Ορμονοθεραπεία και χημειοθεραπεία προεμμηνοπαυσιακών γυναικών με καρκίνο του μαστού.

Facebooktwitterpinterest

1. Όταν διαγνωστεί ο καρκίνος του μαστού τί πρέπει να ακολουθήσει;

Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού, γίνεται η σταδιοποίηση της νόσου με απεικονιστικές εξετάσεις (αξονικές, σπινθηρογράφημα οστών κ.α.). Αν δεν υπάρχουν απομακρυσμένες μεταστάσεις, γίνεται η χειρουργική επέμβαση (μερική ή ριζική τροποποιημένη μαστεκτομή με σύστοιχο μασχαλιαίο λεμφαδενικό καθαρισμό ή λεμφαδένα φρουρό).

Ένα ποσοστό από τις ασθενείς, θα παρουσιάσουν υποτροπή της νόσου ή μεταστάσεις μέσα στα επόμενα χρόνια. Για να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός μετά την χειρουργική επέμβαση, ακολουθούν συμπληρωματικές θεραπείες (χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, βιολογικές-στοχεύουσες θεραπείες, ακτινοθεραπεία).

2. Πώς εξατομικεύεται η συμπληρωματική θεραπεία μετά την διάγνωση του καρκίνου του μαστού;

Για την εξατομίκευση της συμπληρωματικής θεραπείας σε κάθε γυναίκα με πρώιμο καρκίνο του μαστού, λαμβάνονται υπόψιν οι «πληροφορίες» από την παθολογοανατομική έκθεση του όγκου.

Πριν από μερικά χρόνια για την απόφασή μας λαμβάνονταν κυρίως υπόψιν η σταδιοποίηση της νόσου με βάση το σύστημα ΤΝΜ (δηλαδή το μέγεθος του όγκου και ο αριθμός των διηθημένων από τη νόσο μασχαλιαίων λεμφαδένων). Σήμερα λαμβάνονται υπόψιν πρωτίστως τα βιολογικά χαρακτηριστικά του όγκου και συγκεκριμένα η έκφραση των δύο ορμονικών υποδοχέων του όγκου (οιστρογονικών- ER και προγεστερινικών-PgR), καθώς κα του γονιδίου HER2 (ή cerbB2). Η έκφραση των ανωτέρω τριών βιολογικών δεικτών (ER, PgR και HER2) εξετάζεται με την μέθοδο της ανοσοϊστοχημείας, η οποία είναι πολύ αξιόπιστη για τους ορμονικούς υποδοχείς και λιγότερο για το HER2. Ειδικά για το HER2 υπάρχει μια γκρίζα ζώνη και απαιτείται περαιτέρω έλεγχος με μεθόδους υβριδισμού (CISH ή FISH). Με βάση τους παραπάνω βιολογικούς δείκτες καθορίζεται ο κίνδυνος μεταστάσεων αλλά και η ανταπόκριση στις διαθέσιμες συμπληρωματικές θεραπείες.

3. Ποιες γυναίκες χρειάζονται συμπληρωματική χημειοθεραπεία μετά την μαστεκτομή;

Οι ασθενείς που έχουν τριπλά αρνητικούς όγκους (ER -, PgR -, HER2 -) καθώς και εκείνες που έχουν υπερέκφραση HER2 (HER2+) χρειάζονται χημειοθεραπεία.

Οι ασθενείς με την καλύτερη πρόγνωση είναι εκείνες που έχουν θετικούς ορμονικούς υποδοχείς (ER+, PgR+) και αρνητικό HER2 (HER2 -). Αυτές δεν χρειάζονται πάντα χημειοθεραπεία.

4. Με ποια κριτήρια επιλέγονται οι γυναίκες που χρειάζονται χημειοθεραπεία όταν έχουν όγκους με ευνοϊκά βιολογικά χαρακτηριστικά (ορμονοεξαρτώμενους και αρνητικό HER2);

Για την απόφαση μας αυτή λαμβάνουμε υπόψιν και άλλα χαρακτηριστικά του όγκου, όπως την έκφραση του δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki67, τον αριθμό των διηθημένων λεμφαδένων μασχάλης κ.α. Αν δεν υπάρχουν διηθημένοι λεμφαδένες μασχάλης στην ομάδα αυτή, μπορεί να μας βοηθήσει το test Oncotype, που αναλύει 21 γονίδια του όγκου και μπορεί να καθορίσει τον κίνδυνο υποτροπής και το πιθανό όφελος από την χημειοθεραπεία.

5. Ποια είναι τα συνηθέστερα σχήματα χημειοθεραπείας που χρησιμοποιούνται;

Το διαθέσιμα σχήματα χημειοθεραπείας είναι το CMF, σχήματα που περιέχουν ανθρακυκλίνη και σχήματα που περιέχουν ανθρακυκλίνη και ταξάνη. Στις προεμμηνοπαυσικές γυναίκες, που έχουν τριπλά αρνητικούς όγκους ή HER2 θετικούς όγκους, προτιμάται χημειοθεραπεία με ανθρακυκλίνη και ταξάνη.

6. Ποιες είναι οι συνηθέστερες παρενέργειες της συμπληρωματικής χημειοθεραπείας στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες;

Η πιο σοβαρή παρενέργεια είναι η μυελοτοξικότητα, που εκφράζεται με αναιμία, λευκοπενία και θρομβοπενία. Είναι παρενέργεια αντιστρεπτή. Η λευκοπενία μειώνει την άμυνα του οργανισμού και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές λοιμώξεις. Οι λοιμώξεις συνήθως προκαλούνται από τα μικρόβια του ίδιου μας του οργανισμού και όχι τόσο από εξωγενείς παράγοντες. Η λευκοπενία μπορεί να βοηθηθεί από τους αυξητικούς παράγοντες των λευκοκυττάρων. Για την αναιμία και την θρομβοπενία δεν συνιστώνται αντίστοιχοι αιμοποιητικοί αυξητικοί παράγοντες.

Η καρδιοτοξικότητα είναι σπάνια στις νέες γυναίκες γιατί δεν έχουν άλλους προδιαθεσικούς παράγοντες (π.χ. υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, στεφανιαία νόσο). Επειδή όμως οι ανθρακυκλίνες και οι ταξάνες επιδρούν στο μυοκάρδιο, πρέπει να παρακολουθούμε την λειτουργία της καρδιάς με ειδικό υπερηχογράφημα που λέγεται triplex.

Η χημειοθεραπεία επιδρά στην λειτουργία των ωοθηκών και μπορεί να προκαλέσει παροδική ή μόνιμη αμηνόρροια.

Η πτώση των μαλλιών (αλωπεκία) είναι συχνή παρενέργεια των ανθρακυκλινών και των ταξανών και πάντοτε είναι αντιστρεπτή. Η χρήση παγωμένης κάσκας κατά την διάρκεια εφαρμογής της χημειοθεραπείας έχει αποτελεσματικότητα στο σχήμα CMF και πολύ λιγότερο σε σχήματα με ανθρακυκλίνες. Αντίθετα, όταν το σχήμα έχει και ανθρακυκλίνες και ταξάνες δεν είναι αποτελεσματική. Κατά την διάρκεια της εφαρμογής οποιουδήποτε συστήματος ψύξης του τριχωτού της κεφαλής, τα φάρμακα της χημειοθεραπείας δεν φθάνουν στο τριχωτό. Από κάποιους αυτό θεωρείται μειονέκτημα γιατί μένει ακάλυπτο το τριχωτό της κεφαλής. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι η πιθανότητα μετάστασης στο τριχωτό είναι απειροελάχιστη.

Η ναυτία είναι μια ενοχλητική παρενέργεια, όμως σήμερα διαθέτουμε εξαιρετικά, αποτελεσματικά αντιεμετικά φάρμακα και έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η νευροτοξικότητα είναι μια παρενέργεια των ταξανών η οποία εκδηλώνεται με μουδιάσματα στα πόδια, στα χέρια, μυοσκελετικούς πόνους. Είναι σχεδόν πάντοτε αντιστρεπτή.

Άλλες παρενέργειες της χημειοθεραπείας είναι στοματίτιδα, κυστίτιδα, κολπίτιδα, διαταραχές των κενώσεων, ξηροδερμία, ονυχοδυστροφία, καταβολή, αλλαγή στην γεύση.

7. Ποιές γυναίκες χρειάζονται συμπληρωματική ορμονοθεραπεία και ποιες οι παρενέργειές της;

Οι ασθενείς, που έχουν έστω και ελάχιστη έκφραση ορμονικών υποδοχέων στον όγκο τους, ωφελούνται από την ορμονοθεραπεία.

Στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η ορμονοθεραπεία με αντιοιστρογόνα είναι για 5 έτη. Η προσθήκη «χημικής» ωοθηκεκτομής με μια ενδομυϊκή ένεση (LHRH-ανάλογο) ωφελεί, αν και δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη η διάρκειά της.

Οι κυριότερες παρενέργειες των αντιοιστρογόνων είναι η πάχυνση του ενδομητρίου που σε ακραίες και σπάνιες περιπτώσεις οδηγεί σε καρκίνο του ενδομητρίου, η προδιάθεση για θρομβώσεις στα κάτω άκρα, ο καταρράκτης κ.α. Επίσης η διακοπή της περιόδου με τη χρήση LHRH-ανάλογο προκαλεί πρώιμα συμπτώματα εμμηνόπαυσης (εξάψεις, φουντώματα, ιδρώτες, ξηρότητα κόλπου), καθώς και διαταραχές στο μεταβολισμό.

Οι γυναίκες που λαμβάνουν ορμονοθεραπεία πρέπει να προσέχουν την διατροφή τους ώστε να μην αυξάνουν το βάρος τους. Πολύ βοηθάει και η γυμναστική.

8. Ποιες γυναίκες χρειάζονται συμπληρωματική θεραπεία με αντι HER2+ μονοκλωνικό αντίσωμα και ποιες είναι οι παρενέργειές του;

Οι ασθενείς που έχουν θετικό HER2 (με ανοσοϊστοχημεία 3+ ή με θετικό CISH/FISH) πρέπει να λαμβάνουν συμπληρωματική θεραπεία με αντι HER2+ μονοκλωνικό αντίσωμα για ένα έτος. Η θεραπεία χορηγείται ενδοφλεβίως κάθε 3 εβδομάδες. Η κυριότερη παρενέργεια του μονοκλωνικού αντισώματος είναι η καρδιοτοξικότητα που εκδηλώνεται με μείωση του κλάσματος εξωθήσεως της αριστεράς κοιλίας της καρδιάς. Για τον λόγο αυτό, πριν την έναρξη αλλά και κατά την διάρκεια της θεραπείας πρέπει να γίνεται ειδικός έλεγχος της καρδιάς με triplex ή ραδιοισοτοπική κοιλιγραφία (MUGA scan).

http://avgi-breastcancer.gr/

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.