Αυξημένος πόνος λόγω χρήσης αναλγητικών;
Πολλοί ασθενείς που βιώνουν μια κατάσταση πόνου χρησιμοποιούν ισχυρά παυσίπονα τα οποία περιέχουν οπιοειδή, χωρίς ιατρική εκτίμηση και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι πιθανόν, όμως, η αυξημένη και μακροχρόνια χρήση των παραπάνω φαρμάκων να οδηγήσει σε υπεραλγησία (υπερβολικό πόνο) από την χρήση οπιοειδών.
Έχουμε μειωμένη βιβλιογραφία σχετικά με αυτό το φαινόμενο αλλά έχει παρατηρηθεί ότι κάποιοι ασθενείς που λαμβάνουν χρονίως παυσίπονα με οπιοειδή που κυκλοφορούν ευρέως σε κάθε σπίτι, έχουν αναπτύξει αυξημένη ευαισθησία στον πόνο. Παρουσιάζονται αλλαγές νευροπλαστικότητας στο περιφερικό και στο κεντρικό νευρικό σύστημα που οδηγούν σε ευαισθητοποίηση των οδών της αλγαισθησίας. Πολλαπλοί μοριακοί και κυτταρικοί μηχανισμοί έχουν προταθεί αν και δεν έχουν επιβεβαιωθεί επαρκώς. Το μέγεθος της βλάβης εξαρτάται και από την έκταση της χρήσης των συγκεκριμένων παυσίπονων.
Η υπεραλγησία αυτού του είδους (Opioid-induced hyperalgesia or opioid-induced abnormal pain sensitivity) είναι ένα φαινόμενο που οφείλεται στη μακροχρόνια χρήση οπιοειδών όπως η υδροκωδεΐνη και η οξυκωδεΐνη. Με τον καιρό οι ασθενείς που λαμβάνουν οπιοειδή αυξάνουν την ευαισθησία στον πόνο, ή αναπτύσσουν πόνο ακόμη και σε ερέθισμα που δεν ήταν επώδυνο αρχικά. Μερικές εργασίες σε ζώα έδειξαν ότι αυτό το φαινόμενο μπορεί να εκδηλωθεί μετά από μια μόνο μεγάλη δόση αναλγητικού με οπιοειδές.
Υπάρχει πιθανότητα οι ανάγκες του ασθενούς για αυξημένη δόση αναλγητικών να οφείλεται, είτε σε μικρή δόση φαρμάκου (ανοχή-απευαισθητοποίηση των υποδοχέων του πόνου), είτε σε υπεραλγησία από την υπερβολική χρήση των αναλγητικών με οπιοειδές (ευαισθητοποίηση των ιδιοδεκτικών μηχανισμών), με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει ο ασθενής ποιο δρόμο να ακολουθήσει. Να αυξήσει τη δόση του παυσίπονου-οπιοειδούς ή να την μειώσει και να την διακόψει; Η περίπτωση διακοπής του αναλγητικού με οπιοειδές θα πρέπει να γίνει σταδιακά και ήπια σύμφωνα με συγκεκριμένο πρωτόκολλο.
Συνεπώς η χρήση αναλγητικών με οπιοειδή δεν είναι καθόλου αθώα και θα πρέπει να γίνεται στη συνιστώμενη, ανάλογα με την πάθηση, δόση, για μικρό χρονικό διάστημα και μόνο κάτω από την ιατρική καθοδήγηση.