Διατροφικές Πρωτεΐνες και τύπου 2 Σακχαρώδης Διαβήτης
Ο αρχαίος Έλληνας γιατρός Αρεταίος ο Καππαδόκης, ο οποίος είναι αυτός που έδωσε το όνομα στο σύνδρομο του σακχαρώδη διαβήτη, στα διασωθέντα κείμενά του “Περί Αιτιών και Σημείων Οξέων και Χρονίων Παθών” τον περιγράφει σε νεοελληνική απόδοση ως «μια εντυπωσιακή αρρώστια που χαρακτηρίζεται από υγρή και ψυχρή σύντηξη της σάρκας και των άκρων, που αποβάλλονται με τα ούρα».
Περιγράφει λοιπόν μια καταβολική δράση στο σώμα με απώλεια σωματικού βάρους και μυϊκής μάζας. Έτσι λοιπόν στις 23 Ιανουαρίου του 1923 ο 14χρονος Leonard Thompson στο Τορόντο του Καναδά, που ήταν ο πρώτος διαβητικός που του χορηγήθηκε η πρωτο-ανακαλυφθείσα τότε ινσουλίνη από τους Banting και Best, στο εξάμηνο μετά την θεραπεία με ινσουλίνη από αποστεωμένο οξεωτικό παιδί είχε γίνει ένα υγιές και φυσιολογικό διπλασιάζοντας το βάρος του. Επομένως ο αρρύθμιστος τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενος) σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από έντονο καταβολισμό με αποδόμηση της πρωτεϊνικής του μάζας που διορθώνεται μετά την χορήγηση της ινσουλίνης. Αντίθετα στον τύπου 2 (μη ινσουλινεξαρτώμενο) διαβήτη, ακόμα και εάν η υπεργλυκαιμία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα για καιρό, η εμπειρία συνήθως μας καθοδηγεί σε μια εικόνα ενός υπέρβαρου ή παχύσαρκου διαβητικού. Παρόλα αυτά μελέτες έχουν δείξει ότι ο μεταβολισμός των πρωτεϊνών τους είναι παθολογικός αφού οι πρωτεΐνες τους, κύρια της μυϊκής τους μάζας, οξειδώνονται για να καταναλωθούν ως υπόστρωμα για την παραγωγή ενέργειας.
Η χορήγηση αμινοξέων μαζί με την αντιδιαβητική αγωγή ανατρέπουν τον καταβολισμό, ενώ η χορήγηση πρωτεϊνών εκτός από την αναβολική τους δράση η χορήγησή τους διανθίζεται και με μια μεγάλη ποικιλία επιπρόσθετων ευεργετικών ή μη επιδράσεων που εξαρτώνται από το μέγεθος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μορίου της προσλαμβανόμενης πρωτεΐνης αλλά και την προέλευσή της. Έτσι λοιπόν για παράδειγμα στο γάλα η «βαριά» πρωτεΐνη καζεΐνη (κύριο συστατικό στο τυρί) αυξάνει την μυϊκή μάζα ενώ οι «ελαφρές» υδατοδιαλυτές πρωτεΐνες (ξυνόγαλο) φαίνεται πως έχουν εκτός του αναβολικού και ορμονικού χαρακτήρα δράσεις στον οργανισμό. Η πρόοδος της τεχνολογίας και η συσσωρευμένη γνώση έχει οδηγήσει τις ιατροβιολογικές επιστήμες σε σημαντικά άλματα, που μέσα από αυτά ανιχνεύεται η επίδραση της ποσότητας και της ποιότητας των διατροφικών πρωτεϊνών του διαιτολογίου μας στην μελλοντική υγεία των απογόνων μας αλλά ακόμα και των απογόνων των απογόνων μας. Η επιγενετική σήμερα μας δίνει πληροφορίες για τις «ένοχες» διατροφικές και μη συνήθειες μας που θα επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την υγεία των κληρονόμων του γενετικού μας υλικού.
Η Αμερικανική διαβητολογική Εταιρεία στα πλαίσια της σωστής διαιτητικής αγωγής, όσον αφορά τις συστάσεις για τις διατροφικές πρωτεΐνες, προτείνει κύρια και σε μεγαλύτερες προσλαμβανόμενες ποσότητες εκείνες της φυτικής προέλευσης και ακολούθως των ιχθύων, των πουλερικών, του αυγού και των γαλακτοκομικών. Στις φυτικές, πέραν εκείνες των οσπρίων, συνιστάται η σόγια επειδή μελέτες έχουν δείξει ότι επιπλέον μειώνει την χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, την αρτηριακή πίεση που αποτελούν πέραν των παθολογικών υψηλών σακχάρων τους πρόσθετους επιβαρυντικούς παράγοντες για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων που είναι η κύρια αιτία θνητότητας των διαβητικών, ενώ παράλληλα βελτιώνει και τους δείκτες της νεφρικής λειτουργίας.
Επομένως η διατροφική σημασία των πρωτεϊνών στον τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί ανταγωνίζεται τον καταβολισμό που χαρακτηρίζει τον διαβήτη και την συνυπάρχουσα γήρανση, αλλά τον ουσιαστικότερο ρόλο φαίνεται να έχει η ποιότητα και όχι η ποσότητα των πρωτεϊνών στο καθημερινό μας διαιτολόγιο.