Αλλεργικό άσθμα
Το βρογχικό άσθμα είναι το πιο συχνό χρόνιο νόσημα της παιδικής ηλικίας, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες και αποτελεί μία από τις συχνότερες αιτίες απουσίας των παιδιών από το σχολείο. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία (ακόμη και στη βρεφική), συνήθως όμως η διάγνωση τίθεται γύρω στην ηλικία των 5 ετών. Στην πρώτη παιδική ηλικία είναι πιο συχνό στα αγόρια, ενώ τα ποσοστά αντιστρέφονται στην εφηβεία. Ο αριθμός των παιδιών που πάσχουν από άσθμα συνεχώς αυξάνεται – στην Ελλάδα συμπτώματα ενεργού άσθματος αναφέρονται στο 7-10% παιδιών σχολικής ηλικίας.
Το άσθμα χαρακτηρίζεται από διάχυτη, ποικίλου βαθμού στένωση/απόφραξη των αεραγωγών (οι «οδοί» που μεταφέρουν τον αέρα στους πνεύμονες και οι διακλαδώσεις τους) που αντιστρέφεται αυτόματα ή μετά από θεραπεία. Επίσης, συνοδεύεται από αυξημένη αντιδραστικότητα του αναπνευστικού το οποίο αντιδρά με στένωση των αεραγωγών σε ποικιλία ερεθισμάτων όπως γέλιο, κλάμα, άσκηση, κρύος αέρας, έντονες οσμές (βρογχική υπεραντιδραστικότητα).Όλα αυτά οφείλονται ουσιαστικά σε φλεγμονή των αεραγωγών.
Το βρογχικό άσθμα προκαλεί συμπτώματαόπως βήχα, συριγμό (ήχος σφυρίγματος κατά την αναπνοή, κυρίως στη φάση της εκπνοής), σφίξιμο στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια), τα οποία μπορεί να υπάρχουν από μόνα τους ή σε συνδιασμό. Μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή της φυσιολογικής ζωής και περιορισμό της δραστηριότητας των ασθενών (διαταραχή του ύπνου εξαιτίας νυχτερινών συμπτωμάτων, αδυναμία άσκησης, εισαγωγές στο νοσοκομείο) και χαρακτηριστικά εμφανίζει εξάρσεις (κρίσεις άσθματος) που μπορεί να χρειαστούν επείγουσα αντιμετώπιση. Οι κρίσεις άσθματος προκαλούνται από την επίδραση διαφόρων ερεθισμάτων, όπως οι ιώσεις, τα αλλεργιογόνα, ο καπνός, η άσκηση, το stressκ.ά. Τα συμπτώματα της νόσου μπορεί να διαφέρουν από παιδί σε παιδί και από επεισόδιο σε επεισόδιο.
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να κατηγοριοποιηθεί το άσθμα, με βάση τα αίτια και τα κλινικά χαρακτηριστικά του. Συχνότερα στα παιδιά συναντούμε το μεταλοιμώδες, το αλλεργικό άσθμα και το άσθμα μετά από άσκηση. Οι παραπάνω μορφές μπορεί και να επικαλύπτονται και είναι δυνατόν με την πάροδο του χρόνου ένας ασθενής να μεταπηδήσει από τον ένα φαινότυπο στον άλλο. Επίσης η βαρύτητα του άσθματος ποικίλλει – μπορεί να είναι ήπιο και διαλείπον μέχρι σοβαρό και επίμονο.
