Κατάθλιψη και γηρατειά
Σχεδόν 20% των ατόμων πάνω από την ηλικία των 65 εμφανίζουν καταθλιπτικά συμπτώματα, ενώ περίπου το 40% των ηλικιωμένων πάνω από τα 85 προσβάλλονται από κάποια μορφή κατάθλιψης. Η νόσος στην τρίτη ηλικία προσβάλλει εξίσου άντρες και γυναίκες.
Εχοντας όμως ήδη μια αρνητική αντίληψη για τον εαυτό τους καθώς και το φόβο του κοινωνικού στίγματος εξαιτίας της νόσου, οι ηλικιωμένοι σπάνια προστρέχουν για κάποια ψυχιατρική βοήθεια. Επιπλέον, δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα όποια σωματικά τους προβλήματα εξαιτίας σοβαρών παθήσεων και τα οποία συνυπάρχουν πολύ συχνά με κατάθλιψη. Επομένως, σχεδόν οι μισοί ασθενείς με γεροντική κατάθλιψη παραμένουν αδιάγνωστοι, ενώ πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι πάσχουν από μια ψυχική κατάσταση με υψηλό κίνδυνο αυτοκτονίας. Η πεσμένη διάθεση και η μείωση του δυναμικού ως βιώματα του ασθενούς (νιώθει σαν πτώμα και σε περιορισμένο ζωτικό χώρο) είναι τα χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα. Ομως η κλινική εικόνα των ηλικιωμένων διαφέρει από εκείνη των ενηλίκων, καθώς εδώ κυριαρχούν άγχος, αϋπνία, γνωστικά ελλείμματα, όπως αμνησία και σύγχυση, ανηδονία, ψυχοκινητική ανησυχία, μα και λιγότερο εμφανή συμπτώματα. Επίσης η επίταση των προνοσηρών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ατόμου και η αλλαγή στη συμπεριφορά του και στις διαπροσωπικές του σχέσεις θεωρούνται τα αποτελέσματα της λειτουργίας ενός ηλικιωμένου εγκεφάλου, όταν βεβαίως ο ασθενής εκτίθεται σε καταστάσεις που απαιτούν προσαρμογή στις αλλαγές μέσα στη ζωή.
Πολυποίκιλοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση κατάθλιψης που αφορούν ένα βιο-ψυχο-κοινωνικό πλαίσιο: οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης, χρήση αρκετών φαρμάκων (π.χ. αγχολυτικά, αντιφλεγμονώδη) ή κατάχρηση αλκοόλ, σωματικές ασθένειες με συνοδό αναπηρία και/ή χρόνιο πόνο, μόνιμη καταστροφή της εικόνας σώματος, μοναξιά στην καθημερινότητα, καθώς και κοινωνική απομόνωση, πρόσφατο πένθος, φόβος θανάτου, αλλά και απουσία κοινωνικής υποστήριξης και οικονομικής βοήθειας.
Οι καταθλιπτικές διαταραχές των ηλικιωμένων, αναφορικά με τα προεξάρχοντα κλινικά χαρακτηριστικά τους, μπορεί να ανήκουν στις ακόλουθες ομάδες:
* Βιολογική: με πρώιμη έναρξη -ασθενής με ιστορικό μανιοκατάθλιψης (διπολικό φάσμα), συμπτωματολογία είτε μελαγχολίας είτε ψυχωτικής ή άτυπης κατάθλιψης.
* Ψυχο-αντιδραστική: όψιμη έναρξη, γεγονότα σχετικά με απώλειες, επίμονες αγχογόνες καταστάσεις, όπως η απομόνωση ή η σωματική ανικανότητα, σοβαρές σωματικές παθήσεις.
* Μικτή, οργανική και ψυχολογική: κατάθλιψη έπειτα από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, μεταβολή των νευρομεταβιβαστών του εγκεφάλου ύστερα από χορήγηση φαρμάκων ή μεταβολικές ανεπιθύμητες ενέργειες από πολυφαρμακία, αρχικό στάδιο άνοιας ή νόσου Parkinson.
