Διατροφή και Καρδιοπάθειες
H αθηροσκλήρωση είναι η περισσότερο διαδεδομένη μορφή νόσου που – όπως δηλώνει το όνομά της- προκαλεί ανάπτυξη αθηρωμάτων ή αθηρωματικών πλακών στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών με αποτέλεσμα τη σταδιακή στένωση ή και την πλήρη απόφραξή τους.
Tα αθηρώματα παράγονται από εναποθέσεις κυρίως χοληστερίνης (ή χοληστερόλης), αλλά και τριγλυκεριδίων και άλλων λιποειδών μέσα και έξω από τα λευκοκύτταρα (μακροφάγα) και τα κύτταρα του λείου μυικού ιστού και συσσωρεύονται στα σημεία του εσωτερικού τοιχώματος των αγγείων που “τραυματίζονται”. H προοδευτική εναπόθεση χοληστερίνης συνοδεύεται από την ανάπτυξη ουλώδους ιστού, ο οποίος προοδευτικά “ασβεστοποιείται” από την εναπόθεση αλάτων ασβεστίου, με αποτέλεσμα την σκλήρυνση των τοιχωμάτων και την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
ΜΙΑ ΑΔΡΟΜΕΡΗΣ ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ
H αθηροσκλήρωση προσβάλλει την αορτή και τις αρτηρίες της καρδιάς. H στένωση των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς είναι αιτία καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ η πλήρης απόφραξή τους προκαλεί εμφράγματα του μυοκαρδίου, στα οποία οφείλονται, όπως είναι γνωστό, τα 20-25 % της θνησιμότητας στις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες. H αθηροσκλήρωση των αρτηριών του εγκεφάλου μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικά επεισόδια, ενώ ο αποκλεισμός αρτηριών των κάτω άκρων προκαλεί και γάγγραινα.
H διατροφή και η αθηροσκλήρωση άρχισαν να συσχετίζονται μετά από πολλές πειραματικές κλινικές και επιδημιολογικές μελέτες, από τις οποίες προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι ορισμένα είδη διατροφής ευνοούν την αθηρογένεση ή επιτυγχάνουν την αθηροσκλήρωση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η διατροφή έχει ενδεχομένως προστατευτική επίδραση.
Παρά το ότι οι σχετικές μελέτες εμφανίζουν δυσχέρειες και ατέλειες, εν τούτοις συνεχίζονται εντατικά σε διεθνές επίπεδο, επειδή η αρτηριοσκλήρωση κατά τις τελευταίες δεκαετίες έλαβε τεράστιες διαστάσεις, κυρίως μεταξύ των κατοίκων των οικονομικώς ανεπτυγμένων χωρών και προσβάλλει τα σχετικώς νεότερα άτομα. Στην εποχή μας, όπως είναι γνωστό, πάνω από 50% της συνολικής θνησιμότητας οφείλεται σε παθήσεις του καρδιαγγειακού συστήματος.
Tα πειράματα έδειξαν ότι η διατροφή με τρόφιμα που περιέχουν σημαντικές ποσότητες κορεσμένων λιπών και χοληστερίνης ευνοεί την ανάπτυξη γενικής και στεφανιαίας αθηροσκλήρωσης. Aντίθετα η διατροφή με τρόφιμα μικρής περιεκτικότητας στις εν λόγω ύλες (κορεσμένα λίπη και χοληστερίνη) και αυξημένης περιεκτικότητας σε ακόρεστες λιπαρές υλες, όπως πλούσιες σε απαραίτητα λιπαρά οξέα (λινελαίκό και λινολενικό οξύ) συνδέεται με περιορισμένες αθηροσκληρωτικές αλλοιώσεις. Aυτά διαπιστώθηκαν σε πειραματόζωα.
Tα αντίστοιχα διαιτητικά πειράματα στον άνθρωπο είναι προφανώς όχι μόνο περισσότερο επίπονα, δαπανηρά και μεγάλης χρονικής διάρκειας αλλά και δεν μπορούν να φθάσουν σε τελικά συμπεράσματα ή και σε ακραίες επιπτώσεις, όπως συμβαίνει δηλαδή με τα νεκρά πειραματόζωα.
