχώματος ή ακόμη και “τράνταγμα” του κρεβατιού δείχνουν ότι ο άρρωστος εξελίσσεται σε “χειρουργική” περίπτωση.
Τοξικό μεγάκολο:
Πρόκειται για τη δεύτερη σε σοβαρότητα επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδος. Συνήθως παρουσιάζεται στο εγκάρσιο κόλον. Τα κυριότερα κλινικά σημεία της οξείας αυτής διατάσεως του παχέος εντέρου είναι η απότομη επιδείνωση της γενικής καταστάσεως, η ταχυκαρδία, ο έντονος μετεωρισμός της κοιλίας και η απουσία εντερικών ήχων. Οι άρρωστοι με βαριά μορφή κολίτιδος πρέπει να παρακολουθούνται καθημερινώς με μέτρηση της περιμέτρου της κοιλιάς και με απλές ακτινογραφίες που δείχνουν προοδευτική διάταση του παχέος εντέρου. Διάμετρος εγκαρσίου κόλου πάνω από τα 6-7 εκ.μ. θεωρείται χαρακτηριστική τοξικού μεγακόλου.
Η παθογένεια της επιπλοκής αυτής δεν είναι σαφής. Επειδή η ιστολογική εξέταση τοξικού μεγακόλου δείχνει επέκταση της φλεγμονής σ’ όλο το τοίχωμα του παχέος εντέρου, υποτίθεται ότι επέρχεται βλάβη της λειτουργίας του μυεντερικού πλέγματος, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί.
Παράγοντες που θεωρείται ότι προδιαθέτουν στην εκδήλωση τοξικού μεγακόλου είναι η υποκαλιαιμία και η μεταβολική αλκάλωση ώστε ανάταξη αυτών των διαταραχών στα αρχικά στάδια μπορεί να αναστείλει την εξέλιξη σε τοξικό μεγάκολο (Torsoli 1981). Επίσης, φάρμακα μπορεί να παίξουν ρόλο όπως τα οπιούχα, η λοπεραμίδη και τα αντιχολινεργικά που ευνοούν την πάρεση του εντέρου. Αυτά τα φάρμακα πρέπει να αποφεύγονται πάντοτε σε περιπτώσεις βαρείας κολίτιδος. Η συντηρητική αγωγή επικεντρώνεται στη ρύθμιση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών, στη διόρθωση της αναιμίας, την περιστολή συνυπαρχουσών λοιμώξεων με τα κατάλληλα αντιβιοτικά και την αναχαίτιση της φλεγμονώδους αντιδράσεως με ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων κορτικοστεροειδών. Σε αποτυχία της συντηρητικής αγωγής ο άρρωστος καταλήγει στο χειρουργείο για επείγουσα κολεκτομή.
Στη δική μας σειρά των 200 περιπτώσεων του Ευαγγελισμού, τοξικό μεγάκολο παρουσιάσθηκε στο 2% των ασθενών που ήταν συνήθως νεαρής ηλικίας (μέση ηλικία εισβολής της παθήσεως 24 έτη). Και οι 4 ασθενείς παρουσίασαν βαριά διαδρομή της νόσου και καθολική προσβολή του εντέρου. Στους 3 από τους 4 ασθενείς η τοξική διάταση του εντέρου υπεχώρησε με συντηρητικά μέτρα ενώ στον τέταρτο έγινε επείγουσα κολεκτομή. Γενικώς η συχνότης της επιπλοκής αυτής κυμαίνεται από 2,6-13% και παρ’ όλο που απαντά συχνότερα στην ηλικία περί τα 40 μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία (Edwards και Truelove 1963, Jalan 1969). Το τοξικό μεγάκολο έχει επίσης περιγραφεί στη νόσο του Crohn αλλά είναι σπανιότερο.
Η ακατάσχετη αιμορραγία είναι ασύνηθες (περί το 5%) σύμπτωμα που αντιμετωπίζεται με μεταγγίσεις αλλά μπορεί να χρειασθεί και επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση.
