Η Sanofi και η Regeneron Παρουσίασαν Αναλυτικά Θετικά Αποτελέσματα από 4 Βασικές Κλινικές Μελέτες του Alirocumab στο Πανευρωπαϊκό Καρδιολογικό Συνέδριο 2014

Facebooktwitterpinterest

Το alirocumab, μία υπό έρευνα θεραπεία για την υπερχοληστερολαιμία, επέδειξε μείωση κατά 62% των επιπέδων της LDL-C χοληστερόλης σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο κατά την 24η εβδομάδα αγωγής ως προσθήκη στη μέγιστη ανεκτή δοσολογία θεραπείας μείωσης των επιπέδων των λιπιδίων στο πλαίσιο της κλινικής μελέτης ODYSSEY LONG TERM-

Παρίσι και Tarrytown, Νέα Υόρκη – 31 Αυγούστου, 2014 – Η Sanofi και η Regeneron Pharmaceuticals, Inc. ανακοίνωσαν στο φετινό Πανευρωπαϊκό Καρδιολογικό Συνέδριο αναλυτικά θετικά αποτελέσματα τεσσάρων κλινικών μελετών Φάσης ΙΙΙ του προγράμματος ODYSSEY με το υπό έρευνα φάρμακο Αlirocumab. Το Αlirocumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που δεσμεύεται και αναστέλλει τη δράση της πρωτεΐνης PCSK9 (proprotein convertase subtilisin/kexin type 9).
“Και στις 4 αυτές κλινικές μελέτες, το Αlirocumab επέδειξε σημαντική και σταθερή μείωση των επιπέδων της LDL-C χοληστερόλης (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες) για διάστημα που ξεπερνά το ένα έτος σε συνδυασμό με την τυπική θεραπεία με στατίνες σε διαφορετικούς τύπους ασθενών με υπερχοληστερολαιμία,” δήλωσε η Καθηγήτρια Ιατρικής Jennifer Robinson, M.D., M.P.H., Διευθύντρια του Κέντρου Πρόληψης/ Παρέμβασης του Κολλεγίου Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Αϊόβας.
Επίσης δήλωσε ότι “Εξίσου ενθαρρυντικό είναι το σταθερό προφίλ ασφάλειας στο σύνολο των κλινικών μελετών με το Αlirocumab, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης ODYSSEY LONG TERM, η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη σε αριθμό ασθενών και διάρκεια παρακολούθησης κλινική μελέτη φάσης ΙΙΙ που έγινε ποτέ με αναστολέα του PCSK9.

