Καλύτερη η θεραπευτική αγωγή με nilotinib σε ασθενείς με Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας
Νέα πενταετή δεδομένα υποστηρίζουν τη θεραπευτική ανωτερότητα του nilotinib έναντι του imatinib σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας
- Δεδομένα από τη μελέτη ENESTnd καταδεικνύουν τάση για μεγαλύτερη συνολική επιβίωση και επιβίωση ελεύθερη συμβαμάτων
- Τα δεδομένα κατέδειξαν υψηλότερα ποσοστά πρώιμης και βαθύτερης μοριακής ανταπόκρισης σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς, καθώς και μειωμένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου
- Η μελέτη ENESTcmr κατέδειξε βαθύτερη μοριακή ανταπόκριση σε ασθενείς που άλλαξαν σε θεραπεία με nilotinib, κατόπιν μακροχρόνιας θεραπείας με imatinib
- Νέα δεδομένα δείχνουν ότι ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία πρώτης γραμμής με το imatinib πέτυχαν υψηλότερα ποσοστά μοριακής ανταπόκρισης όταν άλλαξαν στο nilotinib έναντι των ασθενών που έλαβαν αυξημένη δόση imatinib
Δεδομένα από τρεις μεγάλες, τυχαιοποιημένες μελέτες Φάσης ΙΙΙ καταδεικνύουν τη θεραπευτική ανωτερότητα του nilotinib (Tasigna®) σε σύγκριση με το imatinib (Glivec®) στην επίτευξη βαθύτερης μοριακής ανταπόκρισης σε ασθενείς με Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+ ΧΜΛ). Οι μελέτες συμπεριλαμβάνουν νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς, ασθενείς με υπολειμματική νόσο που άλλαξαν θεραπεία σε nilotinib κατόπιν μακροχρόνιας θεραπείας με imatinib, καθώς και ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν σε θεραπεία πρώτης γραμμής με imatinib (όπως ορίζεται από τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Δικτύου για τη Λευχαιμία 2013). Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν τον Δεκέμβριο 2013 στο Συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH) στη Νέα Ορλεάνη.
«Αυτά τα νέα δεδομένα επανεπιβεβαιώνουν τη θεραπευτική ανωτερότητα του nilotinib έναντι του imatinib στην επίτευξη βαθύτερης μοριακής ανταπόκρισης και προσφέρουν επιπλέον στοιχεία που αναδεικνύουν το nilotinib ως κατάλληλη θεραπεία εκλογής για νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς, καθώς και για αυτούς που αλλάζουν θεραπεία σε nilotinib μετά από μακροχρόνια θεραπεία με imatinib,» δήλωσε ο Δρ. Giuseppe Saglio, Καθηγητής Παθολογίας και Αιματολογίας και Διευθυντής του Τμήματος Μοριακής Ιατρικής και Στοχευμένης Θεραπείας στο νοσοκομείο San Luigi, του Πανεπιστημίου του Τορίνο της Ιταλίας, και κύριος ερευνητής των μελετών ENEST. «Τώρα εξετάζουμε το πώς η βαθύτερη μοριακή ανταπόκριση μπορεί να καθοδηγήσει την θεραπευτική αντιμετώπιση της ΧΜΛ στο μέλλον».
Πενταετή δεδομένα της μελέτης ENESTnd υποστηρίζουν τη χρήση του nilotinib σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ, καταδεικνύοντας υψηλότερα ποσοστά πρώιμης και βαθύτερης μοριακής ανταπόκρισης, συμπεριλαμβανομένης της μοριακής ανταπόκρισης MR 4,5 (μείωση κατά 4,5 λογαρίθμους από την αρχική τιμή, με βάση τη διεθνή κλίμακα), καθώς και μειωμένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου σε σύγκριση με το imatinib. Τα δεδομένα κατέδειξαν τάση για μεγαλύτερα ποσοστά συνολικής επιβίωσης και επιβίωσης ελεύθερης συμβαμάτων σε ασθενείς που έλαβαν nilotinib, σε σύγκριση με ασθενείς που έλαβαν imatinib. Αναφέρθηκαν λίγες νέες ανεπιθύμητες ενέργειες μεταξύ του τέταρτου και πέμπτου έτους θεραπείας, ενώ τα περιστατικά θνησιμότητας σχετιζόμενα με τη νόσο ήταν 15 στην ομάδα του imatinib έναντι 6 και 4 στα δύο σκέλη του nilotinib (300 mg και 400 mg δις ημερησίως αντίστοιχα). Τα ποσοστά ασθενών που διέκοψαν την θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν 11.1%, 17.7% και 13.2% στο σκέλος θεραπείας με nilotinib 300 mg, nilotinib 400mg και imatinib, αντίστοιχα.
Σε μια ξεχωριστή ανάλυση, τα 3ετή δεδομένα της μελέτης ENESTcmr έδειξαν ότι ασθενείς με Ph+ΧΜΛ που εμφανίζουν υπολειμματική νόσο κατόπιν μακροχρόνιας θεραπείας με imatinib πέτυχαν βαθύτερη μοριακή ανταπόκριση αφότου άλλαξαν σε nilotinib. Μεταξύ ασθενών χωρίς τεκμηριωμένη βαθιά μοριακή ανταπόκριση (MR4,5) κατά την έναρξη της μελέτης, η αθροιστική επίπτωση της βαθιάς μοριακής ανταπόκρισης (MR4,5) ήταν υψηλότερη σε ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν στο nilotinib έναντι του imatinib (46,9% έναντι 33,3%). Η βαθιά μοριακή ανταπόκριση (MR4,5) επιτεύχθηκε συντομότερα με μέσο χρόνο ανταπόκρισης τους 24 μήνες στο σκέλος του nilotinib, ενώ δεν επιτεύχθηκε στο σκέλος του imatinib. Το προφίλ ασφάλειας του nilotinib και του imatinib ήταν σύμφωνο με προηγούμενες μελέτες. Μετά από 36 μήνες, η νόσος δεν εξελίχθηκε στην επιταχυνόμενη φάση/βλαστική κρίση για κανέναν ασθενή, και στα δυο σκέλη θεραπείας.
Παρουσιάστηκαν επίσης αποτελέσματα από τη μελέτη LASOR, τα οποία κατέδειξαν μεγαλύτερα ποσοστά μοριακής ανταπόκρισης σε ασθενείς που δεν πέτυχαν πλήρη κυτταρογενετική ανταπόκριση (CCyR) σε πρώτης γραμμής θεραπεία με imatinib (ασθενείς που δεν πετυχαίνουν πλήρη κυτταρογενετική ανταπόκριση μέσα σε έξι μήνες, παρουσιάζουν απώλεια ανταπόκρισης ή αντοχή), οι οποίοι άλλαξαν σε nilotinib, έναντι αυτών που έλαβαν αυξημένη δόση imatinib (600mg ημερησίως). Το προφίλ ασφάλειας των δύο φαρμάκων ήταν σύμφωνο με προηγούμενες αναφορές ασθενών που άλλαξαν θεραπεία έπειτα από ανεπαρκή ανταπόκριση στο imatinib.