0ι ψευδοπολύποδες παρά την αποκρουστική των εμφάνιση είναι αθώες υπερπλασίες του βλεννογόνου που αποτελούνται κυρίως από κοκκιωματώδη ιστό και δεν έχουν προκαρκινικό χαρακτήρα. Σε μεγάλο ποσοστό υποχωρούν αυτομάτως. Πρέπει να αναφερθεί ότι πολλές φορές οι ψευδοπολύποδες αιμορραγούν. Η αιμορραγία αυτή δεν ανταποκρίνεται στην θεραπευτική αγωγή κολίτιδος και ελέγχεται μόνο με την αφαίρεση των πολυπόδων.
Καλοήθεις στενώσεις τον παχέος εντέρου είναι σπάνιες στην ελκώδη κολίτιδα, αντίθετα από τη νόσο του Crohn όπου είναι αρκετά συχνές.
Η κλινική σημασία των στενώσεων δεν είναι μεγάλη γιατί σπανίως μόνο προκαλούν προβλήματα στο ρυθμό κενώσεως του εντέρου. Το κύριο πρόβλημα είναι η διαφορική διάγνωση από κακοήθη νεοπλάσματα που επιτυγχάνεται ικανοποιητικά με ενδοσκόπηση και βιοψία.
Εντερική απόφραξη στη νόσο του Crohn εκδηλώνεται κλινικούς είτε με υποτροπιάζουσα μορφή ατελούς ειλεού που κατά κανόνα λύεται με συντηρητική αντιμετώπιση είτε με οξεία εκδήλωση πλήρους εντερικής αποφράξεως που απαιτεί άμεση χειρουργική αντιμετώπιση.
Ο ατελής ειλεός οφείλεται συνήθως σε οίδημα του βλεννογόνου μιας ήδη εστενωμένης μοίρας του εντέρου ενώ η πλήρης εντερική απόφραξη είναι συνήθως συνέπεια συστροφής ή στραγγαλισμού του εντέρου από συμφύσεις (Ζερβακάκης και Μανούσος 1991).
Καρκίνος του παχέος εντέρου σε αρρώστους με ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn.
Η σπουδαιότερη επιπλοκή των ΙΦΕΝ είναι ο καρκίνος. Στη βιβλιογραφία υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την αυξημένη συχνότητα καρκίνου του παχέος εντέρου στην ελκώδη κολίτιδα.
Οι άρρωστοι με κολίτιδα έχουν 8-30 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν καρκίνο του παχέος εντέρου παρά ο γενικός πληθυσμός.
Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι:
Η έκταση της νόσου [η ορθίτις έχει σχετικά μικρό κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου ενώ η κολίτις του αριστερού κόλου έχει αυξημένο κίνδυνο καρκίνου μετά από 15 χρόνια (Nugent 1991)], η διάρκεια της νόσου και ίσως η έναρξη στην παιδική ηλικία. Στον φλεγμαίνοντα ιστό της ελκώδους κολίτιδος και της νόσου του Crohn έχει διαπιστωθεί αυξημένη παρουσία ογκογονιδίων (C-myc proto-oncogenes) σε σχέση με τον μη φλεγμαίνοντα ιστό του εντέρου. Το εύρημα αυτό ενισχύει την άποψη ότι το c-myc ογκογονίδιο δραστηριοποιείται από τη συνεχή φλεγμονώδη αντίδραση (McPherson 1992).
Σε μακρά παρακολούθηση 72 ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και καρκίνο ή δυσπλασία του βλεννογόνου του παχέος εντέρου, οι Broome και συν (1992) διεπίστωσαν ότι 5 ασθενείς παρουσίασαν σκληρυντική χολαγγειΐτιδα. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι οι ασθενείς με σκληρυντική χολαγγειΐτιδα και ελκώδη κολίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου του παχέος εντέρου και δικαιούνται στενότερης παρακολουθήσεως. Από σχετικές μελέτες προκύπτει ότι ενώ στον σποραδικό καρκίνο του παχέος εντέρου παρατηρείται μετάλλαξη του Ki-ras ογκογονιδίου σε μεγάλο ποσοστό, στον καρκίνο που επιπλέκει την ελκώδη κολίτιδα αυτό συμβαίνει σπανιότατα. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι ακολουθείται διαφορετική γενετική οδός στην καρκινογένεση της ελκώδους κολίτιδος από ό,τι στον σποραδικό καρκίνο του παχέος εντέρου (Bell 1991).