* Καταθλιπτική ψευδοάνοια: ένας μάλλον απρόσφορος ορισμός αλλά χρήσιμος κλινικά, όπου προεξάρχουν συμπτώματα διαταραχής της μνήμης και άλλων ανώτερων γνωστικών λειτουργιών και τα οποία όμως είναι προσωρινά και αντιστρεπτά μετά τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής.
* Μπορεί επίσης να έχουμε την υποτροπή μιας παλαιότερης καταθλιπτικής διαταραχής στην προχωρημένη ηλικία. Συνήθως η κατάθλιψη που συμβαίνει για πρώτη φορά σε ηλικιωμένους συναρτάται με κάποια σωματική πάθηση. Αλλοτε πάλι ο ασθενής μάς αναφέρει σωματικά συμπτώματα χωρίς όμως εμφανή αιτιολογία (η λεγόμενη συγκαλυμμένη κατάθλιψη).
Η κλινική διάγνωση της κατάθλιψης και η διαφοροποίησή της από την άνοια είναι όντως δύσκολες, αν και υπάρχουν κάποια σημεία- κλειδιά που βοηθούν. Κάτι τέτοιο βέβαια αφορά τον ψυχίατρο στον οποίο οφείλει να απευθύνεται κάποιος για να πάρει βοήθεια και θεραπεία.
Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να θυμάται κανείς πως η κατάθλιψη θεραπεύεται. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τύποι θεραπευτικής αντιμετώπισης. Προέχει βέβαια η θεραπευτική σχέση και η εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ψυχίατρο και τον ασθενή.
Οσον αφορά την ψυχοθεραπεία, υπάρχουν διαφορετικοί τύποι. Είναι προτιμότερο να μιλάει κάποιος για τις δυσκολίες του και τα προβλήματά του στον γιατρό, παρά να συγκρατεί και να καταπνίγει τα συναισθήματά του. Ανάμεσα στα είδη ψυχοθεραπείας συμπεριλαμβάνονται η συμβουλευτική, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία και η δυναμική ψυχοθεραπεία ή η ψυχανάλυση.
Τονίζεται ότι στις σοβαρές καταθλίψεις απαιτείται φαρμακευτική αγωγή και συμπληρωματικά ίσως ψυχοθεραπεία.
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα βοηθούν να ανεβάσουν την «πεσμένη» διάθεση, μα και να βελτιώσουν άλλα συμπτώματα που βιώνει ο ασθενής. Δεν αποτελούν όμως σε καμία περίπτωση «τα μαγικά χάπια της ευτυχίας». Σημειώνεται πως τα αντικαταθλιπτικά δεν αλλάζουν την προσωπικότητα και δεν δημιουργούν εθισμό. Φαίνεται πως δρουν σε χημικούς υποδοχείς του εγκεφάλου προκειμένου να διορθώσουν τις όποιες βιοχημικές ανισορροπίες επιφέρει η νόσος. Τα τελευταία χρόνια υφίσταται έκρηξη κυκλοφορίας νέας γενιάς αντικαταθλιπτικών με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σχέση με τα παλαιάς γενιάς.
Μόνον ο ψυχίατρος θα επιλέξει ποια φαρμακευτική ουσία να συνταγογραφήσει στον καταθλιπτικό ασθενή του με βάση τις ανεπιθύμητες ενέργειές της, καθώς και τα ιδιαίτερα συμπτώματα του ασθενούς. Επίσης αυτός θα καθορίσει τη χρονική διάρκεια λήψης της αγωγής, αφ’ ότου φυσικά αρχίσει η βελτίωση της συμπτωματολογίας (συνήθως μετά τουλάχιστον δύο εβδομάδες από την έναρξη λήψης).
Στη φαρέτρα μας για την αντιμετώπιση ασθενών με σοβαρή και ανθεκτική στα φάρμακα κατάθλιψη ή μεγάλο κίνδυνο αυτοκτονίας υπάρχει και η ηλεκτροσπασμοθεραπεία. Χάρη σε αυτή έχουν σωθεί ζωές. Εφαρμόζεται σε ειδικά ιατρικά περιβάλλοντα και μάλιστα οργανωμένα με αναισθησιολόγο, ψυχίατρο και νοσηλευτικό προσωπικό.