Η τελειομανία βλάπτει σοβαρά την υγεία
Προσπαθούν να τα κάνουν όλα τέλεια και να πρωτεύουν με ό,τι κι αν καταπιαστούν – από τα μαθήματα στο σχολείο και αργότερα τις επιδόσεις στη δουλειά έως την τάξη στο σπίτι τους και την ανατροφή των παιδιών.
Οι τελειομανείς θεωρούνται από πολλούς αξιοθαύμαστοι, αλλά μελέτες των τελευταίων ετών αποκαλύπτουν ότι το συνεχές κυνήγι της τελειότητας κρύβει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και ίσως τελικά είναι περισσότερο αρνητικό παρά θετικό χαρακτηριστικό.
«Η τελειομανία είναι αρετή έως ενός σημείου – μετά μετατρέπεται σε μπούμερανγκ και πλήττει όποιον την επιδιώκει», δηλώνει κατηγορηματικά η δρ Πρεμ Σ. Φράι, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Trinity Western του Καναδά.
Από την πλευρά της, η δρ Ντανιέλ Μόλναρ, από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Borck, στον Καναδά, όχι μόνο συμφωνεί μαζί της, αλλά πιστεύει ότι είναι τόσα τα αρνητικά της τελειομανίας ώστε πρέπει να ενταχθεί πλέον στους παράγοντες κινδύνους για νοσηρότητα μαζί με την παχυσαρκία και το κάπνισμα.
«Ρίχνουμε τόσο βάρος στην τελειομανία και τα οφέλη της στα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά επιτεύγματα, ώστε παραβλέπουμε ότι είναι ισχυρός παράγοντας κινδύνου σε πολλές παθήσεις, όπως οι ημικρανίες, ο χρόνιος πόνος, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η αυξημένη επιρρέπεια στις λοιμώξεις, αλλά ακόμα και ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου», λέει στην εφημερίδα «Ντέιλι Μέιλ».
Ψυχολογικές μελέτες, εξάλλου, έχουν αποκαλύψει ότι η τελειομανία σχετίζεται και με νοσήματα ψυχικής υγείας, όπως η ψυχογενής ανορεξία, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και οι διαταραχές της προσωπικότητας, ενώ στους πάσχοντες από κατάθλιψη η ύπαρξή της παρεμποδίζει την επιτυχία της αντικαταθλιπτικής αγωγής.
Δύο στους πέντε
Υπολογίζεται ότι δύο στους πέντε ανθρώπους επιδεικνύουν χαρακτηριστικά τελειομανίας και χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebookκαι το Twitter, ολοένα περισσότεροι προσπαθούν να είναι (ή έστω να φαίνονται) τέλειοι, κατά τον δρα Γκόρντον Φλετ, καθηγητή Ψυχολογίας της Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ, στον Καναδά, ο οποίος μελετά τη συσχέτιση τελειομανίας και υγείας εδώ και 20 χρόνια.
«Είναι φυσιολογικό να θέλει κάποιος να είναι τέλειος σε έναν τομέα της ζωής του, όπως η δουλειά του», λέει. «Όμως το να προσπαθεί να είναι τέλειος στα πάντα – στη δουλειά, στη σχέση, ως γονιός και σύντροφος, με το τέλειο σώμα και την τέλεια ζωή – είναι τόσο στρεσογόνο ώστε πλήττει άμεσα την υγεία».
Όπως εξηγούν οι ειδικοί, η τελειομανία είθισται να έχει δύο πλευρές: μία θετική στην οποία ανήκει η τάση να έχει κάποιος υψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό του και μία αρνητική στην οποία ανήκει η τάση να μην συγχωρεί κάποιος από τον εαυτό του οποιοδήποτε λάθος κάνει και το να αισθάνεται υποχρεωμένος να είναι σε όλα τέλειος.
