Θετικά τα αποτελέσματα της θεραπείας με ruxolitinib (Jakavi®)
Ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία που λαμβάνουν θεραπεία με ruxolitinib (Jakavi®) πέτυχαν σημαντική βελτίωση στον έλεγχο της νόσου, σύμφωνα με δεδομένα πιλοτικής μελέτης Φάσης ΙΙΙ
-
Το 77% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib πέτυχαν έλεγχο του αιματοκρίτη ή μείωση του σπλήνα, που αποτελούν καθοριστικούς στόχους της θεραπείας,έναντι του 20% που έλαβαν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία
-
Σχεδόν οι μισοί ασθενείς που έλαβαν ruxolitinib είχαν μείωση κατά 50% ή περισσότερο στα εξαντλητικά συμπτώματα της νόσου, έναντι του 5% όσων έλαβαν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία
-
Η διαδικασία έγκρισης βρίσκεται σε εξέλιξη σε παγκόσμιο επίπεδο, βάσει των δεδομένων αυτών – εφόσον εγκριθεί, το ruxolitinib θα είναι ο πρώτος αναστολέας των JAK 1/2 τυροσινικών κινασών που θα διατεθεί για ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία
Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της πρώτης πιλοτικής μελέτης Φάσης ΙΙΙ που αξιολογεί έναν αναστολέα των JAK 1/2 τυροσινικών κινασών για τη θεραπεία της αληθούς πολυκυτταραιμίας. Το ruxolitinib (Jakavi®)βελτίωσε σημαντικά τον έλεγχο του αιματοκρίτη δίχως την ανάγκη αφαίμαξης (μίας μεθόδου αφαίρεσης αίματος από το σώμα, για να μειωθεί η συγκέντρωση των ερυθροκυττάρων), ενώ μείωσε και το μέγεθος του σπλήνα σε ασθενείς με τη νόσο, οι οποίοι παρουσίασαν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία. Τα δεδομένα παρουσιάστηκαν στο 50ο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), στο Σικάγο, καθώς και στο 19ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αιματολογικής Εταιρίας (EHA) στο Μιλάνο.
Η αληθής πολυκυτταραιμία είναι ένα χρόνιο, ανίατο αιματολογικό νόσημα που σχετίζεται με υπερπαραγωγή κυττάρων του αίματος, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιαγγειακές επιπλοκές, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο και το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Επί του παρόντος υπάρχουν περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές για την αληθή πολυκυτταραιμία και μεγάλη ανεκπλήρωτη ανάγκη για νέες θεραπείες που θα παρέχουν αποτελεσματικό έλεγχο της νόσου.
«Οι ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία που δεν επιτυγχάνουν έλεγχο της νόσου και παρουσιάζουν αντοχή ή δυσανεξία στην καθιερωμένη θεραπεία, μπορεί να εκδηλώσουν καρδιαγγειακές και άλλες επιπλοκές. Για αυτούς τους ασθενείς, έχουμε ελάχιστες θεραπευτικές επιλογές,» δήλωσε ο Δρ. AlessandroM. Vannuchi από το Τμήμα Αιματολογίας του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας και ερευνητής της μελέτης. «Στη μελέτη RESPONSE, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ruxolitinib επέδειξαν σημαντική βελτίωση στον έλεγχο της νόσου, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των επιπέδων του αιματοκρίτη δίχως την ανάγκη αφαίμαξης, της μείωσης του μεγέθους του σπλήνα και της βελτίωσης της διαχείρισης των συμπτωμάτων, σε σύγκριση με την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία.»
Μετά από 32 εβδομάδες θεραπείας, το 77% των ασθενών που είχαν τυχαιοποιηθεί να λάβουν ruxolitinib πέτυχαν το ένα ή και τα δύο κριτήρια του σύνθετου καταληκτικού σημείου (δηλαδή τον έλεγχο του αιματοκρίτη ή την μείωση του μεγέθους του σπλήνα), σε σύγκριση με το 20% των ασθενών που είχαν τυχαιοποιηθεί να λάβουν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία. Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών πέτυχε το σύνθετο πρωτεύον καταληκτικό σημείο με το ruxolitinib σε σύγκριση με όσους λάμβαναν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία (21% έναντι 1%, αντιστοίχως; p< .0001), ενώ το 91% αυτών των ασθενών που έλαβαν ruxolitinib διατηρούσε την ανταπόκριση την 48η εβδομάδα.
