Η ρύθμιση του διαβήτη απαιτεί τακτική αναπροσαρμογή της θεραπείας
Η ρύθμιση των αυξημένων επιπέδων σακχάρου στο αίμα δεν είναι απλή υπόθεση, ούτε θα μείνει ρυθμισμένος για πάντα όποιος καταφέρνει να φέρει το σάκχαρό του στα επιθυμητά όρια.
Τα υπάρχοντα στοιχεία για τη χώρα μας δείχνουν ότι ένας ασθενής που σήμερα θα διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2 χρειάζεται από τρεις εβδομάδες έως τρεις μήνες για να θέσει υπό έλεγχο το σάκχαρό του, αλλά σε βάθος χρόνου μόνο ο ένας στους δύο παραμένει ρυθμισμένος.
Και αυτό, παρά το γεγονός ότι πλέον υπάρχουν δεκάδες φάρμακα στη διάθεση των ασθενών – 11 ολόκληρες κατηγορίες φαρμάκων, καθεμία από τις οποίες έχει κατά μέσο όρο τρία ή τέσσερα σκευάσματα, κατά τον αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας Νικόλαο Τεντολούρη, γενικό γραμματέα της Εταιρείας Μελέτης Διαβητικού Ποδιού (ΕΜΕΔΙΠ) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Διαβήτη (EASD).
Οπως εξηγεί ο κ. Τεντολούρης, ο χρόνος που απαιτείται για την αρχική ρύθμιση ενός ασθενούς εξαρτάται από δύο παράγοντες: α) κατά πόσον θα ακολουθήσει τις συστάσεις για υγιεινή διατροφή, συστηματική άσκηση και απώλεια βάρους και β) το είδος των φαρμάκων που θα πάρει, διότι ορισμένα (ιδίως όσα περιέχουν τη δραστική ουσία πιογλιταζόνη) χρειάζονται 3-4 εβδομάδες λήψης για να θέσουν υπό έλεγχο το σάκχαρο.
«Κλειδί» η HbA1c
Ποια θεραπεία, όμως, είναι η πιο αποτελεσματική; Εξαρτάται από κάθε ασθενή ξεχωριστά, αφού σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (ΕΔΕ) καθοριστικό ρόλο παίζουν τα επίπεδα στο αίμα μιας ουσίας που λέγεται γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c).
«Η HbA1c αντιπροσωπεύει τη μέση τιμή του σακχάρου κατά τους τελευταίους 2-3 μήνες» εξηγεί ο κ. Τεντολούρης. «Οταν τα επίπεδά της είναι μέχρι 8,5%, συνιστώνται στον ασθενή τα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα που προαναφέρθηκαν συν μετφορμίνη, που είναι το πιο παλιό αντιδιαβητικό φάρμακο που έχουμε.
»Αν η HbA1c είναι από 8,5% έως 9% και ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα, συνιστώνται τα παραπάνω συν ένα δεύτερο φάρμακο. Αν όμως ο ασθενής έχει συμπτώματα εξαιτίας του διαβήτη, δηλαδή πολυφαγία, πολυδιψία ή/και πολυουρία, τότε πρέπει να πάρει και ινσουλίνη».
Αν οι ασθενείς δεν κατορθώσουν να πετύχουν σύντομα τους στόχους της αντιδιαβητικής αγωγής με την πρώτη θεραπεία που τους συστήθηκε, πρέπει να επιστρέψουν στον γιατρό τους, διότι θα πρέπει να τροποποιηθεί – και αυτό θα επαναλαμβάνεται μέχρις ότου ρυθμιστούν.
Ποιοι είναι οι στόχοι της αντιδιαβητικής αγωγής; «Να διατηρείται το σάκχαρο από 80 έως 130 mg/dl όταν οι ασθενείς είναι νηστικοί και κάτω από 140-150 mg/dl δύο ώρες μετά το φαγητό» απαντά ο κ. Τεντολούρης. «Δύο έως τρεις μήνες αργότερα, εξάλλου, η HbA1c πρέπει να είναι μικρότερη ή ίση με 7%».
Απαραίτητος ο τακτικός έλεγχος
Το πρόβλημα είναι πως όσο καλά κι αν ρυθμιστεί ένας ασθενής, ο διαβήτης του θα εξελίσσεται καθώς περνούν τα χρόνια και θα χρειάζεται αναπροσαρμογή της θεραπείας, μέχρις ότου προστεθεί μόνιμα και η ινσουλίνη στην αγωγή. Υπολογίζεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών με διαβήτη τύπου 2 χρειάζονται ινσουλίνη ύστερα από 10 χρόνια νόσου. Στο μεσοδιάστημα, ακόμα και οι πιο συνεπείς από αυτούς θα χρειαστεί να αλλάξουν θεραπεία τέσσερις φορές, ενώ οι ασυνεπείς πολύ περισσότερες.
«Δεδομένου ότι η φυσική πορεία της νόσου είναι επιδεινούμενη, δεν πρέπει ο άρρωστος να ξεχνάει τον διαβήτη επειδή ρυθμίστηκε στην πρώτη φάση», τονίζει ο κ. Τεντολούρης. «Είναι απολύτως απαραίτητο να βλέπει τον γιατρό του τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο – το ιδεώδες είναι κάθε τρίμηνο – δίχως να ξεχνάει τα ραντεβού που εκείνος ορίζει».
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία