Η ουρική αρθρίτιδα
Η ουρική αρθρίτιδα είναι μια φλεγμονώδης πάθηση των αρθρώσεων. Παλιά ήταν γνωστή και ως «ποδάγρα» εξαιτίας της συχνότερης εντόπισής της, δηλαδή στην 1η μεταταρσοφαλαγγική άρθρωση (μεγάλο δάκτυλο ποδιού). Επειδή όμως δεν είναι η μοναδική άρθρωση που προσβάλλει, ο όρος «ποδάγρα» έχει πλέον εγκαταλειφθεί.
Πού οφείλεται η νόσος – Παράγοντες που την πυροδοτούν
Η ουρική αρθρίτιδα οφείλεται στην εναπόθεση μέσα και γύρω από τις αρθρώσεις με τη μορφή κρυστάλλων ενός άλατος του ουρικού οξέος που λέγεται ουρικό μονονάτριο. Ο σχηματισμός των κρυστάλλων αυτών οφείλεται σε μεγάλη αύξηση των επιπέδων του ουρικού οξέος στο αίμα (υπερουριχαιμία). Το ουρικό οξύ είναι ένα φυσιολογικό προϊόν και προέρχεται από τη διάσπαση των πουρινών που περιέχονται σε κάποιες τροφές, και αποβάλλεται από τους νεφρούς. Η υπερουριχαιμία οφείλεται είτε σε αυξημένη παραγωγή ουρικού οξέος είτε σε μειωμένη αποβολή από τους νεφρούς είτε σε συνδυασμό και των δύο αυτών μηχανισμών.
Ποιούς προσβάλλει
Προσβάλλει πολύ πιο συχνά τους άνδρες από ό,τι τις γυναίκες και μάλιστα σε αναλογία 5:1, ενώ εμφανίζει τη μεγαλύτερη συχνότητά της μετά την πέμπτη δεκαετία της ηλικίας.
Πως εκδηλώνεται η νόσος
Μέχρι την εμφάνιση του πρώτου επεισοδίου οξείας ουρικής αρθρίτιδας συνήθως προηγείται μια μακρά περίοδος ασυμπτωματικής υπερουριχαιμίας.
Έχει υπολογιστεί, όμως, ότι μόνο 10-15% των ατόμων με συνεχή και μεγάλη υπερουριχαιμία παρουσιάζουν τελικά ουρική αρθρίτιδα μετά από παρέλευση ακόμη και δεκαετιών. Η απάντηση σε αυτό δεν είναι γνωστή. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι ορισμένοι παράγοντες ευνοούν την εμφάνιση οξείας ουρικής αρθρίτιδας.
Ένας τέτοιος παράγοντας είναι η απότομη αύξηση ή μείωση των επιπέδων του ουρικού οξέος στον ορό του αίματος και το αρθρικό υγρό, που έχει ως αποτέλεσμα την καθίζηση ή την απελευθέρωση κρυστάλλων ουρικού μονονατρίου μέσα στην άρθρωση. Τέτοια ταχεία μεταβολή στα επίπεδα ουρικού οξέος προκαλείται:
- από επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς μιας άρθρωσης
- από μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος
- από φάρμακα (ορισμένα διουρητικά, μικρές δόσεις ασπιρίνης, αλλοπουρινόλη)
- από μεγάλη κατανάλωση τροφών που είναι πλούσιες σε πουρίνες
Το πρώτο επεισόδιο οξείας ουρικής αρθρίτιδας εντοπίζεται συνήθως στην άρθρωση της βάσης του μεγάλου δακτύλου του ποδιού (μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση). Αρθρώσεις που προσβάλλονται επίσης συχνά είναι τα γόνατα, η ποδοκνημική και ο ταρσός ενώ λιγότερο συχνά προσβάλλονται οι καρποί, οι αγκώνες και οι αρθρώσεις των χεριών.
Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά της οξείας ουρικής αρθρίτιδας είναι:
Πόνος: Η ένταση του πόνου ποικίλλει από ελαφρά μέχρι πολύ έντονη. Κατά κανόνα ο πόνος είναι πράγματι τόσο οξύς και έντονος, ώστε ο ασθενής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δυσκολεύεται ή δεν μπορεί καθόλου να περπατήσει ή ότι δεν αντέχει το βάρος των κλινοσκεπασμάτων, επειδή συχνά η εγκατάσταση της προσβολής οξείας αρθρίτιδας παρατηρείται κατά τις νυχτερινές ώρες.
- Πρήξιμο της αρθρωσης
- Ερυθρότητα
- Θερμότητα
- Έντονη ευαισθησία
Ένα επεισόδιο οξείας ουρικής αρθρίτιδας υποχωρεί συνήθως, ακόμη και χωρίς θεραπεία, μέσα σε μία ή δύο εβδομάδες, για να εμφανιστεί και πάλι μετά από παρέλευση εβδομάδων, μηνών ή και ετών. Σε περιπτώσεις που δεν χορηγηθεί θεραπευτική αγωγή, η φυσική πορεία της ουρικής αρθρίτιδας ποικίλλει από επεισόδια ελαφρού πόνου, που υποχωρούν μέσα σε μερικές ώρες (“ελάσσονες προσβολές”), μέχρι επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας που διαρκούν 1-2 εβδομάδες.
Στις αρχικές φάσεις της οξείας ουρικής αρθρίτιδας τα επεισόδιο της είναι αραιά και τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των προσβολών μερικές φορές διαρκούν χρόνια. Με την πάροδο όμως του χρόνου και χωρίς θεραπεία οι προσβολές γίνονται συχνότερες, πιο παρατεταμένες και αφορούν περισσότερες αρθρώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μεσοδιαστήματα μεταξύ των κρίσεων οξείας ουρικής αρθρίτιδας όλες οι αρθρώσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν προσβληθεί, είναι ελεύθερες συμπτωμάτων.
Καθώς ο καιρός περνάει, αν δεν εφαρμοστεί η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, η νόσος εξελίσσεται στη χρόνια μορφή της, δηλ. στη χρόνια ουρική αρθρίτιδα. Αυτή η μορφή εγκαθίσταται συνήθως μετά από 10 ή περισσότερα χρόνια υποτροπιάζουσας ουρικής αρθρίτιδας και αφορά σε πολλές αρθρώσεις. Η μετάβαση από την οξεία υποτροπιάζουσα ουρική αρθρίτιδα στη χρόνια ουρική αρθρίτιδα συμβαίνει όταν τα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις κρίσεις δεν είναι πια ελεύθερα πόνου. Οι αρθρώσεις που έχουν προσβληθεί είναι μόνιμα επώδυνες και διογκωμένες, αν και η ένταση αυτών των συμπτωμάτων είναι πολύ μικρότερη από ότι κατά τις κρίσεις οξείας ουρικής αρθρίτιδας.
Αν ο ασθενής παραμένει ακόμη χωρίς χορήγηση κατάλληλης θεραπείας, κρίσεις αρθρίτιδας και μάλιστα αρκετά συχνά εξακολουθούν να συμβαίνουν και σε αυτή την κατάσταση χρόνιου πόνου. Η ένταση του χρόνιου πόνου αυξάνεται επίσης συνεχώς όσο περνάει ο χρόνος και όσο δεν εφαρμόζεται κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Επίσης αναπτύσσονται σιγά-σιγά καταστροφικές βλάβες στις αρθρώσεις και τελικά παραμορφωτική πολυαρθρίτιδα. Συνήθως στη μορφή αυτή κατά την εξέταση του ασθενούς διαπιστώνονται διογκώσεις κοντά στις αρθρώσεις ή και σε άλλα σημεία όπως στο πτερύγιο του αυτιού που ονομάζονται τόφοι και δεν είναι τίποτα’ άλλο από συσσωρευμένοι κρύσταλλοι ουρικού
Διάγνωση της νόσου
Η διάγνωση της ουρικής αρθρίτιδας γίνεται όταν εντοπίζονται χαρακτηριστικοί κρύσταλλοι ουρικού μονονατρίου στο αρθρικό υγρό ή οτανυπάρχουν τόφοι που αποδεδειγμένα με χημική ανάλυση ή με εξέταση σε μικροσκόπιο πολωμένου φωτός αποδειχθεί η παρουσία κρυστάλλων ουρικού μονονατρίου.