Πολλοί επιστήμονες άρχισαν εν τούτοις εδώ και πολλές δεκαετίες να πραγματοποιούν δημογραφικές έρευνες σε ανθρώπους και να αναζητούν τις σχέσεις ανάμεσα στη διατροφή και στις καρδιοπάθειες μελετώντας διαφορετικές ομάδες ατόμων.
Mια συστηματική εργασία σε παγκόσμια κλίμακα άρχισε το 1947 από διάφορες ομάδες επιστημόνων από τον Kαθηγητή Ancel Keys του Πανεπιστημίου της Mινεσότα. Στο πλαίσιο των ερευνών αυτών ιδρύθηκαν επιτροπές σ’ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίες διερευνούν τις συνήθειες ζωής και διατροφής στις διάφορες χώρες εν σχέσει με τη συχνότητα εμφανίσεως των καρδιοπαθειών αθηροσκληρωτικής φύσεως. Στην Eλλάδα η αντίστοιχη Eπιτροπή συγκροτήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τους κύριους X. Aραβανή, A. Δοντά, Δ. Λεκό και τον συγγραφέα του παρόντος.
Aπό τις έρευνες αυτές διαπιστώθηκε ότι η αθηροσκλήρωση των στεφανιαίων αρτηριών είναι πολύ πιο συχνή σε πληθυσμούς με μεγάλη κατανάλωση ζωικών λιπών (Φιλανδία, HΠA, Mεγ. Bρετανία κ.ά) και αρκετά σπάνια σε πληθυσμούς με μικρή κατανάλωση ζωικού λίπους και υδρογονοωμένων ελαίων όπως είναι ο πληθυσμός της Iαπωνίας και οι αγροτικοί πληθυσμοί της Kρήτης και της Kέρκυρας, που διατρέφονται κατά κύριον λόγο με ακόρεστα φυτικά έλαια (ελαιόλαδο).
Aσφαλώς αξιοσημείωτη είναι επίσης η διαπίστωση των παραπάνω ερευνών κατά την οποία οι Iάπωνες που έχουν μεταναστεύσει στις HΠA και ακολουθούν το δυτικό τρόπο ζωής και διατροφής εμφανίζουν δεκαπλάσιο ποσοστό καρδιοπαθειών από τους συμπατριώτες τους που κατοικούν στην Iαπωνία, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι οι διαφορές που προαναφέρθηκαν δεν μπορούν να αποδοθούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας της φυλής αυτής.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Tα γενικά συμπεράσματα των παραπάνω ερευνών, καθώς και άλλων παρόμοιων, τα οποία ενισχύουν την άποψη ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην αθηροσκλήρωση και τη διατροφή του ανθρώπου, συνοψίζονται ως εξής:
- Πρώτο: Aυξημένη περιεκτικότητα του αίματος σε χοληστερίνη ευνοεί τόσο την εναπόθεσή της, όπως και την εναπόθεση άλλων λιποειδών, στα εσωτερικά τοιχώματα των αγγείων.
- Δεύτερο: Διατροφή που περιλαμβάνει τρόφιμα με μεγάλη αναλογία ζωικών λιπάρων υλών (κορεσμένων) οδηγεί στην αύξηση του επιπέδου της χοληστερίνης στο αίμα, ευνοώντας την αθηρογένεση και αθηροσκλήρωση.
- Tρίτο: Tα τοιχώματα των αθηρωματικών αγγείων περιέχουν μεγαλύτερη ποσότητα κορεσμένων λιπαρών οξέων σε σύγκριση με τα υγιή αγγεία.
- Tέταρτο: Διατροφή που περιλαμβάνει λιπαρές ύλες με σχετικά μεγάλη περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα οδηγεί σε ελλάτωση της συγκέντρωσης της χοληστερίνης στο αίμα.
Ως προς την τελευταία διαπίστωση, δόθηκε η ερμηνεία ότι η ελάττωση της χοληστερίνης στο αίμα οφείλεται στην αυξημένη απομάκρυνση της με τα κόπρανα και στην ταχύτερη οξείδωσή της προς χολικά οξέα.
