Σκλήρυνση κατά πλάκας και Ομοιοπαθητική
Η Ομοιοπαθητική έχει ιδιαίτερα μεγάλη συνάφεια με όλες τις παθήσεις του Νευρικού Συστήματος, μια και ο μηχανισμός δράσης της συντελείται μέσα από τα συστήματα πληροφοριών του οργανισμού, στα οποία ασφαλώς ο νευρικός ιστός κατέχει πρωτεύουσα θέση. Το πλαίσιο προσέγγισης και αντιμετώπισης της κατά πλάκας Σκλήρυνσης, όπως δίνεται σε αυτό ενημερωτικό σημείωμα ισχύει ακέραια και για όλες τις υπόλοιπες εκφυλιστικές παθήσεις ή βλάβες του νευρικού συστήματος.
Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια αυτοάνοση ασθένεια που προκαλεί βλάβες στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Χαρακτηρίζεται από περιόδους ύφεσης και πολλαπλά επεισόδια έξαρσης, που μπορεί να διαρκέσουν για μέρες ή μήνες. Τα συμπτώματα μπορεί να ενεργοποιούνται από ποικίλα στρεσιγόνα ερεθίσματατα, όπως η έκθεση στον ήλιο, το άγχος, ο πυρετός και οι υψηλές θερμοκρασίες. Τα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας ποικίλλουν δραστικά, ανάλογα με τη σοβαρότητα και την εντόπιση των βλαβών. Η σκλήρυνση κατά πλάκας (ΜS) είναι η πιο κοινή ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος που επηρεάζει άτομα ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών.
Δεν έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα μια ουσιαστική θεραπευτική αντιμετώπιση και στόχος είναι να μετριάζεται η μείωση της λειτουργικότητας και της αναπηρίας και η διαχείριση των συμπτωμάτων που εμφανίζονται με ποικίλη ένταση κατά τη διάρκεια της πάθησης. Τέτοια προβλήματα όπως ακράτεια ούρων, σεξουαλική δυσλειτουργία, κράμπες και σπασμοί, τρόμος και νευραλγία τριδύμου μπορεί να βοηθηθούν σε κάποιο βαθμό χρησιμοποιώντας συμβατικές θεραπείες.
Η Ομοιοπαθητική στρατηγική για την σκλήρυνση κατά πλάκας αποσκοπεί κυρίως στο να αντιμετωπισθεί η επίθεση από το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ατόμου εναντίον του δικού του νευρικού συστήματος. Τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα συνταγογραφούνται αφού ληφθούν υπόψη τα σωματικά συμπτώματα, μαζί με τα συναιθηματικά και νοητικά, τις κληρονομιές καταβολές, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίσθηκε και εξελίχθηκε η νόσος και οτιδήποτε άλλο αφορά την ολότητα και την ατομικότητα του ασθενούς. Η πρώιμη παρέμβαση με Ομοιοπαθητική μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της περαιτέρω προόδου της νόσου και των αλλοιώσεων που προκαλούνται από αυτήν. Τα Ομοιοπαθητικά σκευάσματα μπορούν να βοηθήσουν να μειωθεί η κούραση, να αυξηθεί η ενέργεια, να βελτιωθούν ή/και να επανακτηθούν κινητικές ικανότητες και να προληφθούν νέες κρίσεις και υποτροπές. Οι διάφορες εκφράσεις αυτής της ασθένειας μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά, με ασφάλεια και ήπια με τα Ομοιοπαθητικά σκευάσματα. Οι ιατροί που ασκούν σωστά την ομοιοπαθητική ενδιαφέρονται ιδιαίτερα και ενημερώνονται άρτια για τις καλύτερες συμβατικές και συμπληρωματικές θεραπευτικές αγωγές προς όφελος των ασθενών τους.
Επειδή η φλεγμονώδης διεργασία της σκλήρυνσης κατά πλάκας είναι αναστρέψιμη, θεωρητικά μπορούμε να περιμένουμε μια σταθεροποίηση ή/και αναστροφή της εξέλιξης της νόσου, με την εξουδετέρωση της σχετικής προδιάθεσης και την αιτιολογική αντιμετώπιση των βλαπτικών παραγόντων που υπεισέρχονται στην παθογένεια της νόσου στον κάθε συγκεκριμένο ασθενή. Η έκταση της αποκατάστασης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του οργανισμού για επισκευή της απομυελίνωσης και ενδεχομένως και περιοχών με γλοίωση.
