Σόγια και Φυτική Διατροφή: ασπίδα κατά της καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας
Στα πλαίσια του 41ου Πανελλήνιου Ιατρικού Συνεδρίου που διεξήχθη στο Hilton 10-13 Ιουνίου 2015, ο κος Δ. Ρίχτερ (MD, FESC, FAHA),
Διευθυντής Β’ Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών και Μέλος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, μίλησε για τα οφέλη της φυτικής διατροφής και της σόγιας και την καρδιαγγειακή προστασία που προσφέρουν.
Η στεφανιαία νόσος συνεχίζει να αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου σε όλο το δυτικό κόσμο. Οι κλασσικοί παράγοντες κινδύνου όπως κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, διαβήτης κτλ., αλληλεπιδρούν και εξαρτώνται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής που περιλαμβάνει μεγάλες ποσότητες κορεσμένων και τρανs λιπαρών, καθώς και υπερκατανάλωση θερμίδων σε συνδυασμό με έντονα καθιστική ζωή.
Η μεσογειακή διατροφή έχει επανειλημμένα αποδείξει την αξία της στη μείωση της καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας. Υπάρχουν όμως και άλλα τρόφιμα πέρα από τη κλασσική “δική μας” διατροφή που έχουν αποδείξει την καρδιαγγειακή προστασία που προσφέρουν. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι φυτικές στερόλες και στανόλες που μειώνουν τη χοληστερόλη μέσω της μείωσης της απορρόφησής της από το έντερο, και η σόγια που τη μειώνει επίσης τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, αντικαθιστώντας άλλες βλαβερές τροφές εντασσόμενη στο διαιτολόγιο μας ως μία φυτική εξαιρετικά πλούσια τροφή σε πρωτεΐνες.
Το όφελός των τροφών είναι μακροπρόθεσμο που σημαίνει ότι το βλέπουμε μετά από καιρό κατανάλωσης, και έχει νόημα να είναι κάτι συστηματικό. Το να φας μία φορά την εβδομάδα οποιοδήποτε καλό συστατικό μπορεί να είναι καλύτερο από το μηδέν, αλλά στην πράξη το κλινικό όφελος δύσκολα θα το δούμε. Για να δούμε κλινικό όφελος, που σημαίνει να μειώσουμε τις πιθανότητες να πάθουμε έμφραγμα ή εγκεφαλικό, όλα τα θρεπτικά τρόφιμα είναι καλό να τα έχουμε σε συχνή και ιδανικά καθημερινή βάση. Το ιδιαίτερα θετικό για τις διατροφικές παρεμβάσεις στην καρδιαγγειακή μας υγεία είναι πως μπορούν να ξεκινήσουν από μικρή ηλικία και, εφόσον είναι μόνιμες, να μας δώσουν ένα ήπιο αλλά διαχρονικό όφελος, ενώ οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις ξεκινούν αργότερα ( συνήθως στη μέση ηλικία) και πρέπει να είναι έντονες για να αντιστρέψουν την πορεία της αθηρωμάτωσης που συνήθως έχει ήδη ξεκινήσει.