Τρία είδη
Η δρ Μόλναρ, ο δρ Φλετ και άλλοι ειδικοί λένε ότι υπάρχουν τριών ειδών τελειομανείς: αυτοί που είναι προσανατολισμένοι στον εαυτό τους και έτσι έχουν πολύ μεγάλες απαιτήσεις μόνο από αυτόν, εκείνοι που είναι προσανατολισμένοι στους άλλους και έτσι έχουν μεγάλες απαιτήσεις από εκείνους, και τέλος εκείνοι που πιστεύουν ότι πρέπει να είναι τελειομανείς επειδή άλλα άτομα (όπως οι προϊστάμενοι, οι σύντροφοι ή οι συνεργάτες του) περιμένουν από αυτούς να είναι τέλειοι.
Το 2006, η δρ Μόλναρ και οι συνεργάτες της δημοσίευσαν μελέτη με σχεδόν 500 εθελοντές, ηλικίας 24 έως 35 ετών, που έδειξε ότι καθένας από εμάς δεν ανήκει κατ’ ανάγκην σε μία από τις τρεις κατηγορίες: υπάρχουν άνθρωποι που επιτυγχάνουν υψηλές βαθμολογίες και στα τρία ή άλλοι που έχουν χαμηλή σε όλα – και οι δυνητικοί κίνδυνοι για την υγεία εξαρτώνται από το είδος και την ένταση της τελειομανίας.
Στην πραγματικότητα, η μελέτη εκείνη είχε δείξει πως όσοι αισθάνονται υποχρεωμένοι να είναι τέλειοι έχουν χειρότερη σωματική υγεία από τους άλλους τύπους τελειομανιών, καθώς εκδηλώνουν περισσότερα σωματικά συμπτώματα, επισκέπτονται πιο συχνά τους γιατρούς, παίρνουν περισσότερες αναρρωτικές άδειες και δίνουν στην υγεία τους μικρότερη βαθμό όταν καλούνται να την βαθμολογήσουν.
Αντιθέτως, την καλύτερη υγεία απ’ όλους φαίνεται πως έχουν όσοι αυτοβούλως περιμένουν από τον εαυτό τους και μόνο να είναι τέλειος.
Προσδόκιμο ζωής
Το 2009, εξάλλου, η καθηγήτρια Πρεμ Σ. Φράι και ο δρ Ντομινίκ Ντεμπάτς από το Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν, στην Ολλανδία, δημοσίευσαν μία άλλη μελέτη, που είχε διερευνήσει τις τυχόν επιδράσεις της τελειομανίας στον συνολικό κίνδυνο θανάτου.
Στη μελέτη συμμετείχαν 450 εθελοντές ηλικίας άνω των 65 ετών, τους οποίους παρακολούθησαν οι ερευνητές επί 6,5 χρόνια. Κατά την έναρξή της, οι εθελοντές είχαν συμπληρώσει ένα ειδικό ερωτηματολόγιο, που αξιολογούσε το επίπεδο της τελειομανίας και άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους.
Όπως έγραψαν οι ερευνητές στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Health Psychology», όσοι εθελοντές είχαν υψηλό επίπεδα τελειομανίας διέτρεχαν κατά 51% υψηλότερο κίνδυνο να έχουν χάσει τη ζωή τους έως το τέλος της μελέτης σε σύγκριση με όσους είχαν την χαμηλότερη τελειομανία.
Ωστόσο αυτό δεν ίσχυε για τους εθελοντές που έπασχαν από τύπου 2 διαβήτη: όσο πιο τελειομανείς ήσαν αυτοί στην παρακολούθηση και στην αντιμετώπιση του σακχάρου τους, τόσο λιγότερο κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους. Στην πραγματικότητα, όσοι έκαναν αυστηρή δίαιτα, γυμνάζονταν συστηματικά και παρακολουθούσαν με συνέπεια το σάκχαρό τους, διέτρεχαν κατά 26% μειωμένο κίνδυνο θανάτου.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η τελειομανία μπορεί να έχει οφέλη. «Σε έναν υγιή άνθρωπο, η τελειομανία που επιδείκνυαν ορισμένοι από τους δικούς μας διαβητικούς ασθενείς θα ήταν κάτι εξαιρετικά αρνητικό», εξηγεί η δρ Φράι. «Όταν, όμως, ένας άνθρωπος πάσχει από ένα νόσημα όπως ο διαβήτης που φθείρει σιγά-σιγά τον οργανισμό, η τελειομανία μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια».