Ο καρκίνος που επιπλέκει την κολίτιδα εντοπίζεται περισσότερο στο εγκάρσιο και το δεξιό κόλον και λιγότερο στο ορθό ή το σιγμοειδές και εμφανίζεται σε νεώτερη ηλικία (γύρω στα 40) σε σύγκριση με τον καρκίνο του παχέος εντέρου στον γενικό πληθυσμό (γύρω στα 62 χρόνια). Γενικώς, εθεωρείτο ότι η πρόγνωση του καρκίνου που επιπλέκει την ελκώδη κολίτιδα είναι πολύ κακή και ότι η επιβίωση μετά από χειρουργική εκτομή είναι βραχύτερη από ό,τι στον συνήθη καρκίνο του παχέος εντέρου. Η κακή αυτή πρόγνωση είχε αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην καθυστέρηση της διαγνώσεως του καρκίνου που ανακαλύπτεται συνήθως όταν έχει φθάσει σε πολύ προχωρημένο στάδιο και στο γεγονός ότι στην ελκώδη κολίτιδα ο καρκίνος του εντέρου μπορεί να είναι πολυεστιακός. Εντούτοις, σε μελέτη που έγινε στην Αγγλία (Birmingham), διαπιστώθηκε ότι η θνητότης του καρκίνου που επιπλέκει την ελκώδη κολίτιδα δεν είναι μεγαλύτερη από τη θνητότητα του συνήθους καρκίνου του παχέος εντέρου. Σε σύγκριση της επιβιώσεως ασθενών με καρκίνο σε έδαφος ελκώδους κολίτιδος με την επιβίωση καρκίνου παχέος εντέρου στον γενικό πληθυσμό, διαπιστώθηκε ότι η πενταετής επιβίωση ήταν 33,5% στην πρώτη και 32,6% στη δεύτερη ομάδα ασθενών (Gyde 1984).
Παρά το ότι η θνητότης δεν διαφέρει στις δύο ομάδες, οι συγγραφείς σχολιάζουν το γεγονός ότι παρά την στενή παρακολούθηση των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα η επιβίωση των ασθενών που αναπτύσσουν καρκίνο του παχέος εντέρου δεν είναι καλύτερη από εκείνη του σποραδικού καρκίνου.Τα τελευταία 25 χρόνια γίνεται προσπάθεια ανιχνεύσεως του καρκίνου σε πρώιμα στάδια με την αξιολόγηση “δυσπλαστικών αλλοιώσεων” που συνυπάρχουν ή και προηγούνται της αναπτύξεως του καρκίνου. Οι Morson και Pang (1967) εισήγαγαν πρώτοι αυτή την ιδέα της μελέτης της προκαρκινικής δυσπλασίας του βλεννογόνου του εντέρου στην ελκώδη κολίτιδα.
Στη μελέτη των διαπιστώθηκε παρουσία των δυσπλαστικών αλλοιώσεων σε 20% των παρασκευασμάτων κολεκτομής σε αρρώστους με ιστορικό κολίτιδος άνω των 10 ετών αλλά χωρίς καρκίνο στο έντερο ενώ οι αλλοιώσεις υπήρχαν σε 100% των αρρώστων με καρκίνο. Ανάλογα ευρήματα είχε και ο Dobbins (1977). Η αναγνώριση της προκαρκινικής δυσπλασίας είναι πολύ μεγάλης σημασίας για την έγκαιρη εκτέλεση προφυλακτικής κολεκτομής, στην ομάδα υψηλού κινδύνου των αρρώστων, με ελκώδη κολίτιδα.Το ζήτημα παρουσιάζει στην πράξη πολλές δυσκολίες γιατί δεν είναι εύκολη η διάκριση μεταξύ προκαρκινικής δυσπλασίας και των αλλοιώσεων που προκαλεί η ίδια η φλεγμονή.
