Διουρητικά και παράγοντες συγκάλυψης
Τα διουρητικά είναι προϊόντα που βοηθούν στην αποβολή των υγρών από το σώμα. Προκαλούν απώλεια νερού αναστέλλοντας μερικώς την επαναρρόφηση του νερού, δηλαδή αυξάνεται ο ρυθμός της ούρησης. Ισχυρά διουρητικά μπορούν να αυξήσουν τη ροή των ούρων ως 6 περίπου λίτρα ανά ημέρα.
Τα διουρητικά περιέχουν ουσίες όπως:
- ακεταζολαμίδη, αμιλορίδη, βουμετανίδη, κανρενόνη, χλωρθαλιδόνη, αιθακρινικό οξύ, φουροσεμίδη, ινδαπαμίδη, μετολαζόνη, σπιρονολακτόνη, τριαμτερένη και θειαζίδες όπως βενδροφλουμεθειαζίδη, χλωροθειαζίδη, υδροχλωροθειαζίδη
- και άλλες ουσίες με παρόμοια χημική δομή ή παρόμοιες βιολογικές επιδράσεις.
Τα διουρητικά απαγορεύονται εντός και εκτός αγώνων εκτός από τη δροσπερινόνη που είναι νόμιμη. Τα διουρητικά και οι άλλοι παράγοντες συγκάλυψης ως κατηγορία φαρμάκων βρίσκονται στην πέμπτη θέση στη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων ντόπινγκ με ποσοστό της τάξης του 6.7% στο σύνολο των θετικών δειγμάτων παγκοσμίως. Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες ουσίες είναι η φουροσεμίδη και η υδροχλωροθειαζίδη στο 30% περίπου του συνόλου των χρησιμοποιούμενων διουρητικών.
Οι παράγοντες συγκάλυψης είναι συστατικά που λαμβάνονται με σκοπό να κρύψουν ή να «καλύψουν» την παρουσία συγκεκριμένων παράνομων φαρμάκων που εξετάζονται στον έλεγχο ντόπινγκ. Οι παράγοντες συγκάλυψης έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν ή να αποκρύψουν την απαγορευμένη ουσία στα ούρα. Τα διουρητικά μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντες «συγκάλυψης» εξαιτίας της προκαλούμενης αραίωσης των ούρων που οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα έκκρισης της απαγορευμένης ουσίας από το σώμα.
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, ο έλεγχος αντι-ντόπινγκ περιλαμβάνει τη μέτρηση του ειδικού βάρους των ούρων στον τόπο λήψης του δείγματος και την παραμονή του αθλητή στο χώρο έτσι ώστε να ληφθεί και άλλο δείγμα εάν το ειδικό βάρος των ούρων του πρώτου δείγματος είναι πολύ χαμηλό. Η κατ’ Εξαίρεση Χρήση για Θεραπευτικούς Σκοπούς (TUE) δεν ισχύει εάν τα ούρα ενός αθλητή περιέχουν ένα διουρητικό σε συνδυασμό με μια απαγορευμένη ουσία σε συγκέντρωση συγκεκριμένου κατωφλιού ή ακόμη και σε χαμηλότερα επίπεδα. Τα διουρητικά είναι εύκολα ανιχνεύσιμα εάν ελεγχθούν.
Από την άλλη μεριά, η υπερβολική χρήση διουρητικών όπως η σπιρονολακτόνη, η τριαμτερένη και η αμιλορίδη μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικά υψηλή συγκέντρωση καλίου στο αίμα. Η υπερκαλιαιμία μπορεί να οδηγήσει σε θανατηφόρες αρρυθμίες. Έχει αναφερθεί ότι 6.7 mmol/l καλίου στον ορό μπορεί να οδηγήσουν σε ριπή εμμένουσας κοιλιακής ταχυκαρδίας. Επιπλέον, τα περισσότερα διουρητικά διαταράσσουν τον μεταβολισμό του ουρικού οξέος και αυτό μπορεί να επισπεύσει την οδυνηρή εμφάνιση ουρικής αρθρίτιδας.
Γενικά, όλα τα διουρητικά έχουν τις ίδιες παρενέργειες:
- αφυδάτωση
- υποογκαιμία
- μυϊκές κράμπες και
- ορθοστατική υπόταση.
Βιοχημικές μεταβολές στα επίπεδα καλίου (καλιαιμία) μπορεί να αποτελέσουν απειλή για τη ζωή εάν προκληθεί ισχυρή μεταβολή από διουρητικά. Οι παρενέργειες περιλαμβάνουν επίσης αφυδάτωση, ιλίγγους, κράμπες, πονοκεφάλους, ναυτία και καταστροφή των νεφρών. Άλλες παρενέργειες είναι η εκτεταμένη απώλεια βάρους, χαμηλή αρτηριακή πίεση, χαμηλή ή υψηλή συγκέντρωση καλίου στο αίμα, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, συστηματική αλκάλωση, μειωμένη μυϊκή λειτουργία, μυϊκές κράμπες, αυξημένο ουρικό οξύ στο αίμα, παροδική κώφωση λόγω χαμηλού σακχάρου στο αίμα, (βουμετανίδη, αιθακρινικό οξύ, φουροσεμίδη), και επιδείνωση του διαβήτη (θειαζίδες).