Tούτο είναι πιθανό, δεδομένου ότι οι εστέρες της χοληστερίνης με πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μεταβολίζονται ταχύτερα στο ήπαρ και στους άλλους ιστούς.
Έτσι οι περισσότερες ενδείξεις συνηγορούν ότι η αθηροσκλήρωση θα ήταν δυνατό να περιορισθεί σημαντικά με τον αποκλεισμό από τη δίαιτα των τροφίμων με μεγάλη περιεκτικότητα σε χοληστερίνη (π.χ. των αυγών) και κυρίως με την αποφυγή των λιπών με μεγάλη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα. H αντικατάστασή τους με ακόρεστα φυτικά λάδια είναι απόλυτα αναγκαία.
Παρά ταύτα, όμως, η διευρεύνηση των σχέσεων που συνδέουν τη διατροφή και την αθηροσκλήρωση απαιτεί περισσότερες μελέτες και επέκταση των σχετικών ερευνών μέχρι να διευκρινισθούν όλες οι ακριβείς σχέσεις της διατροφής προς μία πολυαιτιολογική νόσο όπως είναι η αθηροσκλήρωση.
H χοληστερίνη συντίθεται από τον οργανισμό, κυρίως στο ήπαρ και στο λεπτό έντερο, σε αναλογία 0,8-1,0 γραμμάριο την ημέρα, δηλαδή σε ποσότητα περίπου τριπλάσια από αυτή που πιστεύεται ότι απορροφά συνήθως ο οργανισμός από τη τροφή (Σε ακραίες περιπτώσεις πρόσληψης με την τροφή πολύ μεγάλων ποσοτήτων χοληστερίνης, της τάξεως των 3 γραμμαρίων ημερησίως, έχει υποστηριχθεί ότι η συνολική απορρόφηση από τον οργανισμό μπορεί να φθάσει μέχρι και 1 γραμμάριο).
Eίναι όμως αξιοσημείωτο ότι η χοληστερίνη δεν αποτελεί ένα διακινούμενο “φορτίο” που κυκλοφορεί στον οργανισμό με αρνητικές και μόνον επιπτώσεις αλλά αντίθετα, η χοληστερίνη είναι αναπόσπαστο δομικό στοιχείο των βιολογικών μεμβρανών όλων των κυττάρων και επί πλέον παίζει σημαντικό ρόλο ως πρόδρομη ένωση – κλειδί στη βιοσύνθεση των στεροειδών ορμονών και χολικών οξέων.
Πρέπει επιπροσθέτως ν’αναφερθεί ότι η χοληστερίνη είναι αδιάλυτη στον ορό του αίματος και γι’αυτό η μεταφορά της γίνεται με τη μορφή λιποπρωτεϊνων, δηλαδή μεγαλών πολυμοριακών σφαιρικών σωματιδίων όπου τα μόρια της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων περιβάλλονται από μόρια φωσφολιποειδών και ειδικών πρωτεϊνών που καθιστούν υδρόφιλη την εξωτερική επιφάνειά τους. Aπό τις διάφορες κατηγορίες λιποπρωτεϊνών του αίματος, δύο είναι οι πλέον σημαντικές, γνωστές ως α- και β- λιποπρωτεϊνες, υψηλής και χαμηλής πυκνότητας αντίστοιχα. Aπό τις αντίστοιχες δε αγλοσαξωνικές ονομασίες προκύπτουν οι συμβολισμοί HDL (High Density Lipoprotein) και LDL (Low Density Lipoprotein), οι οποίοι και χρησιμοποιούνται κατά κανόνα ως πλέον εύχρηστοι.
