Το Παιδί μου & η Ακοή του
Θα αναρωτιόσαστε ποτέ εαν το νεογέννητο μωράκι σας ακούει φυσιολογικά; Συνήθως οι γονείς ανησυχούν για άλλες πιο «κοινές» καταστάσεις, όπως η φυσιολογική θρέψη και ανάπτυξη του μωρού, οι κολικοί του 1ου τριμήνου ή η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα. Επειδή όμως η πιθανότητα γέννησης ενός παιδιού με προβληματική ακοή υπάρχει, απευθυνθήκαμε στους δύο ωτορινολαρυγγολόγους, υπεύθυνους του ακοολογικού τμήματος του Μαιευτηρίου «Λητώ», την κυρία Ειρήνη Λεντάρη και τον κύριο Βασίλειο Ντρίνια, για να μας ενημερώσουν σχετικά με το θέμα αυτό.
Πόσο πιθανόν είναι να γεννηθεί ένα παιδί με πρόβλημα ακοής, κυρία Λεντάρη;
Έχουν γίνει εκτεταμένες μελέτες, με ποικίλες μεθόδους, σε διάφορες περιοχές της υφηλίου, όπου διερευνήθηκε η συχνότητα της νεογνικής βαρηκοΐας. Η πιθανότητα γέννησης παιδιού με προβληματική ακοή εκτιμήθηκε ότι κυμαίνεται από 0,5-4‰. Σε περίπτωση όμως που στις οικογένειες των γονέων υπάρχει ιστορικό κληρονομικής βαρηκοΐας, οι πιθανότητες αυξάνονται.
Ποιες είναι οι αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν στη γέννηση παιδιού με βαρηκοΐα, κύριε Ντρίνια;
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ενοχοποιούνται γι’αυτό. Στο 50% των περιπτώσεων εμφανίζεται κάποια αλλαγή στο γενετικό υλικό του νεογνού, που αφορά τα χρωμοσώματα ή μεμονωμένα γονίδια. Στην πλειοψηφία τους οι παραπάνω περιπτώσεις είναι κληρονομικές.
Σε ένα 25% των περιπτώσεων ευθύνεται η κατανάλωση οινοπνεύματος από την μητέρα κατά την διάρκεια της κύησης ή η λήψη ωτοτοξικών φαρμάκων, καθώς και λοιμώξεις που μπορεί να παρουσιαστούν αυτήν την περίοδο, οι οποίες προκαλούνται από διάφορα μικρόβια. Τέλος, στο υπόλοιπο 25% των περιπτώσεων δεν έχει αναγνωριστεί κάποια συγκεκριμένη αιτία.
Σε ποια ηλικία είναι δυνατή η ανακάλυψη ενός προβλήματος στην ακοή και με ποιον τρόπο, κυρία Λεντάρη;
Με την πρόοδο της τεχνολογίας, σήμερα, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε τα μωρά που έχουν μεγάλη πιθανότητα να έχουν βαρηκοΐα, από τη δεύτερη κιόλας μέρα της ζωής τους. Γι’αυτό τον σκοπό εφαρμόζεται μια μέθοδος ελέγχου της ακουστικής λειτουργίας που ονομάζεται «Μέτρηση Ωτοακουστικών Εκπομπών». Αυτήν την μέθοδο χρησιμοποιούμε και στο Μαιευτήριο «Λητώ».
Πρόκειται για μια απλή και ανώδυνη εξέταση, όπου για μερικά δευτερόλεπτα τοποθετείται στο αυτί του νεογνού ένα ακουστικό και του μεταδίδεται ένα ηχητικό ερέθισμα. Στη συνέχεια, καταγράφεται σε μια ειδική συσκευή η ηχητική απάντηση του κοχλία (όργανο του έσω αυτιού) και καταλαβαίνουμε εαν τα αυτιά του νεογνού λειτουργούν σωστά.
Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, εξετάζουμε το νεογνό μετρώντας τα «ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους», που είναι επίσης ανώδυνη εξέταση και αφορά την ανίχνευση του ηλεκτρικού κύματος που δημιουργείται στο αυτί μετά την μετάδοση κάποιου ηχητικού ερεθίσματος.
Και οι δύο παραπάνω εξετάσεις πραγματοποιούνται την ώρα που το νεογέννητο κοιμάται ώστε να μην καταλάβει ότι εξετάζεται.
Μέχρι ποια ηλικία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο διαγνωστικός έλεγχος της ακοής των νεογνών, κύριε Ντρίνια;
Το ιδανικό θα ήταν να έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος ως την ηλικία των 6 μηνών. Γιατί όσο πιο νωρίς ανιχνευτεί το πρόβλημα, τόσο πιο έγκαιρα θα μπορέσει να ενισχυθεί η ακοή του παιδιού και να αποκατασταθεί, ώστε το παιδί να καταφέρει ν’ακούει. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει από τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού, κατά την περίοδο που αναπτύσσεται ο λόγος του.