Κλινική μελέτη ODYSSEY LONG TERM
Η υπό εξέλιξη διπλή-τυφλή μελέτη ODYSSEY LONG TERM, με τη συμμετοχή 2.341 ασθενών, έχει σχεδιαστεί για την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της χορήγησης του δοσολογικού σχήματος alirocumab των 150 milligrams (mg) κάθε δύο εβδομάδες σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο σε ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία οι οποίοι διατρέχουν υψηλό ή ιδιαιτέρως υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων ασθενών που πάσχουν από μια κληρονομική διαταραχή που συνδέεται με υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, γνωστή ως ετερόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία (HeFH). Και οι δύο ομάδες της μελέτης λαμβάνουν θεραπεία με στατίνες στη μέγιστη ανεκτή δοσολογία και κάποιοι ασθενείς λαμβάνουν επίσης πρόσθετη θεραπευτική αγωγή μείωσης των επιπέδων των λιπιδίων. Διενεργήθηκε μία προκαθορισμένη ενδιάμεση ανάλυση όταν όλοι οι ασθενείς συμπλήρωσαν ένα έτος λήψης θεραπείας και περίπου το 25 τοις εκατό των ασθενών συμπλήρωσε 18 μήνες θεραπείας. Τα βασικά δεδομένα που παρουσιάζονται σήμερα περιλαμβάνουν:
Σε ό,τι αφορά στο πρωτεύον καταληκτικό σημείο αποτελεσματικότητας της μελέτης, την 24η εβδομάδα, καταγράφηκε μείωση κατά 61% από την έναρξη της μελέτης στα επίπεδα χοληστερόλης LDL-C στην ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σύγκριση με αύξηση κατά 1% στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (μείωση 62% για την ομάδα λήψης alirocumab σε σχέση με την ομάδα λήψης εικονικού φαρμάκου), p<0,0001.
Την 52η εβδομάδα καταγράφηκε μείωση κατά 57% από την έναρξη της μελέτης των επιπέδων χοληστερόλης LDL-C στην ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σχέση με μια αύξηση κατά 4% στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (μείωση 61% στην ομάδα λήψης alirocumab σε σύγκριση με την ομάδα λήψης εικονικού φαρμάκου), p<0,0001.
Το 81% των ασθενών που λάμβαναν alirocumab πέτυχε τα προκαθορισμένα επιθυμητά επίπεδα χοληστερόλης LDL-C (είτε 70 mg/dL είτε 100 mg/dL ανάλογα με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο που διέτρεχε ο κάθε ασθενής κατά την έναρξη της μελέτης) σε σύγκριση με 9% για την ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (p<0,0001).
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (≥5% των ασθενών) ήταν ρινοφαρυγγίτιδα (13% για την ομάδα του alirocumab· 13% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου), λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (7% για την ομάδα του alirocumab· 8% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου), και αντιδράσεις στη θέση έγχυσης (6% για την ομάδα του alirocumab· 4% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου).
Σε μία μετέπειτα (post hoc) ανάλυση ασφάλειας, διαπιστώθηκε χαμηλότερο ποσοστό διαπιστωμένων σοβαρών καρδιαγγειακών συμβαμάτων (αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, έμφραγμα του μυοκαρδίου, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και ασταθής στηθάγχη που απαιτεί νοσηλεία) στην ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σύγκριση με την ομάδα λήψης εικονικού φαρμάκου (1,4% έναντι 3,0%, p <0,01). Αυτά τα καρδιαγγειακά συμβάματα αποτελούν το σύνθετο πρωτεύον καταληκτικό σημείο της υπό εξέλιξη κλινικής μελέτης ODYSSEY OUTCOMES με τη συμμετοχή 18.000 ασθενών, η οποία αναμένεται να αξιολογήσει τη δυνητική επίδραση του alirocumab στην επίτευξη καρδιαγγειακού οφέλους.

Τρεις επιπλέον κλινικές μελέτες (ODYSSEY COMBO II, FH I and FH II) παρουσιάστηκαν.
Σε αυτές τις τρεις μελέτες, οι ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με alirocumab λάμβαναν μία αρχική δοσολογία alirocumab των 75 mg κάθε δύο εβδομάδες, η οποία αυξανόταν στα 150 mg εφόσον ήταν απαραίτητο για την επίτευξη των προκαθορισμένων επιπέδων χοληστερόλης LDL-C. Η δοσολογία alirocumab των 75 mg και 150 mg χορηγούνταν υποδορίως από τον ίδιο τον ασθενή με μία συσκευής έγχυσης μιας χρήσης του 1 milliliter (mL) injection.

“Ως θεράποντες ιατροί, συχνά χορηγούμε στους ασθενείς αρχικά μία χαμηλότερη δοσολογία της θεραπευτικής αγωγής και πραγματοποιούμε αύξηση της δοσολογίας, εφόσον είναι απαραίτητο. Σε αυτές τις μελέτες, η πλειοψηφία των ασθενών που λάμβαναν αρχικά το δοσολογικό σχήμα alirocumab των 75 mg κατάφεραν να πετύχουν τα επιθυμητά επίπεδα χοληστερόλης LDL ενώ παρέμεναν στην αρχική δοσολογία,” δήλωσε ο Christopher Cannon M.D., Καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