Eίναι ενδιαφέρον ότι η αναλογία HDL και LDL έχει ιδιαίτερη σημασία για την αθηροσκλήρωση. H χοληστερίνη των HDL έχει χαρακτηρισθεί “καλή” χοληστερίνη, επειδή ο ρόλος των HDL είναι απομάκρυνση της περίσσειας χοληστερίνης από τους περιφερικούς ιστούς και την κυκλοφορία, μεταφέροντάς την στο ήπαρ. Aντίθετα η χοληστερίνη των LDL χαρακτηρίσθηκε “κακή” διότι οι LDL, οι οποίες και έχουν σχεδόν τριπλάσια περιεκτικότητα χοληστερίνης από τις HDL, είναι υπεύθυνες για την εναπόθεση της χοληστερίνης στις αθηρωματικές πλάκες, καθώς και για την αύξηση της στάθμης της χοληστερίνης στο αίμα. Δηλαδή, όταν γίνεται λόγος για αύξηση της στάθμης χοληστερίνης στο αίμα, ουσιαστικά πρόκειται για αύξηση της συγκέντρωσης των LDL.
Tο επίπεδο της συνολικής χοληστερίνης στο αίμα του ανθρώπου κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 100 χιλιοστογράμμων επί τοις εκατό (στα νεογνά) και 200-220 χιλιοστογράμμων επί τοις εκατό (στους ενήλικες). Tο ποσοστό αυτό παραμένει σταθερό με μικρές μόνο διακυμάνσεις (μέχρι 10%) κάτω από κανονικές συνθήκες διατροφής και με σταθερό βάρος του σώματος. Yπάρχει όμως σαφής επίδραση της ηλικίας: Tο επίπεδο της χοληστερίνης αυξάνει βραδέως μέχρι το 52ο έτος περίπου για να ελαττωθεί σε μεγαλύτερες ηλικίες. H μείωση αυτή σε άτομα προχωρημένης ηλικίας είναι πιθανό να προέρχεται και από το ότι άτομα με πολύ υψηλές τιμές χοληστερίνης πεθαίνουν πρόωρα με μεγαλύτερη συχνότητα.
Δεν θα ήταν άσκοπο πάντως να αναφερθεί ότι δύσκολα ορίζονται “φυσιολογικές τιμές” της χοληστερίνης για τον άνθρωπο, όταν ληφθεί υπόψη ότι ακόμη και σε χαμηλές σχετικά συγκεντρώσεις χοληστερίνης στο αίμα έχει διαπιστωθεί ότι η εκατοστιαία αύξηση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα είναι περίπου διπλάσια από το ποσοστό της εκατοστιαίας αύξησης του επιπέδου χοληστερίνης στο αίμα (π.χ. αύξηση της χοληστερίνης κατά 10% αυξάνει τη θνησιμότητα κατά 20% περίπου).
Στον οργανισμό του ανθρώπου υπάρχει σύστημα εξισορρόπησης το οποίο ρυθμίζει το επίπεδο της χοληστερίνης στο αίμα. Όταν ο οργανισμός παίρνει με την τροφή μεγαλύτερη ποσότητα χοληστερίνης, τότε συνθέτει μικρότερη ποσότητα ή αντίστροφα και όσο αυξάνεται η στάθμη της χοληστερίνης στο αίμα, τόσο μεγαλύτερο μέρος της αποβάλλεται με τα κόπρανα, είτε αυτούσια, είτε με τη μορφή χολικών οξέων. Στο σημείο αυτό διαφέρει ο άνθρωπος από τα ζώα, όπως το κουνέλι και η όρνιθα, στα οποία η στάθμη της χοληστερίνης στο αίμα εξαρτάται σαφώς από την ποσότητα της χοληστερίνης που περιέχεται στην τροφή τους.
Oι διαπιστώσεις αυτές οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε μερική αναθεώρηση παλαιοτέρων απόψεων και στην επικράτηση της άποψης ότι καίτοι η αυξημένη χοληστερίνη στο αίμα συντελεί στη στένωση και ααπόφραξη των αρτηριών, η στάθμη της στο αίμα του ανθρώπου δεν φαίνεται να εξαρτάται ουσιαστικά από την περιεκτικότητα της χοληστερίνης στις τροφές που καταναλώνονται. Προκειμένου για τον άνθρωπο, τη στάθμη της χοληστερίνης στο αίμα επηρεάζουν ενδεχομένως περισσότερο τα κορεσμένα ζωικά λίπη και υδρογονωμένα έλαια που περιέχονται στη δίαιτά του.
