Η σημασία της ιατροδικαστικής εξέτασης στις περιπτώσεις ξυλοδαρμού
Μία μορφή σωματικής κακοποίησης είναι και ο ξυλοδαρμός. Παρότι δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για το φαινόμενο στην Ελλάδα, σε μία σχετικά πρόσφατη μελέτη του νοσοκομείου ΚΑΤ προέκυψαν δύο ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Πρώτον, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 4% των περιπτώσεων τραυματισμού που δέχτηκε το εν λόγω νοσοκομείο αφορούσαν περιπτώσεις ξυλοδαρμού. Δεύτερον, εισαγωγή στο νοσοκομείο απαιτήθηκε σε ελάχιστες περιπτώσεις (2,5%) καθώς τα περισσότερα θύματα επιστρέφουν στα σπίτια τους μετά από την παροχή πρώτων βοηθειών.
Σχετικά με το στατιστικό ποσοστό των περιπτώσεων ξυλοδαρμού που επισκέπτεται νοσηλευτικά ιδρύματα φαίνεται ότι αυτό είναι μάλλον μικρό σε σχέση με την έκταση του φαινομένου. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποια θύματα, θεωρώντας ότι δεν κινδυνεύει η ζωή τους από τα τραύματα που έχουν υποστεί, επισκέπτονται κατευθείαν ιατροδικαστή. Βέβαια, υπάρχει και ένα μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων όπου τα θύματα, μη γνωρίζοντας πώς να κινηθούν, καταφεύγουν σε άλλες λύσεις όπως φωτογράφιση των κακώσεων από τους ίδιους ή από φιλικά πρόσωπα. Λύσεις, που όπως θα διευκρινιστεί στη συνέχεια, δεν είναι καθόλου αξιόπιστες και εγκυμονούν δυσάρεστες εκπλήξεις για τα θύματα κατά τη δικαστική διαδικασία.
Το δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα της προαναφερόμενης έρευνας είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικό. Το 97,5% των θυμάτων ξυλοδαρμού που επισκέπτεται το νοσοκομείο, εξέρχεται από αυτό χωρίς να χρειαστεί νοσηλεία. Πράγματι από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των θυμάτων που εξετάζουμε μας αναφέρουν ότι ενώ έχουν επισκεφτεί πριν νοσοκομείο με κακώσεις, οι ιατροί εκεί τους πιστοποιούν ότι δεν έχουν κάτι το παθολογικό. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ειδικά, τα νοσοκομεία της χώρας μας, που δεν διαθέτουν την ειδικότητα του ιατροδικαστή, δεν δύναται να πιστοποιούν σωματικές βλάβες. Ένας γενικός χειρουργός, ορθοπεδικός ή νευροχειρουργός που θα εξετάσει ένα θύμα, πράγματι θα ενδιαφερθεί για τη διάγνωση ιδιαίτερα σημαντικών κακώσεων, πιθανά απειλητικών για τη ζωή ή κακώσεων που για την ίασή τους απαιτείται ιατρικός χειρισμός. Σε καμία περίπτωση, όμως, οι συγκεκριμένοι ιατροί δεν έχουν εκπαιδευτεί για να πιστοποιούν σωματικές βλάβες και ορθώς δεν προβαίνουν σε αντίστοιχες γνωματεύσεις.
Ο ιατροδικαστής είναι ο ειδικός ιατρός ο οποίος μελετώντας ακόμα και μία απλή εκχύμωση («μελανιά») μπορεί να εξάγει ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα. Πράγματι μετά από μία κλινική εξέταση ο ιατροδικαστής είναι σε θέση να διαπιστώσει για παράδειγμα το όργανο με το οποίο προκλήθηκε η κάκωση, καθώς και το χρόνο που έχει περάσει από τη δημιουργία της. Και τα δύο στοιχεία που αναφέρθηκαν, όργανο πρόκλησης και ηλικία της βλάβης, είναι ιδιαίτερα σημαντικά κατά τη δικαστική διαδικασία. Μάλιστα, η κλινική αυτή ιατροδικαστική εξέταση πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν πιο σύντομα από τη στιγμή του συμβάντος.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζει ένα θύμα ξυλοδαρμού είναι ότι σαφέστατα το πρώτο που πρέπει να κάνει, ειδικά εάν τα τραύματά του είναι σοβαρά, είναι να επισκεφτεί ένα νοσοκομείο για την παροχή πρώτων βοηθειών αλλά και για όποιες άλλες διαγνωστικές και θεραπευτικές ενέργειες χρειαστούν. Στη συνέχεια όμως, επιβάλλεται η κλινική εξέταση από ιατροδικαστή. Είναι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος πιστοποίησης των σωματικών βλαβών καθώς και ο μόνος τρόπος που θα δικαιώσει μετά βεβαιότητας το θύμα στις δικαστικές αίθουσες. Σε αντίθετη περίπτωση είναι πιθανό τα στοιχεία να θεωρηθούν ανεπαρκή και μη αξιόπιστα για την υπεράσπιση της υπόθεσής του στο δικαστήριο με αποτέλεσμα τη δυσάρεστη, για το θύμα ξυλοδαρμού, έκβαση του αποτελέσματος.