Κλινική μελέτη ODYSSEY COMBO II
Η μελέτη ODYSSEY COMBO II είναι μία διπλή-τυφλή κλινική μελέτη με τη συμμετοχή 720 ασθενών η οποία έχει σχεδιαστεί για την αξιολόγηση της ασφάλειας και αποτελεσματικότητας χορήγησης του alirocumab σε σύγκριση με την εζετιμίμπη σε ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία οι οποίοι διατρέχουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο και κατά την έναρξη δεν κατάφερναν να πετύχουν τα επιθυμητά επίπεδα μείωσης της χοληστερόλης LDL-C παρόλο που λάμβαναν σταθερή θεραπεία με στατίνες στη μέγιστη ανεκτή δοσολογία. Τα βασικά δεδομένα που παρουσιάζονται σήμερα περιλαμβάνουν:
Σε ό,τι αφορά στο πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης, την 24η εβδομάδα καταγράφηκε μείωση κατά 51% από την έναρξη της μελέτης στα επίπεδα της χοληστερόλης LDL-C στην ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σύγκριση με μία μείωση κατά 21% στην ομάδα που λάμβανε εζετιμίμπη (μείωση 30% στην ομάδα του alirocumab σε σύγκριση με την ομάδα εζετιμίμπης), p<0,0001.
Την 52η εβδομάδα καταγράφηκε μία μείωση κατά 50% από την έναρξη της μελέτης στα επίπεδα χοληστερόλης LDL-C στην ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σύγκριση με μία μείωση κατά 18% στην ομάδα που λάμβανε εζετιμίμπη (32% μείωση στην ομάδα του alirocumab σε σχέση με την ομάδα της εζετιμίμπης), p<0,0001.
Το 77% των ασθενών στην ομάδα του alirocumab πέτυχε τα επιθυμητά επίπεδα χοληστερόλης LDL-C των 70 mg/dL την 24η εβδομάδα.
Περίπου το 80% των ασθενών στην ομάδα που λάμβανε alirocumab παρέμεινε στην αρχική δοσολογία των 75 mg.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (≥5% των ασθενών) ήταν λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (6,5% για την ομάδα του alirocumab· 6% για την ομάδα της εζετιμίμπης), τυχαία υπερδοσολογία (6% για την ομάδα του alirocumab· 7% για την ομάδα της εζετιμίμπης), ζάλη (5% για την ομάδα του alirocumab· 5% για την ομάδα της εζετιμίμπης), και μυαλγία (4% για την ομάδα του alirocumab· 5% για την ομάδα της εζετιμίμπης).

Κλινικές μελέτες ODYSSEY FH I και FH II
Στις μελέτες ODYSSEY FH I και FH II συμμετείχαν συνολικά 738 ασθενείς με ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία (HeFH) και συγκρίθηκε η χορήγηση του alirocumab έναντι εικονικού φαρμάκου. Όλοι οι ασθενείς λάμβαναν θεραπεία με στατίνες στη μέγιστη ανεκτή δοσολογία και η πλειοψηφία των ασθενών λάμβαναν επίσης και εζετιμίμπη. Παρόλο που ήδη λάμβαναν θεραπεία υψηλής δοσολογίας, οι ασθενείς σε αυτές τις μελέτες διέθεταν μέσα επίπεδα χοληστερόλης LDL-C κατά την έναρξη της μελέτης 145 mg/dL (FH I) και 134 mg/dL (FH II). Τα βασικά δεδομένα που παρουσιάζονται σήμερα για τη μελέτη FH I και τη μελέτη FH II περιλαμβάνουν:
Σε ό,τι αφορά στο πρωτεύον καταληκτικό σημείο των μελετών, την 24η εβδομάδα καταγράφηκε μία μείωση κατά 49% από την έναρξη της μελέτης στα επίπεδα της χοληστερόλης LDL-C τόσο στη μελέτη FH I όσο και στη μελέτη FH II για την ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σύγκριση με μία αύξηση κατά 9% στη μελέτη FH I και 3% στη μελέτη FH II στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (μείωση 58% και 51% σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο), p<0,0001.
Την 52η εβδομάδα, στη μελέτη FH I, καταγράφηκε μία μείωση κατά 47% από την έναρξη της μελέτης και, στη μελέτη FH II, μία μείωση κατά 50% από την έναρξη της μελέτης στα επίπεδα χοληστερόλης LDL-C στην ομάδα που λάμβανε alirocumab σε σύγκριση με μία αύξηση κατά 9% και 8% στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο, αντίστοιχα (μείωση 56% και 58% σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο), p<0,0001.
Το 72% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με alirocumab στη μελέτη FH I και το 81% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με alirocumab στη μελέτη FH II πέτυχε τα προκαθορισμένα επιθυμητά επίπεδα χοληστερόλης LDL-C (είτε 70 mg/dL είτε 100 mg/dL) την 24η εβδομάδα σε σχέση με το 2% και 11% στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο, αντίστοιχα (p<0,0001).
Περίπου το 50% των ασθενών στην ομάδα alirocumab παρέμεινε στη δοσολογία των 75 mg.
Στα συγκεντρωτικά (pooled) δεδομένα από τις δύο μελέτες, οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (≥5% των ασθενών) ήταν αντιδράσεις στη θέση έγχυσης (11,5% για την ομάδα του alirocumab · 9% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου), ρινοφαρυγγίτιδα (10% για την ομάδα του alirocumab · 11% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου), γρίπη (9% για την ομάδα του alirocumab · 6% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου), και κεφαλαλγία (5,5% για την ομάδα του alirocumab · 7% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου).