Επίσης πρέπει η καλλιέργεια του αρθρικού υγρού για μικρόβια κατά την διάρκεια της φλεγμονώδους προσβολής της αρθρώσεως να είναι αρνητική για να αποκλειστεί η σηπτική (οφειλόμενη σε μικρόβιο) αρθρίτιδα που μπορεί να έχει την ίδια εμφάνιση αλλά απαιτεί εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση
Ποιες είναι οι επιπλοκές
Οι επιπλοκές της νόσου είναι τελικά η καταστροφή των αρθρώσεων όμως οι επιπλοκές της χρόνιας υπερουριχαιμίας είναι εξίσου σημαντικές αφού μπορεί να εκδηλωθούν από τους νεφρούς (ουρολιθίαση, νεφρική ανεπάρκεια έως και τελικού σταδίου), από το καρδιαγγειακό (υπέρταση, έμφραγμα). Λόγω του ότι οι ασθενείς με υπερουριχαιμία συνήθως έχουν και άλλα συνοδά νοσήματα όπως αυξημένο σάκχαρο, χοληστερίνη, τριγλυκερίδια, είναι παχύσαρκοι και με επιβαρυμένα αγγεία και επειδή το ουρικό μπορεί να συμβάλλει άμεσα ή έμμεσα στην επιδείνωση των καταστάσεων αυτών απαιτείται στενή παρακολούθηση και θεραπεία.
Θεραπεία
Από θεραπευτικής πλευράς η αντιμετώπιση απολύτως της κρίσης (οξείας ουρικής αρθρίτιδας) είναι δυνατή και αποτελεσματική. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της οξείας προσβολής είναι:
- Κολχικίνη
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
- Γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη)
- Αναστολείς της IL-1 για τις ανθεκτικές υποτρπιάζουσες μορφές παρά την λοιπή θεραπεία
Για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων σου ουρικού υπάρχουν φάρμακα που
- Μειώνουν την παραγωγή του ουρικού
- Αυξάνουν την απέκκρισή του
- Και νεότερα που μιμούνται τη δράση ενός ενζύμου (ουρικάση) η οποία λείπει από τον άνθρωπο και για το λόγο αυτό αυξάνονται τα επίπεδα του ουρικού στο αίμα
Πώς να προφυλαχτείτε από τη νόσο.
Για την πρόληψη εμφάνισης αλλά και μελλοντικών προσβολών οξείας ουρικής αρθρίτιδας θα πρέπει να εφαρμόζεται αγωγή που να περιλαμβάνει μη φαρμακευτικά γενικά μέτρα για όλους τους ασθενείς, ενώ ανάλογα με την περίπτωση και την κρίση του θεράποντος γιατρού μπορεί σε ορισμένους ασθενείς να χρειάζεται προσθήκη και φαρμακευτικών ουσιών.
Η εφαρμογή γενικών προληπτικών μέτρων μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του ουρικού οξέος στο αίμα καθώς και τη συχνότητα των οξειών προσβολών και έτσι για πολλούς ασθενείς να μην υπάρχει ανάγκη εφαρμογής φαρμακευτικής αγωγής για αρκετά χρόνια. Τα γενικά προληπτικά μέτρα περιλαμβάνουν:
- Αποφυγή τροφών με μεγάλη περιεκτικότητα σε πουρίνες, όπως π.χ. εντόσθια, ζωμός κρέατος, μύδια, στρείδια, αυγοτάραχο, σαρδέλες, ρέγγα κ.ά.
- Απώλεια βάρους.
- Αποφυγή οινοπνευματωδών ποτών (κυρίως μπύρα).
- Λήψη επαρκούς ποσότητας υγρών σε καθημερινή βάση.
- Αποφυγή επαναλαμβανόμενων μικροτραυματισμών κατά τη διάρκεια ασκήσεων ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
- Εφόσον είναι δυνατό, μετά από συμβουλή του θεράποντος γιατρού, να γίνεται διακοπή και αντικατάσταση ορισμένων φαρμάκων που αυξάνουν το ουρικό οξύ στο αίμα.