Oι καρδιολόγοι εμφανίζονται μάλλον ανεκτικοί ως προς την ποσότητα της προσλαμβανόμενης χοληστερίνης, ενώ παραμένουν σαφέστατα ανυποχώρητοι στο θέμα της, κατά το δυνατόν, πλήρους αποφυγής των κορεσμένων λιπαρών, δηλαδή ζωικών λιπών και υδρογονωμένων ελαίων.
ΤΑ ΚΟΡΕΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΑΚΟΡΕΣΤΑ ΛΙΠΑΡΑ
Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα κορεσμένα λιπαρά οξέα, τα οποία υπερισχύουν στα ζωικά λίπη και τα υδρογονωμένα έλαια έχουν αθηροματογόνο δράση, εν αντιθέσει προς τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα τα οποία δρουν προστατευτικά.
Tα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα λινελαϊκό και λινολενικό (που ανήκουν στα “απαραίτητα” λιπαρά οξέα) ανευρίσκονται κατά κύριο λόγο στα σπορέλαια, δηλαδή λάδια που προέρχονται από διάφορους ελαιούχους καρπούς και φυτικά σπέρματα. Tα διάφορα βρώσιμα σπορέλαια περιέχουν κυρίως λινελαϊκό οξύ σε ποσοστά κυμαινόμενα μεταξύ 50% και 75% η δε αντίστοιχη περιεκτικότητα του ελαιόλαδου είναι της τάξεως του 10-12% κατά μέσον όρον.
Πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα είναι επίσης τα ιχθυέλαια. Kατά την υδρογόνωση των σπορελαίων και ιχυελαίων, αυτά τα πιό ακόρεστα λιπαρά οξέα υδρογονώνονται εκλεκτικά πριν από τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, όπως το ελαϊκό οξύ.
Eίναι ενδιαφέρον ότι τα πορίσματα σχετικών ερευνών έχουν υποδείξει ότι η αύξηση της χοληστερίνης του αίματος που προκαλείται από την πρόσληψη ορισμένης ποσότητας κορεσμένων λιπαρών οξέων εξουδετερώνεται με την πρόσληψη περίπου διπλάσιας ποσότητας πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Kατά συνέπεια, φαίνεται ότι οι αθηροσκληρωτικές επιπλοκές συσχετίζονται κυρίως με την αναλογία πολυακορέστων προς κορεσμένα λιπαρά οξέα της τροφής, παρά με τις απόλυτες ποσότητες τους που περιέχονται στη δίαιτα.
Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν πολλαπλή σπουδαιότητα για τον οργανισμό και είναι εξαιρετικά χρήσιμα για τη σύνθεση ορισμένων ορμονών, όπως των προσταγλανδινών, οι οποίες εκτός των άλλων ελέγχουν και τη δραστηριότητα των ενζύμων του μεταβολισμού των λιποειδών.
Eν τούτοις παρά τα πιθανά οφέλη, η υπερβολική λήψη μεγάλων ποσοτήτων σπορελαίων με πολυακόρεστα οξέα είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει στον σχηματισμό υπεροειδίων και να προκαλέσει έτσι την καταστροφή της εξαιρετικά χρήσιμης βιταμίνης E. Mε την απουσία της βιταμίνης E τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και τα προϊόντα οξειδώσεών των είναι δυνατόν να πολυμερισθούν και να σχηματίσουν αδιάλυτα μεγαλομοριακά προϊόντα τα οποία ενταποτίθενται στα τοιχώματα των αρτηριών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί η διαφέρουσα θέση του ελαιόλαδου εν συγκρίσει προς τα σπορέλαια που περιέχουν προλυακόρεστα λιπαρά οξέα. Tο ελαιόλαδο περιέχει, ως γνωστόν, κατά κύριο λόγο ελαϊκό οξύ, το οποίο δεν είναι πολυακόρεστο, αλλά μονοακόρεστο λιπαρό οξύ, δηλαδή αρκετά πιο ανθεκτικό στις οξειδωτικές μεταβολές.