Γιατί κινδυνεύουν
Γιατί, όμως, είναι τόσο επιβλαβής η αναίτια τελειομανία;
«Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι τελειομανείς σπανίως ζητούν βοήθεια ενώ, ακόμα κι αν τους προσφερθεί, δυσφορούν και την αντιμετωπίζουν συχνά ως επέμβαση στη ζωή τους και επίκριση», απαντά η δρ Μόλναρ. «Ωστόσο πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η στήριξη από τον κοινωνικό περίγυρο αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην καλή υγεία και μακροζωία. Έτσι, οι τελειομανείς συχνά στερούνται αυτό το όφελος».
Το συνεχές στρες που επιφέρει η τελειομανία επίσης είναι καθοριστικό, κατά τον καθηγητή Γκόρντον Φλετ. «Ο τελειομανής βρίσκεται υπό μόνιμη κατάσταση στρες και αυτό είναι επιζήμιο για τον οργανισμό», λέει.
Όπως εξηγεί, όταν είμαστε στρεσαρισμένοι, ενεργοποιείται μία αλληλουχία χημικών διεργασιών που οδηγούν σε αύξηση του καρδιακού παλμού, της αρτηριακής πίεσης, της διαστολής των αεραγωγών και των στεφανιαίων αρτηριών, και του μεταβολικού ρυθμού. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όμως, το στρες είναι σύντομο και έτσι οι επιδράσεις αυτές είναι σύντομες.
Στους τελειομανείς, όμως, είναι πολύ πιο παρατεταμένες και πολύ πιο έντονες, όπως έδειξε μελέτη του 2011 που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης – και έτσι, όλα τα συστήματα του οργανισμού, από το καρδιαγγειακό και το αναπνευστικό έως το ανοσοποιητικό και το πεπτικό, υποφέρουν, κατά τον δρα Στήβεν Πάλμερ, επισκέπτη καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίντλσεξ.
Όσοι, εξάλλου, αισθάνονται αναγκασμένοι να είναι τελειομανείς, αντιμετωπίζουν με αυξημένη συχνότητα προβλήματα ύπνου, όπως η αϋπνία, τα οποία υπονομεύουν ακόμα περισσότερο την υγεία τους, σύμφωνα με μελέτη του 2010 που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, στην Πορτογαλία.
Και σαν να μην έφτανανόλ’ αυτά, οι τελειομανείς συνηθίζουν να μην αποκομίζουν ικανοποίηση από τα επιτεύγματά τους και γι’ αυτό προσπαθούν να γίνονται ολοένα καλύτεροι, όπως είχε δείξει και η μελέτη του 2006 της δρος Μόλναρ.
Ο αρνητισμός αυτός, όμως, έχει συνέπειες όταν αρρωστήσουν: πέρυσι, ο δρ Φλετ δημοσίευσε μελέτη με 100 πάσχοντες από έμφραγμα, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τελειομανία επιβράδυνε την ανάρρωσή τους, διότι όχι μόνο δεν είχαν κοινωνική στήριξη και στρεσάρονταν που αρρώστησαν, αλλά είχαν και τον αρνητισμό τους να τους «ρίχνει» ακόμα περισσότερο.
Ανάλογα ευρήματα είχε και ολλανδική μελέτη με 6.000 καρδιοπαθείς εθελοντές που δημοσιεύθηκε το 2010 στο επιστημονικό περιοδικό «Circulation». Όπως έδειξε, όσοι ήταν τελειομανείς και γενικώς αρνητικοί είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιαγγειακά επεισόδια, σε σύγκριση με όσους ήταν λιγότερο τελειομανείς και πιο θετικοί.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Weekend