Παράλληλα, στο 49% των ασθενών που έλαβε ruxolitinib παρατηρήθηκε βελτίωση κατά 50% ή περισσότερο στα συμπτώματα που σχετίζονται με την νόσο, έναντι του 5% εκείνων που έλαβαν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία. Επίσης, οι ασθενείς που έλαβαν ruxolitinib παρουσίασαν μείωση στις νυχτερινές εφιδρώσεις και τον κνησμό (περίπου 99% και 95%, αντιστοίχως). Επιπλέον, μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών στο σκέλος του ruxolitinib πέτυχε πλήρη αιματολογική ανταπόκριση όπως αυτή ορίζεται από τα αναθεωρημένα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Δικτύου Λευχαιμίας (EuropeanLeukemiaNet, ELN, 2009), ένα κύριο δευτερεύον καταληκτικό σημείο, σε σύγκριση με το σκέλος της καλύτερης διαθέσιμης θεραπείας (24% έναντι 9%, αντιστοίχως; p= .003).
Το ruxolitinib ήταν καλά ανεκτό και οι ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) ήταν συμβατές με εκείνες που έχουν παρατηρηθεί στις μελέτες του ruxolitinib για την αληθή πολυκυτταραιμία και την μυελοΐνωση. Μέσα στις 32 πρώτες εβδομάδες θεραπείας, οι αιματολογικές ΑΕ Βαθμού 3 ή 4 στο σκέλος τουruxolitinib ήταν αναιμία (1,8%) και θρομβοκυτταροπενία (5,5%), ενώ λιγότεροι ασθενείς που έλαβαν ruxolitinib εκδήλωσαν θρομβοεμβολικά επεισόδια σε σύγκριση με όσους έλαβαν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία (1 ασθενής έναντι 6 ασθενών, αντιστοίχως). Οι πιο συχνές μη-αιματολογικές ΑΕ ήταν πονοκέφαλος, διάρροια και κόπωση, οι οποίες ήταν κυρίως Βαθμού1 ή 2. Επιπλέον, το 3,6% των ασθενών στο σκέλος του ruxolitinib διέκοψε τη θεραπεία λόγω των AE σε σύγκριση με το 1,8% των ασθενών στο σκέλος της καλύτερης διαθέσιμης θεραπείας.
Τα δεδομένα της μελέτης RESPONSE θα υποστηρίξουν την υποβολή αιτήσεων στις ρυθμιστικές Αρχές παγκοσμίως που προγραμματίζονται εφέτος.
Το ruxolitinib είναι επί του παρόντος εγκεκριμένο σε περισσότερες από 60 χώρες για ασθενείς με μυελοΐνωση, ένα εξαντλητικό και απειλητικό για τη ζωή αιματολογικό νόσημα.
Για τηνΑληθή Πολυκυτταραιμία
Η αληθής πολυκυτταραιμία είναι ένα χρόνιο, ανίατο αιματολογικό νόσημα που σχετίζεται με την υπερπαραγωγή κυττάρων του αίματος στον μυελό των οστών και προσβάλλει περίπου 1-3 άτομα ανά 100.000 πληθυσμού παγκοσμίως. Τυπικά χαρακτηρίζεται από αυξημένο αιματοκρίτη (η εκατοστιαία αναλογία του όγκου του αίματος που καταλαμβάνεται από ερυθροκύτταρα) που μπορεί να οδηγήσει σε πύκνωση του αίματος και αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων. Αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιαγγειακές επιπλοκές, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα του μυοκαρδίου, οδηγώντας σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Η αφαίμαξη, μία διαδικασία αφαίρεσης αίματος από το σώμα, ώστε να μειωθεί η συγκέντρωση των ερυθροκυττάρων, χρησιμοποιείται συχνά για τη διατήρηση του αιματοκρίτη στα φυσιολογικά επίπεδα.
Επιπλέον, οι πάσχοντες από αληθή πολυκυτταραιμία συχνά έχουν διογκωμένο σπλήνα και πολυάριθμα εξουθενωτικά συμπτώματα που επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά τους. Ένα ποσοστό των ασθενών παρουσιάζει δυσανεξία ή αντοχή στις υπάρχουσες διαθέσιμες θεραπείες. Συγκεκριμένα, περίπου 25% των ασθενών παρουσιάζει αντοχή ή δυσανεξία στην θεραπεία με υδροξυουρία, με συνέπεια ανεπαρκή έλεγχο της νόσου και αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης.
Πηγή:
http://www.myscience.ch/wire/pivotal_phase_iii_data_show_polycythemia_vera_patients_novartis_drug_jakavi_achieved_significant_im-2014-novartis