Μάθε για την Ενδομητρίωση!
Η ενδομητρίωση είναι μια αρκετά συχνή πάθηση ιδίως σε γυναίκες άνω των 30 που δεν έχουν ακόμη παιδιά, κατά την οποία κύτταρα από το ενδομήτριο (το εσωτερικό της μήτρας) αναπτύσσονται σε άλλα σημεία μέσα στο σώμα, συνήθως γύρω από τη μήτρα, τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες.
Η ενδομητρίωση επηρεάζει 1 στις 10 γυναίκες κυρίως κατά την αναπαραγωγική τους ηλικία και αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες υπογονιμότητας.
Ποια είναι η αιτία της ενδομητρίωσης;
Υπάρχουν πάνω από δέκα θεωρίες για την αιτιολογία της ενδομητρίωσης χωρίς να έχει αποδειχθεί καμία από αυτές. Οι δύο επικρατέστερες είναι, είτε η θεωρία της παλίνδρομης ροής αίματος από τις σάλπιγγες κατά τη διάρκεια της περιόδου ή η θεωρία της μεταφοράς των εστιών μέσω της λεμφικής οδού.
Στάδια ενδομητρίωσης
Η ενδομητρίωση σταδιοποιείται σε 4 κατηγορίες (Ι-ΙV ελάχιστη έως σοβαρή) ανάλογα με τη θέση, την έκταση και το βάθος των εστιών, την ύπαρξη και τη βαρύτητα των συμφύσεων και την ύπαρξη κύστεων στις ωοθήκες (σοκολατοειδείς κύστεις – ενδομητριώματα).
Πώς μπορώ να ξέρω αν έχω ενδομητρίωση;
Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης περιλαμβάνουν δυσμηνόροοια (επώδυνες περιόδους), δυσπαρεύνια (πόνος κατά τη συνουσία) και εμφάνιση κηλίδων πριν την περίοδο ή αιμμορραγίας κατά την περίοδο. Αρκετές από τις γυναίκες που έχουν ενδομητρίωση μπορεί να μην έχουν απολύτως κανένα σύμπτωμα εκτός από την υπογονιμότητα. Επίσης η ενδομητρίωση εντοπίζεται κατά τη διάρκεια επέμβασης για άλλο λόγο π.χ. για την αφαίρεση κύστης από την ωοθήκη, ή κατά τη διάρκεια ενός υπερηχογραφήματος.
Εάν αντιμετωπίζετε αυτά τα συμπτώματα και έχετε επίσης δυσκολία να συλλάβετε, θα πρέπει να δείτε το γυναικολόγο σας.
Θεραπεία της ενδομητρίωσης
Η λαπαροσκόπηση είναι η μόνη επίσημη θεραπεία για την ενδομητρίωση. Πρόκειται για χειρουργική επέμβαση, ελάχιστα επεμβατική, κατά την οποία ο χειρουργός κοιτάζει μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα διαμέσου μιας μικρής τομής στον ομφαλό. Με τη λαπαροσκόπηση γίνεται διάγνωση και θεραπεία της ενδομητρίωσης καθώς και για άλλες γυναικολογικές παθήσεις, όπως ινομυώματα μήτρας ή των προβλήματα σαλπίγγων ή των ωοθηκών
Η λαπαροσκόπηση μπορεί να είναι η μόνη θεραπεία που απαιτείται σε περιπτώσεις ενδομητρίωσης γιατί αφενός βελτιώνει τη φυσική γονιμότητα αφετέρου αυξάνει το ποσοστό επιτυχίας των θεραπειών υποβοήθησης αναπαραγωγής και της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Ενδομητρίωση και γονιμότητα
Η σχέση ενδομητρίωσης και γονιμότητας είναι πολλές φορές αντιφατική. Η ενδομητρίωση είναι το συχνότερο και σημαντικότερο αίτιο υπογονιμότητας στις γυναίκες, έτσι ώστε μία στις δύο γυναίκες με πρόβλημα υπογονιμότητας να διαγιγνώσκεται με ενδομητρίωση. Αντιθέτως, δεν είναι απαραίτητο μια γυναίκα που πάσχει από ενδομητρίωση, να αντιμετωπίζει και υπογονιμότητα, κυρίως αν προλάβει και κάνει τα παιδιά της σε μικρή ηλικία.
Η ενδομητρίωση προκαλεί υπογονιμότητα με πολλούς τρόπους:
- δρα τοξικά στο απόθεμα ωαρίων στις ωοθήκες και οδηγεί σε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια (είναι η πρώτη αιτία πρόωρης εμμηνόπαυσης),
- επηρεάζει την εμφύτευση του εμβρύου στο ενδομήτριο μέσω ουσιών του ανοσοποιητικού συστήματος,
- προκαλεί συμφύσεις και απόφραξη στις σάλπιγγες.
Η ενδομητρίωση πολλές φορές δεν έχει συμπτώματα ή απεικονιστικά ευρήματα και οδηγούμαστε στη διάγνωσή της όταν μια γυναίκα διερευνάται για υπογονιμότητα ή έχει φτωχή ανταπόκριση στα φάρμακα της εξωσωματικής. Αν η γυναίκα μείνει έγκυος δεν έχει καμία επίπτωση στην κύηση ή το έμβρυο.
Η χειρουργική αφαίρεση των εστιών της ενδομητρίωσης, των συμφύσεων και των ενδομητριωμάτων στις ωοθήκες είναι απαραίτητη όταν διαπιστώνεται υπογονιμότητα, γιατί έτσι αυξάνεται η πιθανότητα εγκυμοσύνης. Οι χειρουργικές παρεμβάσεις οδηγούν σε αύξηση της γονιμότητας κατά 40% για έως και δύο χρόνια μετά το χειρουργείο.
Αν η ενδομητρίωση είναι εκτεταμένη, είναι πιθανό μετά τη χειρουργική θεραπεία να ακολουθήσει συμπληρωματική φαρμακευτική αγωγή (Arvecap, Daronda κλπ) που έχει σκοπό να καταστείλει προσωρινά τον κύκλο της γυναίκας για 3-6 μήνες.
Τα αντισυλληπτικά δεν έχουν καμία θέση όταν η ενδομητρίωση προκαλεί υπογονιμότητα και το ζευγάρι προσπαθεί για παιδί, καθώς δεν βελτιώνουν την γονιμότητα παρά μόνο τη δυσμηνόρροια. Συνεπώς είναι εσφαλμένο να δίνονται, ιδίως σε γυναίκες άνω των 35 ετών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν.
Στις γυναίκες άνω των 35 ετών με ενδομητρίωση, που έχουν μειωμένη γονιμότητα ούτως ή άλλως, πρέπει να εφαρμόζουμε επιθετικές στρατηγικές υποβοήθησης αναπαραγωγής και να τις υποβάλουμε άμεσα σε εξωσωματική γονιμοποίηση, πριν οδηγηθούν σε πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.