Τα χαρακτηριστικά της δυσπλασίας είναι: Κυλινδρικό επιθήλιο στους αδένες του βλεννογόνου με ανώμαλη διάταξη των πυρήνων που έχουν αυξημένο μέγεθος και ποικίλλουν σε σχήμα. Η πολικότης των πυρήνων είναι ανώμαλη και παράλληλα παρατηρείται αυξημένος αριθμός μιτώσεων και άτυπες μορφές. Συνήθως υπάρχει ελάττωση των βλεννοπαραγωγών κυττάρων αλλά μερικές φορές παρατηρείται υπερβολική έκκριση βλέννης του τύπου που παρατηρείται στο θηλώδες αδένωμα.Η μετατόπιση του επιθηλίου στον υποβλεννογόνιο σε προηγούμενη φάση παροξύνσεως της κολίτιδος προκαλεί δυσκολίες διαγνώσεως από καρκίνωμα in situ.
Η αντιδραστική υπερπλασία του επιθηλίου που παρατηρείται, στη φάση της φλεγμονής, χαρακτηρίζεται επίσης από αυξημένες μιτώσεις, ανωμαλίες στη διάταξη των αδένων και βλεννοπενία και είναι δύσκολο για τον παθολογοανατόμο να τη διακρίνει από τη δυσπλασία, Το κυριότερο διακριτικό στοιχείο είναι ότι στην προκαρκινική δυσπλασία απουσιάζουν συνήθως οι χαρακτήρες ενεργού φλεγμονής. Από τη μελέτη του παθολογοανατομικού εργαστηρίου του “Ευαγγελισμού” (Πετράκη 1992) σε μεγάλο αριθμό χειρουργικών παρασκευασμάτων ΙΦΕΝ προκύπτει ότι η ελάττωση και απουσία ο-ακετυλιωμένων βλεννινών από το βλεννογόνο του παχέος εντέρου είναι ο πλέον αξιόπιστος δείκτης για την αναγνώριση της υποομάδος ασθενών με ελκώδη κολίτιδα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου.Γίνονται προσπάθειες να καθοριστούν σαφή κριτήρια διαγνώσεως της δυσπλασίας για την καλύτερη συνεννόηση των παθολογοανατόμων (Riddell 1983). Στην ταξινόμηση αυτή διακρίνουν δυσπλασία χαμηλού και υψηλού βαθμού. Στη δεύτερη περίπτωση είναι απαραίτητη η στενή παρακολούθηση με εξέταση πολλών βιοψιών από διάφορα σημεία του εντέρου σε συχνά χρονικά διαστήματα.Η τακτική που ακολουθείται στα οργανωμένα κέντρα παρακολουθήσεως της ελκώδους κολίτιδος είναι ο ετήσιος έλεγχος των ασθενών με ιστορικό άνω των 8 ετών. Σε πρώτη φάση συνιστάται μια ορθοσιγμοειδοσκόπηση με ιστολογική εκτίμηση βιοψιών (κυρίως από περιοχές που παρουσιάζουν υπερπλασία και προβάλλουν ως επίπεδες αλλοιώσεις του βλεννογόνου) ακόμη και όταν η νόσος βρίσκεται σε πλήρη κλινική ηρεμία.