Το αλλεργικό άσθμα είναι το συχνότερο, κατά κανόνα συνυπάρχει με αλλεργική ρινίτιδα, και εμφανίζεται συνήθως σε ασθενείς που έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό αλλεργίας και έχουν ήδη παρουσιάσει και κάποια άλλη αλλεργία, όπως ατοπική δερματίτιδα ή/και τροφική αλλεργία. Εκλυτικό αίτιο είναι η έκθεση σε αλλεργιογόνα, μέσω του εισπνεόμενου αέρα (αεροαλλεργιογόνα), τόσο μέσα στο σπίτι, όσο και σε εξωτερικούς χώρους. Ως αλλεργιογόνα χαρακτηρίζονται ουσίες του περιβάλλοντος που, παρά το γεγονός ότι δεν είναι επιβλαβείς για τον άνθρωπο, σε ορισμένα άτομα με γενετική προδιάθεση αναγνωρίζονται ως απειλητικές και μπορούν να πυροδοτήσουν μίαυπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικούπου εκφράζεται κλινικά ως αλλεργία.Τα συχνότερα αεροαλλεργιογόνα που ενοχοποιούνται στο αλλεργικό άσθμα είναι τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, τα επιθήλια ζώων (κυρίως γάτας και σκύλου), οι γύρεις φυτών και κάποιοι μύκητες. Κρίση άσθματος μπορεί να προκαλέσουν και τροφικά αλλεργιογόνα σε άτομα με τροφική αλλεργία, όμως συνήθως αυτό συμβαίνει μαζί με συμπτώματα από το δέρμα ή και το γαστρεντερικό σύστημα στα πλαίσια μιας σοβαρής συστηματικής αντίδρασης (αναφυλαξία).
Με απλά λόγια, στο αλλεργικό άσθμα το αμυντικό σύστημα των ασθενών παράγει ειδικές πρωτεΐνες που ονομάζονται αντισώματα τύπου IgE (αντισώματα της «αλλεργίας»). Τα αντισώματα αυτά «κολλούν» στην επιφάνεια ειδικών κυττάρων των αεραγωγών και σε επόμενες φορές που οι πνεύμονες έρχονται σε επαφή με αυτές τις ουσίες, προκαλούνται αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδηγούν στην λεγόμενη αλλεργική φλεγμονή. Σε αυτήν έχουμε αυξημένη παραγωγή βλέννας (παχύρρευστες κολλώδεις εκκρίσεις) στους αεραγωγούς, οίδημα (πρήξιμο) της εσωτερικής επιφάνειας και πάχυνση του τοιχώματος τους. Η μυϊκή στοιβάδα που περιβάλλει τους αεραγωγούς συσπάται, με αποτέλεσμα αυτοί να στενεύουν και τελικάνα μειώνεται σημαντικά η ποσότητα του αέρα που ρέει μέσα στους πνεύμονες. Όλα αυτά έχουνως αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά συμπτώματατου άσθματοςπου προαναφέρθηκαν. Σε περίπτωση που η νόσος δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, η μακροχρόνια φλεγμονή μπορεί να προκαλέσει μόνιμες, μη αντιστρεπτές βλάβες (αναδιαμόρφωση στο τοίχωμα των αεραγωγών).
Η διάγνωση του άσθματος στα παιδιά γίνεται με βάση το ιστορικό (την περιγραφή των συμπτωμάτων), την κλινική εξέταση καθώς και κάποιες πιο ειδικές εξετάσεις, όπως ο έλεγχος της αναπνευστικής λειτουργίας και ο αλλεργιολογικός έλεγχος.Το λεπτομερές ιστορικό είναι το κλειδί για τη διάγνωση. Κατά τη λήψη ιστορικού ο ιατρόςρωτά τον μικρό ασθενή και τους γονείς του για τα συμπτώματα που έχει, την ηλικία έναρξής τους, τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται, τη διάρκεια και τη σοβαρότητά τους, όπως επίσης για τους παράγοντες που τα πυροδοτούν αλλά και τα φάρμακα που ενδεχομένως τα ανακουφίζουν. Η κλινική εξέταση είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα στις περιόδους που το παιδί έχει συμπτώματα για την επιβεβαίωση της παρουσίας συριγμού κατά την ακρόαση των πνευμόνων αλλά και την ανάδειξη εκδηλώσεων άλλων αλλεργικών νοσημάτων, όπως αλλεργική ρινίτιδα και ατοπική δερματίτιδα. Ο έλεγχος της αναπνευστικής λειτουργίας είναι συνήθως εφικτός σε παιδιά ηλικίας>5 ετών και γίνεται με ροομέτρηση και σπιρομέτρηση, ενώ σε μικρότερα παιδιά μπορεί να βοηθήσει η ταλαντωσιμετρία ή η πληθυσμογραφία. Σε ειδικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται ειδικές δοκιμασίες για τη μέτρηση της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας (δοκιμασία μεταχολίνης και μανιτόλης). Όλα τα ασθματικά παιδιά πρέπει να ελέγχονται αλλεργιολογικά, με δερματικά test ή/και αιματολογικές εξετάσεις (ολική IgE και RAST). Με αυτά μπορεί να διαπιστωθεί εάν έχουν ευαισθητοποίηση σε ένα ή περισσότερα αλλεργιογόνα του περιβάλλοντος και ακολούθως, με βάση και το ιστορικό, καθορίζεται κατά πόσον τα συγκεκριμένα αλλεργιογόνα αποτελούν αιτιολογικό παράγοντα του άσθματος. Οι πληροφορίες που προκύπτουν από τον αλλεργιολογικό έλεγχο είναι πολύ σημαντικές γιατί βοηθούν τόσο στη θεραπεία του ασθενούς όσο και στην πρόγνωση της πορείας του.