Έτσι, το παιδί θα καταφέρει να ακούσει και να μιλήσει, αποφεύγοντας προβλήματα επικοινωνίας με τον κόσμο γύρω του καθώς και τις ψυχικές και συναισθηματικές διαταραχές που δημιουργούνται από αυτά.
Υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης της νεογνικής βαρηκοΐας, κυρία Λεντάρη;
Μετά την ολοκλήρωση του διαγνωστικού ελέγχου, προσδιορίζουμε όχι μόνο αν το παιδί έχει πρόβλημα ακοής αλλά και το βαθμό του προβλήματος. Βάσει λοιπόν αυτών των δεδομένων, αποφασίζουμε τον τρόπο αποκατάστασης του προβλήματος.
Έτσι, αν η βαρηκοΐα είναι μικρού βαθμού, μπορεί μόνο να παρακολουθούμε το παιδί χωρίς να κάνουμε κάτι άμεσα. Αν είναι μετρίου βαθμού, υπάρχει η δυνατότητα επιλογής κάποιου μέσου ενίσχυσης της ακοής (ακουστικό βαρηκοΐας).
Ακόμα όμως και αν το πρόβλημα είναι σοβαρότερο, σήμερα, μπορεί το παιδί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την τοποθέτηση «κοχλιακού εμφυτεύματος». Μετά την επέμβαση το παιδί αντιλαμβάνεται τον ήχο και παρακολουθείται από ομάδα ειδικών, που μαζί με τον γιατρό του, το βοηθούν να αναπτύξει φυσιολογικά τον λόγο και την ομιλία του.
Πώς μπορεί από νωρίς η μητέρα του παιδιού να καταλάβει αν όλα πάνε καλά με την ακοή του, κύριε Ντρίνια;
Όπως είπαμε σε προηγούμενη ερώτηση, πρέπει μέχρι την ηλικία των 6 μηνών να έχει ολοκληρωθεί ο διαγνωστικός έλεγχος ακοής των νεογνών. Μέχρι τότε λοιπόν, από 0-6 μηνών, μπορεί η μητέρα να παρατηρήσει αν το μωρό της ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένα ακουστικά ερεθίσματα και να έχει μια αδρή εκτίμηση για την ακοή του.
Αυτό γίνεται με το να δοκιμάσει αν εκλύονται ορισμένα αντανακλαστικά και πιο συγκεκριμένα:
«Ωτοβλεφαρικό αντανακλαστικό»
Το μωρό, όταν ακούσει ένα δυνατό ήχο, ανοιγοκλείνει ταβλέφαρά του, αν τα μάτια του είναι ανοιχτά ή τα σφίγγει, αν τα μάτια του είναι κλειστά.
«Αντανακλαστικό της αφύπνισης»
Το μωρό ακούγοντας έναν δυνατό ήχο μπορεί να ξυπνήσει.
«Αντανακλαστικό του αιφνιδιασμού»
Το μωρό στο άκουσμα ενός δυνατού ή απότομου ήχου, σαν να τρομάζει, ανοίγει τα χέρια, τεντώνει τα πόδια και γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω.
Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι ποτέ απόλυτα σίγουρη ότι το μωράκι της ακούει καλά, γι’ αυτό, αν υπάρχει η παραμικρή υποψία για πιθανόν πρόβλημα στην ακοή του, θα πρέπει αμέσως να απευθύνεται στον γιατρό του.
Τι συμβαίνει αν δεν έχει γίνει ο έλεγχος ακοής στην βρεφική ηλικία, κυρία Λεντάρη;
Σε τέτοιες περιπτώσεις και αν υπάρχει υποψία ότι το παιδί δεν ακούει καλά, το ελέγχουμε με εξετάσεις ανάλογες της ηλικίας του, για να προσδιορίσουμε την ακουστική του ικανότητα.
Όμως οι γονείς ας μην βιαστούν να χαρακτηρίσουν το παιδί τους βαρήκοο, όταν τους ζητά να δυναμώσουν την ένταση της τηλεόρασης ή απαντά με το γνωστό «Τι;». Πολλά παιδιά πάσχουν από εκκριτική ωτίτιδα, που αποτελεί την συνηθέστερη μορφή βαρηκοΐας στην προσχολική κυρίως ηλικία. Σ’αυτήν την περίπτωση μαζεύεται υγρό πίσω από το τύμπανο, είτε λόγω λοίμωξης του αναπνευστικού (π.χ. ρινίτιδα), είτε συνηθέστερα λόγω υπερτροφίας των αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια). Ο γιατρός τους θα επιβεβαιώσει την πάθηση με μια εξέταση που λέγεται «τυμπανόγραμμα» και θα τους συστήσει την κατάλληλη αγωγή.
http://www.leto.gr/