Σε ασθενείς με γενικευμένη κολίτιδα διαρκείας άνω των 8 ετών συνιστάται κολονοσκοπικός έλεγχος κάθε χρόνο με βιοψίες από ύποπτες περιοχές. Σε ασθενείς με εντόπιση της νόσου μόνο στο αριστερό τμήμα του παχέος εντέρου δικαιολογείται τακτική παρακολούθηση για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου μόνο σε περιπτώσεις που η νόσος διαρκεί άνω των 15 ετών. Ο Cage (1986) συνιστά τη μέθοδο της “decision analysis” για την εξουδετέρωση του κινδύνου λανθασμένοι αποφάσεων στηριγμένων σε κλινικές μόνο εντυπώσεις. Εκτός από την ιστολογική μελέτη των βιοψιών χρησιμοποιείται σήμερα και η μέθοδος της κύτταρο μετρίας ροής για την ανίχνευση παθολογικού DNA που είναι δείκτης της νεοπλασματικής εκτροπής της ελκώδους κολίτιδος (Loefberg 1990).
Η αξία της στρατηγικής της τακτικής ενδοσκοπικής παρακολουθήσεως έγκειται στη μεγάλη πιθανότητα ανευρέσεως δυσπλαστικών αλλοιώσεων στο ορθοσιγμοειδές ακόμη κι όταν ο καρκίνος εντοπίζεται σε υψηλότερα επίπεδα του παχέος εντέρου.Η ύπαρξη δυσπλασίας υψηλού βαθμού σε διάφορα σημεία του παχέος εντέρου είναι ικανός λόγος για την εκτέλεση προφυλακτικής κολεκτομής αν ληφθεί υπ’ όψιν η διαπίστωση ότι σε 50% των αρρώστων αυτών βρίσκεται διηθητικός καρκίνος στο εγχειρητικό παρασκεύασμα του παχέος εντέρου.Έτσι τα τελευταία χρόνια γίνεται δεκτό ότι η μελέτη των δυσπλαστικών αλλοιώσεων του βλεννογόνου του παχέος εντέρου σε αρρώστους με μακρό ιστορικό ελκώδους κολίτιδος φαίνεται πως είναι η μέθοδος του μέλλοντος για τη ανίχνευση καρκίνου του παχέος εντέρου σε πρώιμο στάδιο στους ασθενείς αυτούς.
Στη μελέτη των Choi και συν (1992) από την Lahey Clinic, είναι σαφές ότι η ενδελεχής εφαρμογή προγράμματος ανιχνεύσεως του καρκίνου στην ελκώδη κολίτιδα είναι σε θέση να διαγνώσει καρκινώματα στην ελκώδη κολίτιδα που βρίσκονται σε πρώιμο, ιάσιμο στάδιο. Ο Sachar (1993), σε μια σε βάθος εκτίμηση του προβλήματος του καρκίνου στην ελκώδη κολίτιδα, τονίζει ότι η ενδοσκοπική παρακολούθηση για την ανίχνευση της δυσπλασίας δεν είναι ιδεώδης μέθοδος αλλά η καλύτερη πρακτική λύση προς το παρόν. Τονίζει ότι εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι να προετοιμαστεί ψυχολογικά ο ασθενής που βρίσκεται στη “ζώνη κίνδυνου” να δεχθεί την προφυλακτική κολεκτομή και ότι ο στόχος δεν πρέπει να είναι η ανίχνευση του καρκίνου αλλά μάλλον η πρόληψη του καρκίνου στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα. Η επιλογή του καταλλήλου χρόνου προληπτικής κολεκτομής είναι η χρυσή τομή, γιατί, βέβαια, ο σκοπός μας είναι να διατηρήσουμε τον ασθενή στη ζωή και όχι να διατηρήσουμε το παχύ έντερο με κίνδυνο της ζωής του.
Για τη σωστή αξιοποίηση των εργαστηριακών ευρημάτων χρειάζεται ομαδικό πνεύμα συνεργασίας μεταξύ κλινικών, ενδοσκόπων, παθολογοανατόμων, χειρουργών, ακτινολόγων και φυσικά του ασθενούς. Μέχρι να καθοριστούν έγκυρα ιστολογικά κριτήρια γενικής αποδοχής είναι απαραίτητη η διασταύρωση της γνώμης δύο τουλάχιστον παθολογοανατόμων που ασχολούνται με το θέμα πριν μια περίπτωση χαρακτηρισθεί ως “δυσπλασία υψηλού κινδύνου”.