Φυσικά,η ανάλογη κατάρτιση του ιατρού κατά την εφαρμογή της κατάλληλης Ομοιοπαθητικής αγωγής είναι ένας κρίσιμος παράγοντας για τη μακροπρόθεσμη ανάκαμψη του ασθενούς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά την ικανότητα του ιατρού να διαχειριστεί γρήγορα και σωστά ο ασθενής κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κρίσης. Όσο μεγαλύτερη είναι η εμπειρία του ιατρού στη διαχείριση των κρίσεων αυτών τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση.
Ένα λεπτομερές ιστορικό είναι η πρώτη σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της βασικής κατανόησης της παθολογίας σε κάθε συγκεκριμένο ασθενή, αναγκαίας για τον σωστό θεραπευτικό προσανατολισμό. Τα τραυματικά γεγονότα στη ζωή του ασθενούς είναι συνήθως σημαντικά κλειδιά, ειδικά αυτά που προηγούνται άμεσα της στιγμής της εμφάνισης και των εξάρσεων των συμπτωμάτων. Το παρελθόν ιατρικό ιστορικό μπορεί επίσης να είναι πολύ σημαντικό, ειδικά όσον αφορά αντιδράσεις σε βλαπτικούς παράγοντες, όπως κρυολογήματα, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, κτλ. Αντιδράσεις σε φάρμακα ή εμβόλια μπορεί να είναι το απαραίτητο κλειδί που οδηγεί στην κατανόηση της φύσης του προβλήματος.
Η εκπαίδευση του ασθενούς είναι καθήκον του ιατρού. Κατά την πρώτη επίσκεψη του ασθενούς δεν πρέπει μόνο να ενημερωθούν οι ασθενείς για την ομοιοπαθητική και τις δυνατότητες της, αλλά πρέπει επίσης να παρέχονται όλες οι απαραίτητες οδηγίες για τη σωστή ομοιοπαθητική θεραπεία. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε ο ασθενής να γνωρίζει να επικοινωνεί αμέσως με τον ιατρό κατά την πρώτη ένδειξη υποτροπής ή στην αρχή μιας λοίμωξης, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες. Στη συνέχεια οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται να υιοθετήσουν έναν τρόπο ζωής που ευνοεί την καλή υγεία. Αυτή η πτυχή της θεραπείας μπορεί να είναι η πιο σημαντική για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης αποκατάστασης.
Ο ασθενής πρέπει να έχει επαρκή ανάπαυση και ύπνο. Είναι πολύ σημαντικό για τον ασθενή να μην εξαντλείται από υπερδιέγερση, υπερβολική εργασία, υπερβολική άσκηση, ή έλλειψη ύπνου.Είναι σημαντικό οι ασθενείς να αποφεύγουν την επαφή με τοξικά χημικά και καπνούς και να επιλέξουν ένα περιβάλλον απαλλαγμένο από τη μόλυνση. Πολλοί ασθενείς έχουν αναφέρει την εμφάνιση ή επιδείνωση των συμπτωμάτων τους μετά από έκθεση σε αυτούς τους παράγοντες.