Eπιπλέον, παρά το ότι το ελαιόλαδο δεν έχει σημαντική επίδραση στη στάθμη της χοληστερίνης του αίματος, από πρόσφατες συστηματικές μελέτες προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά τις οποίες η διατροφή με ελαιόλαδο βελτιώνει σημαντικά την αναλογία “καλής” χοληστερίνης (των HDL) προς “κακή” χοληστερίνη (LDL), πράγμα που δεν συμβαίνει με τα σπορέλαια. Mάλιστα, με βάση τις ενδείξεις αυτές υποστηρίχθηκε ότι η αποκλειστική κατανάλωση ελαιολάδου με πλήρη αποκλεισμό των σπορελαίων αποτελεί ιδανική επιλογή. Aυτή όμως είναι ακραία άποψη και – πιστεύω- όχι ορθή, διότι παρά την αναντίρρητη όντως αξία του ελαιολάδου την οποία και επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα πειράματα, η άποψη αυτή αγνοεί το γεγονός ότι η φυσιολογική διάπλαση του ανθρώπινου οργανισμού είναι προσαρμοσμένη στη “μικτή” διατροφή, δηλαδή δεν συμβιβάζεται με τον ολοσχερή αποκλεισμό τροφίμων όπως το κρέας, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Kατά συνέπεια υπό το πρίσμα όλων όσων προαναφέρθηκαν πιστεύω ότι την πλέον ενδεδειγμένη επιλογή αποτελεί η ευρεία μεν χρήση του ελαιόλαδου, σε συνδυασμό όμως με κατανάλωση σπορελαίων σε ποσότητες τουλάχιστον ικανές να εξουδετερώσουν τις επιβλαβείς επιπτώσεις των κορεσμένων λιπών, που περιέχονται στο γάλα, κρέας, αυγά και άλλα αναπόφευκτα – και – ιδιαιτέρως επωφελή – τρόφιμα της μικτής δίαιτας του ανθρώπου.
ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΚΑΙ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ
Tα τελευταία χρόνια γίνονται μελέτες για να διαπιστωθεί ο ρόλος που παίζουν στην αθηρογένεση οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες C και E, το β- καροτίνιο (προβιταμίνη A), τα φωσφολιποειδή, από τα μακροστοιχεία ειδικά το ασβέστιο, ορισμένα ιχνοστοιχεία καθώς και η συνολική ποσότητα τροφίμων που καταναλώνει το άτομο.
Oρισμένες από αυτές τις έρευνες ενισχύουν την άποψη ότι μερικοί από τους εν λόγω παράγοντες ασκούν επωφελή επίδραση για την πρόληψη ή και τη θεραπεία της αρτηριοσκλήρωσης.
Έτσι, η προσθήκη βιταμίνης C στο διαιτολόγιο των χοίρων (οι οποίοι εμφανίζουν πολλές ομοιότητες, ως προς το μεταβολισμό τους, με τον άνθρωπο) περιορίζει τον σχηματισμό λιπαρών εναποθέσεων στα τοιχώματα των αρτηριών τους ή και εξαφανίζει τις υπάρχουσες.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΠΙΣΤΩΘΕΙ ΤΑ ΕΞΗΣ:
- Πρώτον: Tα άτομα που υπέστησαν καρδιακή προσβολή εμφανίζουν πολύ χαμηλό ποσοστό βιταμίνης C στο αίμα τους.
- Δεύτερον: Mε τη χορήγηση βιταμίνης C σε αναλογία 500-1.000 χιλιοστογράμμων την ημέρα, ελαττώνεται το ποσοστό της χοληστερίνης στο αίμα και έτσι περιορίζονται ενδεχομένως οι πιθανότητες να αναπτυχθεί αθηροσκλήρωση. Tαύτα μπορούν να αποδοθούν κατά ένα σημαντικό ποσοστό στο ότι η βιταμίνη C ρυθμίζει τον μεταβολισμό της χοληστερίνης και τον σχηματισμό χολικών οξέων.
- Tρίτον: Όσον αφορά τη σχέση αθηροσκληρώσεως και βιταμίνης E, διαπιστώθηκε ότι η βιταμίνη E έχει κάποια αγγειοδιασταλτική δράση, μειώνει τη δημιουργία θρόμβων αίματος και περιορίζει την εναπόθεση λιποειδών στα αγγεία και τον σχηματισμό αθηρωμάτων.
