Πόσο Απαραίτητο είναι να Επιλέγουμε Ημίπαχα Γαλακτοκομικά;
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν μια από τις κύριες αιτίες θανάτου τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα. Η πρόσληψη κορεσμένων λιπιδίων έχει κατηγορηθεί ως μία από τις αιτίες για την αύξηση των καρδιαγγειακών νοσημάτων, και γνωρίζουμε ότι η χαμηλή πρόσληψή τους μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη ρύθμιση των λιπιδίων του αίματος και να προστατεύσει από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Για να μειωθεί η πρόσληψη των κορεσμένων λιπιδίων στην καθημερινή διατροφή, συστήνεται να μειωθεί η κατανάλωση των προϊόντων που κυρίως τα περιέχουν, όπως είναι το κρέας και τα προϊόντα του, ή/και να αντικατασταθούν από τρόφιμα πλούσια σε μονο- ή πολυακόρεστα λιπίδια (π.χ. αντικατάσταση του βούτυρου από ελαιόλαδο). Επιπλέον, συστήνεται να επιλέγονται τρόφιμα τα οποία έχουν υποστεί μείωση στην περιεκτικότητα του λίπους τους.
Στην περίπτωση των γαλακτοκομικών οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί συστήνουν να καταναλώνονται ημίπαχα αντί για πλήρη γαλακτοκομικά. Μάλιστα, η σύσταση αυτή δεν αφορά μόνο τα ενήλικα άτομα του πληθυσμού, αλλά επεκτείνεται και στην εφηβική ακόμα και την παιδική ηλικία, αφού από την ηλικία των δύο ετών και άνω συστήνεται να καταναλώνουν τα παιδιά ημίπαχα γαλακτοκομικά προϊόντα. Παρόλο που είναι εύλογο θεωρητικά να υποθέτουμε ότι η μείωση του κορεσμένου λίπους στη διατροφή, συνεπώς και του κορεσμένου λίπους από τα γαλακτοκομικά, θα βοηθήσει στην πρόληψη ή την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών νοσημάτων, πολλά νέα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως πιθανότατα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει απαραίτητα.
Σε αρκετές ερευνητικές μελέτες έχει βρεθεί ότι η κατανάλωση πλήρων γαλακτοκομικών όχι μόνο δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία, αλλά μπορεί να έχει κάποια ευεργετικά αποτελέσματα. Έχει βρεθεί πως η κατανάλωση γαλακτοκομικών υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος δεν σχετίζεται με παχυσαρκία ή με δυσμενές μεταβολικό προφίλ. Αντιθέτως, σε αρκετές μελέτες σχετίζεται με χαμηλότερο βάρος σώματος και μειωμένη αύξηση σωματικού λίπους με το πέρασμα του χρόνου, αλλά και με καλύτερο μεταβολικό προφίλ. Αν και τα γαλακτοκομικά προϊόντα με μειωμένα λιπίδια είναι και χαμηλότερα σε θερμίδες σε σχέση με τα πλήρη, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αναδεικνύουν τη στρατηγική αυτή ως επιτυχή για τη μείωση του βάρους σε σχέση με άλλες διαιτητικές παρεμβάσεις. Ο κύριος προβληματισμός αφορά την πιο ασθενή επίδρασή τους στον κορεσμό, εξαιτίας της οποίας το άτομο μπορεί εύκολα να αντισταθμίσει ή και να υπερκαλύψει τις θερμίδες που «γλίτωσε» εντός της ημέρας, καταναλώνοντας άλλα τρόφιμα, ίσως και χαμηλότερης θρεπτικής αξίας.
Η σχέση της κατανάλωσης πλήρων γαλακτοκομικών με την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη ή καρδιαγγειακών νοσημάτων δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, αφού κάποια δεδομένα προτείνουν προστατευτική δράση, ενώ άλλα αρνητική επίδραση. Στοιχεία από μία μεγάλη προοπτική μελέτη, η οποία παρακολούθησε 5.000 άτομα για 10 χρόνια, τονίζουν τη σημασία της πηγής του κορεσμένου λίπους στη σχέση του με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, τα κορεσμένα λίπη του κρέατος σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ τα κορεσμένα λίπη των γαλακτοκομικών προϊόντων σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Συνεπώς, θα πρέπει να διατηρούμε κάποιες επιφυλάξεις όταν αναφερόμαστε στη μείωση του κορεσμένου λίπους από τα γαλακτοκομικά προϊόντα ως μία προστατευτική αλλαγή στη διατροφή μας. Παρόλο που τα γαλακτοκομικά προϊόντα με μειωμένο λίπος έχουν και λιγότερες θερμίδες σε σχέση με τα πλήρη, η χρησιμότητά τους στον έλεγχο της θερμιδικής πρόσληψης για τη μείωση του σωματικού βάρους δεν είναι αποδεδειγμένη, και ίσως έχει νόημα μόνο εφόσον τηρείται το μέτρο στην ποσότητα και ένας συνολικότερος έλεγχος στη δίαιτα του ατόμου.