Σύμφωνα με κλινικές μελέτες τα αποτελέσματα της Ομοιοπαθητικής είναι στο 50% των ασθενών με σκλήρυνση κατά πλάκας άριστα ή πολύ καλά, στο 35% καλά ή απλά ικανοποιητικά, και στο 15% μικρού βαθμού ή πτωχά.Με την ορολογία «άριστα ή πολύ καλά αποτελέσματα « νοούνται περιπτώσεις που η ομοιοπαθητική θεραπεία επέφερε θεαματικές αλλαγές στα σημεία και τα συμπτώματα και κατέστησε σπάνιες όπως και ήπιες τις εξάρσεις.Στην κατηγορία «καλά ή απλά ικανοποιητικά αποτελέσματα», οι αλλαγές είναι λιγότερο εντυπωσιακές αλλά παρ όλα αυτά αξιοσημείωτες, και οι παροξύνσεις παρουσιάζουν μείωση της συχνότητας, έντασης και διάρκειας, αλλά μπορεί να εξακολουθούν να προκαλούν ουσιώδεις επιβαρύνσεις.Στην κατηγορία «φτωχά αποτελέσματα» υπάγονται περιπτώσεις κατά κανόνα σε προχωρημένη κατάσταση, πρόκειται συχνά για κλινήρεις ασθενείς με σχεδόν ολική παράλυση. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτής της τελευταίας ομάδας αξιοσημείωτη ψυχολογική και λειτουργική βελτίωση σημειώνονται, αλλά με πολύ μικρή ή ασήμαντη βελτίωση της σωματικής αναπηρίας.
Η πρόγνωση είναι καλύτερη όταν υπάρχουν σαφή και έντονα ιδιόρρυθμα συμπτώματα. Επίσης, εάν ο ασθενής είναι πολύ συναισθηματικός ή υπάρχει έντονη ψυχοσωματική συνιστώσα στην εμφάνιση ή επιδείνωση της ασθένειας, η πρόγνωση είναι καλή. Η πρόγνωση είναι πολύ καλή, αν η συμπτωματολογία κυμαίνεται λόγω της υπερευαισθησίας του ασθενούς σε άσχημο καιρό, κακό κλίμα, ζέστη ή κρύο, αλλεργιογόνα, στην έμμηνη ρύση ή σε ποικίλες ορμονικές επιδράσεις.
Από την άλλη πλευρά, αν υπάρχει μια τάση για υποτροπιάζουσες λοιμώξεις, όπως η γρίπη, η κολπίτιδα ή λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, η πρόγνωση χειροτερεύει, αν δεν ελέγχονται έγκαιρα αυτά τα επεισόδια. Όσο πιο εκτεταμένη η οργανική βλάβη, τόσο, φτωχότερη η πρόγνωση και όσο πιο πρόσφατη είναι η εκδήλωση της νόσου, τόσο περισσότερο ευνοείται μια καλύτερη πρόγνωση.Όσο πιο σωστός ο τρόπος ζωής το ασθενούς, τόσο καλύτερη είναι η πρόγνωση.
Ξηρές καιρικές συνθήκες βελτιώνουν την πρόγνωση, ενώ ο κρύος υγρός καιρός και η ταχεία αλλαγή από ζέστη στο κρύο και αντίστροφα κατά τους χειμερινούς μήνες, ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα των οξέων λοιμώξεων και εκ των πραγμάτων την εμφάνιση εξάρσεων.Οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού, όπως η ιγμορίτιδα, κρυολογογήματα, η γρίπη και οξείες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος πρέπει αντιμετωπίζονται αμέσως με την ομοιοπαθητική και τα μέτρα υγιεινής. Αυτές είναι κρίσιμες φάσεις της νόσου και, αν δεν αντιμετωπισθούν αρκετά σύντομα, ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει υποτροπή της πολλαπλής σκλήρυνσης. Πριν και κατά τους χειρινούς μήνες η χρήση ομοιοπαθηκών σκευασμάτων για πρόληψη γρίπης και άλλων λοιμώξεων είναι ασφαλώς πολύ αξιόλογη.
Υπενθυμίζεται ότι η Ομοιοπαθητική αγωγή είναι απλή, εύκολη, οικονομική, χωρίς παρενέργειες, εθισμό ή αλληλεπίδραση με τα κλασσικά φάρμακα και μπορεί να εφαρμόζεται παράλληλα με αυτά όπου ενδείκνυται. Δεν απαιτούνται απαγορεύσεις ή περιορισμοί και πάνω απ’ όλα δεν υπάρχουν παρενέγειες, μια και τα σκευάσματα δεν περιέχουν ενεργά χημικά συστατικά, και η θεραπευτική τους πληροφορία έχει αποκλειστικά βιοφυσικό και ουδέποτε χημικό χαρακτήρα.