“Οι ασθενείς με ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία συχνά διαθέτουν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης LDL-C, παρόλο που λαμβάνουν θεραπεία με στατίνες και ακολουθούν και άλλες θεραπευτικές επιλογές,” δήλωσε ο Michel Farnier, M.D., Ph.D., στο ιατρικό κέντρο Point Medical στη Ντιζόν της Γαλλίας. “Παρόλο που μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών στις μελέτες ODYSSEY FH I και FH II διέθεταν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης LDL-C στην έναρξη της μελέτης, τουλάχιστον το 70% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με alirocumab πέτυχε τους θεραπευτικούς στόχους του.”

Οι 4 κλινικές μελέτες ODYSSEY που παρουσιάστηκαν, μαζί με τα αποτελέσματα από άλλες 6 μελέτες Φάσης 3, περιλαμβάνουν πάνω από 5.000 ασθενείς οι οποίοι συμμετέχουν σε διπλές-τυφλές μελέτες διάρκειας 24 έως 104 εβδομάδων. Η Sanofi και η Regeneron αναμένουν ότι οι φάκελοι για έγκριση του alirocumab θα κατατεθούν στις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ και της ΕΕ έως το τέλος του 2014. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες σκοπεύουν να αιτηθούν επιτάχυνση της διαδικασίας αξιολόγησης (Priority Review Voucher), ώστε ο φάκελος έγκρισης του alirocumab να αξιολογηθεί κατά προτεραιότητα από την αρμόδια ρυθμιστική αρχή.

Το κλινικό πρόγραμμα ODYSSEY βρίσκεται υπό εξέλιξη. Πατήστε εδώ για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις μελέτες ODYSSEY που παρουσιάστηκαν στο Πανευρωπαϊκό Καρδιολογικό Συνέδριο (ESC Congress 2014). Το alirocumab βρίσκεται σήμερα υπό κλινική ανάπτυξη και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του δεν έχουν αξιολογηθεί από καμία ρυθμιστική αρχή.

Σχετικά με τη Sanofi
Η Sanofi κατέχει ηγετική θέση στον Τομέα της Υγείας παγκοσμίως, με πολυδιάστατη δραστηριότητα, ανακαλύπτοντας, αναπτύσσοντας και παρέχοντας θεραπευτικές λύσεις εστιασμένες στις ανάγκες των ασθενών. Η Sanofi διαθέτει ισχυρή παρουσία στον Tομέα της Yγείας, με 7 πλατφόρμες ανάπτυξης: ολοκληρωμένες λύσεις για τον Διαβήτη, Εμβόλια για ανθρώπινη χρήση, Καινοτόμα Φάρμακα, Καταναλωτικά Προϊόντα Υγείας, Αναδυόμενες Αγορές, Κτηνιατρικό Τομέα και τη νέα Genzyme. Η Sanofi είναι εισηγμένη στα Χρηματιστήρια του Παρισιού και της Νέας Υόρκης. Για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία, παρακαλούμε επισκεφθείτε την ηλεκτρονική διεύθυνση www.sanofi.com

Σχετικά με τη Regeneron Pharmaceuticals, Inc.
Η Regeneron είναι μία κορυφαία, επιστημονική βιοφαρμακευτική εταιρεία, με έδρα το Tarrytown στη Νέα Υόρκη, που ανακαλύπτει, αναπτύσσει, παρασκευάζει και διαθέτει βιοφαρμακευτικά προϊόντα για τη θεραπευτική αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων. Η Regeneron διαθέτει βιοφαρμακευτικά προϊόντα για οφθαλμικές ασθένειες, καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού και για σπάνιες φλεγμονώδεις παθήσεις. Παράλληλα διαθέτει υπό ανάπτυξη προϊόντα για άλλα πεδία με ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένων της υπερχοληστερολαιμίας, της ογκολογίας, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, του άσθματος και της ατοπικής δερματίτιδας. Για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία, παρακαλούμε επισκεφθείτε την ηλεκτρονική διεύθυνση www.regeneron.com

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.