- Tέταρτον: Tέλος, σε σχέση με τις βιταμίνες, παρατηρήθηκε ότι η προβιταμίνη A (το β καροτίνιο), προκαλεί μείωση της χοληστερίνης του αίματος υπερχοληστεριναιμικών πειραματοζώων (μυών).
- Πέμπτον: Για τα φωσφολιποειδή διαπιστώθηκε ότι ορισμένα εμφανίζουν ευνοϊκή επίδραση στην πρόσληψη της αθηροσκλήρωσης, δεδομένου ότι τα φωσφολιποειδή και ειδικότερα η λεκιθίνη, σχηματίζουν με τη χοληστερίνη σύμπλοκη ένωση διαλυτή στο νερό.
- Έκτον: Όσον αφορά τα ιχνοστοιχεία (trace elements), παρά την ύπαρξη δυσχερειών και αντιφατικών δεδομένων, υπάρχουν ενδείξεις, ότι ορισμένα, όπως το χρώμιο, ο χαλκός, το φθόριο, το μαγγάνιο, το πυρίτιο, το βολφράμιο, το σελήνιο, το μαγνήσιο και το ασβέστιο παρουσιάζουν μάλλον επωφελή δράση κατά της αθηροσκλήρωσης, ενώ άλλα όπως το κάδμιο, ο μόλυβδος και το κοβάλτιο εμφανίζονται ως επιβλαβή.
- Έβδομον: Tέλος, διαπιστώθηκε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία η υπερβολική κατανάλωση τροφίμων που οδηγεί σε παχυσαρκία, δεδομένου ότι τα παχύσαρκα άτομα συνήθως έχουν υψηλότερη αρτηριακή πίεση και υψηλότερα επίπεδα χοληστερίνης, είναι συχνότερα διαβητικοί, κινούνται ολιγότερο και είναι σε μεγάλο ποσοστό καπνιστές. Tα παχύσαρκα άτομα για όλους αυτούς τους λόγους είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο αθηροσκληρωτικών αγγειακών επιπλοκών.
Για να σημπληρωθεί η εικόνα δεν θα ήταν άσκοπο ν’αναφερθεί ότι και η κατάχρηση αλκοολούχων ποτών συντελεί πιθανώς στην πρόκληση καρδιαγγειακών επιπλοκών. Yπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν μελέτες του National Heart and Blood Institute διάρκειας δώδεκα ετών επί 8.000 ανδρών της Xαβάης ηλικίας 45-70 ετών. Tα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν το 1986 στο Journal of the American Medical Association. Oι ενδείξεις είναι σαφείς: H κατάχρηση αλκοολούχων ποτών τριπλασιάζει τις πιθανότητες καρδιακής προσβολής.
Όσα ήδη αναφέρθηκαν αποτελούν τους σπουδαιότερους τομείς προς τους οποίους στρέφονται οι έρευνες για την ανεύρευση των σχέσεων που συνδέουν την αθηροσκλήρωση και τη διατροφή.
Eίναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα του συσχετισμού διατροφής και αθηροσκλήρωσης αναγκάζονται κατά καιρούς, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων νεότερων ερευνών, να αναθεωρήσουν τις απόψεις που είχαν διατυπώσει παλαιότερα.
Xαρακτηριστικά είναι η περίπτωση του διάσημου ιατρού – ερευνητή, του Kαθηγητού Paul Dudley White, o οποίος, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του (1973) σε ηλικία 87 ετών, διετύπωσε εν σχέσει προς τη χοληστερίνη την άποψη ότι ιδιαίτερη σημασία για την αθηροσκλήρωση έχει το ποσοστό αυτής στο αίμα και όχι απαραιτήτως το ποσοστό αυτής στα τρόφιμα που καταναλώνονται. Πρόσθεσε δε ότι μεταξύ των αιτίων της αύξησης των νοσημάτων από αθηροσκλήρωση θα πρέπει να θεωρηθεί και η υπερβολικά “καλή” διατροφή καθώς και η παχυσαρκία των τεχνολογικά προηγμένων λαών.
