Οιστραδιόλη
Η οιστραδιόλη (17-β οιστραδιόλη) ανήκει στα οιστρογόνα και μαζί με την προγεστερόνη, που ανήκει στα προγεσταγόνα, αποτελούν τις κύριες φυλετικές ορμόνες στις γυναίκες.
Τα άλλα οιστρογόνα, δηλαδή η οιστριόλη και η οιστρόνη, εμφανίζουν ασθενέστερη οιστρογονική δράση σε σχέση με την οιστραδιόλη. Είναι μια στεροειδής ορμόνη, δηλαδή συντίθεται από τη χοληστερόλη. Εκκρίνεται από τις ωοθήκες, ως απάντηση στην έκκριση ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH) από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης.
Ακολουθεί κοινή βιοσυνθετική οδό με τα ανδρογόνα. Σε ένα τελευταίο βήμα της βιοσυνθετικής οδού, που ονομάζεται αρωματοποίηση, η τεστοστερόνη μετατρέπεται σε οιστραδιόλη, ενώ η ανδροστενδιόνη σε οιστρόνη. Μικρά ποσά οιστραδιόλης προέρχονται και από το φλοιό των επινεφριδίων, από το λιπώδη ιστό μετά από αρωματοποίηση της τεστοστερόνης, αλλά και από τους όρχεις στους άνδρες.
Η οιστραδιόλη μεταφέρεται στο πλάσμα του αίματος συνδεδεμένη με μια μεταφορική πρωτεΐνη, την SHBG (Sex Hormone Binding Globulin). Δραστικό είναι το ελεύθερο κλάσμα της ορμόνης, το οποίο βρίσκεται σε δυναμική ισορροπία με το συνδεδεμένο. Η οιστραδιόλη ασκεί τη δράση της στα όργανα-στόχους μετά από σύνδεση με τους αντίστοιχους οιστρογονικούς υποδοχείς.
Η οιστραδιόλη ασκεί ανασταλτική επίδραση στην έκκριση GnRH από τον υποθάλαμο και την επακόλουθη έκκριση γοναδοτροπινών από την υπόφυση, δημιουργώντας ένα κύκλωμα αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης (feedback). Για το λόγο αυτό, η οιστραδιόλη και τα συνθετικά ανάλογά της χρησιμοποιούνται ως αντισυλληπτικά, καταστέλλοντας την έκκριση GnRH από τον υποθάλαμο και εμποδίζοντας την ωοθυλακιορρηξία.
Κατά την αναπαραγωγική ηλικίας της γυναίκας παρατηρείται κυκλική μεταβολή στις συγκεντρώσεις των ορμονών του φύλου (οιστρογόνων και προγεστερόνης) με αντίστοιχες δομικές μεταβολές του ενδομητρίου (έμμηνος κύκλος). Η συγκέντρωση της οιστραδιόλης αυξάνει σταδιακά το πρώτο μισό του κύκλου (παραγωγική φάση) και εμφανίζει τη μέγιστη συγκέντρωσή της κατά την ωοθυλακιορρηξία. Με τη δράση της οιστραδιόλης το πάχος του ενδομητρίου και το μήκος των αδένων του αυξάνεται προοδευτικά. Με την επίδραση της οιστραδιόλης, κατά την περίοδο της ωοθυλακιορρηξίας η βλέννα του τραχήλου της μήτρας γίνεται άφθονη και διαυγής, επιτρέποντας τη διέλευση των σπερματοζωαρίων. Στο δεύτερο μισό του κύκλου (ωχρινική ή εκκριτική φάση), αν δεν επιτευχθεί εγκυμοσύνη, η στάθμη της οιστραδιόλης προοδευτικά μειώνεται. Τελικά, προς το τέλος του κύκλου, το ενδομήτριο χάνει το τροφικό του ερέθισμα, δηλαδή την οιστραδιόλη, αποπίπτει και εμφανίζεται η εμμηνορρυσία. Ταυτόχρονα αίρεται η ανασταλτική επίδραση των οιστρογόνων στο υποθάλαμο, για να επακολουθήσει η εκ νέου αύξηση των γοναδοτροπινών και ο επόμενος έμμηνος κύκλος.
Κύρια δράση της οιστραδιόλης είναι η ανάπτυξη και ωρίμανση του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας. Αυξάνει το πάχος του βλεννογόνου του κόλπου και τις κολπικές εκκρίσεις. Σε έλλειψη οιστραδιόλης το κολπικό επιθήλιο γίνεται ατροφικό. Συμβάλλει στην ανάπτυξη των μαστών, του μυομητρίου και των σαλπίγγων. Συμβάλλει στην ωρίμανση των ωοκυττάρων και συμμετέχει στην πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας ελαττώνοντας το πάχος του ωοθυλακίου.
Τα οιστρογόνα ασκούν και ποικίλες δράσεις στο μεταβολισμό. Ασκούν προστατευτική επίδραση απέναντι στη στεφανιαία νόσο, μεταβάλλοντας ευνοϊκά το λιπιδαιμικό προφίλ. Κατανέμουν το λίπος του σώματος κατά το γυναικείο πρότυπο (στους μαστούς και τους γλουτούς). Ασκούν και αντιοστεοπορωτική δράση.
Τα οιστρογόνα έχουν χρησιμοποιηθεί ως ορμονική θεραπεία υποκατάστασης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, για την πρόληψη, κυρίως της οστεοπόρωσης και την αντιμετώπιση των εξάψεων. Επειδή η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης μπορεί να έχει και σοβαρές παρενέργειες (π.χ. επίσπευση του καρκίνου του μαστού), θα πρέπει πάντα τα πιθανά οφέλη να σταθμίζονται με τους κινδύνους. Οι αναστολείς των οιστρογονικών υποδοχέων, όπως η ταμοξιφαίνη, χρησιμοποιούνται σε ορμονοεξαρτώμενα νεοπλάσματα, όπως ο καρκίνος του μαστού.