Η αξία της παρακολουθήσεως των τιμών του καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου (CEA) στον ορό των ασθενών αυτών είναι περιορισμένη γιατί παρουσιάζονται αυξημένες τιμές όχι μόνο όταν υπάρχει καρκίνος αλλά και στις παροξύνσεις της ελκώδους κολίτιδος.
Η εγχείρηση εκλογής είναι η ολική πρωκτοκολεκτομή με μόνιμη ειλεοστομία γιατί έχουν περιγραφεί πολλές περιπτώσεις καρκίνου στο κολόβωμα του ορθού μετά την εφαρμογή ειλεο-ορθικής αναστομώσεως. Η διαρκώς και συχνότερη εφαρμογή της ειλεο-δακτυ-λικής αναστομώσεως, που σημαίνει την αφαίρεση ολοκλήρου του ορθικού βλεννογόνου και αναστόμωση του ειλεού με τo δακτύλιο, δίδουν ελπίδες ότι τελικώς θα πραγματοποιηθεί ο στόχος που είναι η απαλλαγή του ασθενούς από τον κίνδυνο του καρκίνου χωρίς το τίμημα της μόνιμης ειλεοστομίας.
Η βιβλιογραφία για τη σχέση νόσου του Crohn και καρκίνου του εντέρου δεν είναι τόσο πλούσια όσο η σχετική με τον καρκίνο στην ελκώδη κολίτιδα. Στην Crohn κολίτιδα, η συχνότης καρκίνου είναι μεγαλύτερη από εκείνη του γενικού πληθυσμού αλλά μικρότερη από τη συχνότητα καρκίνου στην ελκώδη κολίτιδα (Stenson και MacDermott 1991). Και στη νόσο του Crohn η καρκινογένεση επηρεάζεται από τη διάρκεια της νόσου. Αν και ο καρκίνος του εντέρου στη νόσο του Crohn προσβάλλει συνήθως πάσχουσες περιοχές, είναι δυνατό να εκδηλωθεί και σε μη προσβεβλημένα τμήματα του εντέρου. Νεοπλάσματα έχουν περιγραφεί επίσης σε εξωεντερικές θέσεις. Οι Nakajima και συν (1990) περιγράφουν περιπτώσεις καρκίνου της ουροδόχου κύστεως, του νεφρού, των ωοθηκών καθώς και μια περίπτωση πολλαπλού μυελώματος.
Υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ νόσου του Crohn λεπτού εντέρου και αδενοκαρκινώ-ματος λεπτού εντέρου. Εκτός από τις φλεγμαίνουσες μοίρες του λεπτού εντέρου, καρκίνος μπορεί να αναπτυχθεί και σε έλικες που έχουν παρακαμφθεί χειρουργικώς. Εκτός από τις μεμονωμένες σειρές με μικρούς αριθμούς περιπτώσεων καρκίνου που επιπλέκει νόσο του Crohn (Lashner 1992), υπάρχει και η σημαντική επιδημιολογική μελέτη των Ekbom και συν (1990). Στην εργασία αυτή έγινε παρακολούθηση 1655 περιπτώσεων νόσου του Crohn στην Uppsala. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, ο κίνδυνος καρκίνου στη νόσο του Crohn είναι μεγαλύτερος για εντοπίσεις της νόσου στο παχύ έντερο ενώ στον τελικό ειλεό ο κίνδυνος δεν διαφέρει από αυτόν που παρατηρείται στον γενικό πληθυσμό.Στη χώρα μας ενώ υπάρχουν πολλά κέντρα με μεγάλο ενδιαφέρον για τη μελέτη των ΙΦΕΝ, δεν έχουν ακόμη υπάρξει δημοσιεύσεις σχετικά με τη συχνότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Κολίτιδες και “Κολίτιδες” (Εκδόσεις Ζήτα, 2003)