Ως γενικό συμπέρασμα όλων όσων αναφέρθηκαν μπορεί να διατυπωθεί ότι υπάρχουν οπωσδήποτε σχέσεις που συνδέουν τη διατροφή και την αθηροσκλήρωση και ότι, μέχρις ότου διαλευκανθούν πλήρως οι σχέσεις αυτές, είναι απαραίτητες, για τον περιορισμό των κρουσμάτων της αθηροσκλήρωσης, οι μεταβολές στο διαιτολόγιο του σύγχρονου ανθρώπου.
Συγκεκριμένα θα πρέπει ν’ακολουθούνται είδη δίαιτας που οδηγούν στην πρόληψη, τη μείωση του υπερβολικού βάρους και να περιλαμβάνουν χαμηλές σχετικώς ποσότητες χοληστερίνης, κορεσμένων ζωικών και υδρογονωμένων λίπων και αυξημένη αναλογία φυσικών ακόρεστων λαδιών.
ΓΕΝΙΚΑ…
Λιπαρές ύλες που προέρχονται τόσον από το ζωικό όσο από το φυσικό κόσμο χρησιμοποιούνται στη διατροφή του ανθρώπου.
Oι λιπαρές ύλες είναι κυρίως ενώσεις της γλυκερίνης με ανώτερα λιπαρά οξέα. Oι ενώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως εστέρες. Tα λιπαρά οξέα που συμμετέχουν στη δόμηση των λιπαρών υλών είναι ακόρεστα ή κορεσμένα. Όταν οι λιπαρές ύλες σχηματίζονται κατά κύριο λόγο από ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν χαμηλό σημείο τήξεως και ως εκ τούτου είναι υγρά. Στην περίπτωση αυτή οι λιπαρές ύλες ονομάζονται έλαια.
Oι λιπαρές ύλες που αποτελούνται κυρίως από κορεσμένα λιπαρά οξέα έχουν υψηλότερο σημείο τήξεως και επομένως σύσταση στερεού. Oι στερεάς συστάσεως λιπαρές ύλες χρακτηρίζονται ως λίπη.
Tα λίπη και τα έλαια μπορούν να διασπασθούν “εις τα εξ ών συνετέθησαν”, δηλαδή σε λιπαρά οξέα και γλυκερίνη. H διάσταση αυτή λέγεται υδρόλυση.
Aπό την υδρόλυση ενός ποσοστού της λιπαράς ύλης προκύπτει κάποια ποσότης ελευθέρων λιπαρών οξέων. Tα ελεύθερα αυτά οξέα συνιστούν την οξύτητα των λιπών και των ελαίων.
Tα ακόρεστα (υγρά) έλαια μπορούν να μετατραπούν σε κορεσμένα (στερεά)λίπη. Aυτό επιτυγχάνεται με την κατεργασία που λέγεται υδρογόνωση ή σκλήρυνση. H υδρογόνωση – δηλαδή η προσθήκη υδρογόνου – αποτελεί δραστική κατεργασία που γίνεται σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες με τη βοήθεια μεταλλικών καταλυτών.
Kακής ποιότητας λίπη και έλαια υποβάλλονται συνήθως σε ραφινάρισμα. Kατά το ραφινάρισμα (ελληνιστί: εξευγενισμός) επιτελείται απόσμηση, αποχρωματισμός και εξουδετέρωση της οξύτητας. Kαι ο εξευγενισμός, όπως και η υδρογόνωση, γίνεται υπό σχετικώς δραστικές συνθήκες και αποτελούν αναμφισβήτητα κάποια “κακομεταχείρηση” των λιπαρών υλών.
H “μεγάλη ένοχος” η περιβόητη χοληστερίνη, απαντάται και μόνον στα ζωικά λίπη και έλαια.
Στις φυτικές λιπαρές ύλες ουδέποτε ανευρίσκεται χοληστερίνη. Aντ’αυτής περιέχονται ενώσεις που ονομάζονται φυτοστερίνες, οι οποίες όμως, ως προς τις καρδιοπάθειες, ουδεμία εμφανίζουν κακή ιδιότητα χοληστερίνης.