Η αντιμετώπιση του αλλεργικού άσθματος εξαρτάται από τη βαρύτητα και συχνότητα των συμπτωμάτων του παιδιού. Συνήθως, ο ιατρός θα σας συνταγογραφήσει:
- Φάρμακα άμεσης ανακούφισης: σε αυτά ανήκουν κυρίως οι β2 διεγέρτες βραχείας δράσης, όπως η σαλβουταμόλη (Aerolin). Είναι εισπνεόμενα και ανακουφίζουν τον ασθενή μέσα σε λίγα λεπτά. Σε περίπτωση σοβαρής κρίσης μπορεί να υπάρχει επιπλέον και ανάγκη χορήγησης κορτικοειδών από το στόμα.Είναι εξαιρετικής σημασίας ο ασθενής και οι γονείς του να έχουν πλάνο δράσης για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου ασθματικού παροξυσμού.
- Μακράς διάρκειας ρυθμιστική αγωγή: Σ΄αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα εισπνεόμενα κορτικοειδή, τα μακράς δράσης εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά και οι από του στόματος ανταγωνιστές λευκοτριενίων. Λαμβάνονται καθημερινά και στοχεύουν στον περιορισμό της φλεγμονής των αεραγωγών και κατά συνέπεια στην πρόληψη των συμπτωμάτων και τη μείωση της συχνότητα και σοβαρότητας των κρίσεων.
Τα εισπνεόμενα φάρμακα στα παιδιά χορηγούνται πάντα μέσω κατάλληλης για την ηλικία τους μάσκας, με νεφελοποιητή ή με ειδική συσκευή, αναλόγως της ικανότητας συμμόρφωσης.
Επιπλέον, στο αλλεργικό άσθμα δίνονται οδηγίες για την αποφυγή έκθεσης του παιδιού σε αλλεργιογόνα που ενοχοποιούνται, βάσει του αλλεργιολογικού ελέγχου, για τη νόσο του ενώ σε επίμονες και ανθιστάμενες στη θεραπεία περιπτώσεις μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να συνταγογραφηθεί το «εμβόλιο» που μπλοκάρει την IgE (ομαλιζουμάμπη). Ιδανικά, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για το ενδεχόμενο ανοσοθεραπείας. Η ανοσοθεραπεία πραγματοποιείται με υποδόρια εμβόλια ή με υπογλώσσιες σταγόνες και στοχεύει στο να αναπτύξει ο οργανισμός αντισώματα τα οποία, κατά τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν τα εμβόλια έναντι λοιμωδών παραγόντων π.χ. ιώσεις, παρέχουν στο μέλλον ανοχή στα αλλεργιογόνα. Η ανοσοθεραπεία με άλλα λόγια, υπό κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, θεραπεύει το παιδί από τις αλλεργίες του.
Συμπερασματικά, στην εποχή μας το άσθμα αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα όμως δεν πρέπει να μας τρομοκρατεί. Είναι πολύ σημαντικό τα παιδιά με ύποπτα για τη νόσο συμπτώματα να αξιολογούνται από τον εξειδικευμένο ιατρό, ώστε να καθοριστεί η αιτιολογία και η βαρύτητά του και να ξεκινήσει έγκαιρα η κατάλληλη θεραπεία. Παράλληλα επιβάλλεται η τακτική επανεξέταση του ασθματικού παιδιού και η ρύθμιση της αγωγής του, αναλόγως με το πόσο καλά ελέγχεται η νόσος του.