Η έκφραση της παθητικής επιθετικότητας στα παιδιά.
Μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια παιδιά να χτυπούν τα πόδια τους έντονα στο πάτωμα καθώς βαδίζουν. Να ουρλιάζουν και να φωνάζουν όταν αισθάνονται θυμωμένα ή να αποσύρονται και να είναι σκυθρωπά. Τα παιδιά εκφράζουν το θυμό τους μέσα από ένα ευρύ φάσμα ενεργειών και συμπεριφορών με κάποιες να είναι περισσότερο εμφανής από ό, τι άλλες. Τα παιδιά που έχουν μια τάση προς μια έμμεση έκφραση θυμού χρησιμοποιούν παθητικά επιθετικές στρατηγικές προκειμένου να επικοινωνήσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους.
Η παθητική επιθετικότητα είναι ένας σκόπιμος και επικαλυμμένος τρόπος έκφρασης συγκεκαλυμμένων συναισθημάτων θυμού και περιλαμβάνει μια ποικιλία συμπεριφορών που εκδηλώνονται προκειμένου το άτομο να εκδικηθεί ένα άλλο πρόσωπο, χωρίς το εν λόγω πρόσωπο να αναγνωρίσει τον θυμό που κρύβεται απο πίσω (Long, Long & Whitson). Οι γονείς είναι πιθανό να αναγνωρίσουν κάποιες από αυτές τις παθητικά επιθετικές φράσεις στο λεξιλόγιο του παιδιού τους κατά την λεκτική έκφραση του θυμού του.
Η αναβλητικότητα, η παράταση και η στασιμότητα είναι τρείς από τις πιο συνήθεις παθητικά επιθετικές τακτικές. Όταν ένα παιδί συμφωνεί προφορικά με αυτό το οποίο του ζητείται, αλλά μέσω της συμπεριφορικάς του καθυστερεί την ολοκλήρωσή του, η προσωρινή συμμόρφωση του απογοητεύει και προκαλεί δυσφορία στους ενήλικες.
Κάποιες φράσεις που είναι χαρακτηριστικές του παραπάνω θέματος, περιλαμβάνουν:
“Θα το κάνω μετά από αυτό που βλέπω, Δεν σε άκουσα ή δεν το άκουσα, Απλά θέλεις τα πάντα να είναι τέλεια, Έρχομαι.., Θα είμαι εκεί σε ένα λεπτό, Θα το κάνω αμέσως μετά το σχολείο, Θα το κάνω, αλλά πρέπει να πάω στην τουαλέτα πρώτα’.
Όταν ένα παιδί είναι θυμωμένο με έναν ενήλικα ή ενοχλημένο από κάτι που του ζητήθηκε, μια τυπική παθητικά επιθετική στρατηγική είναι να προσποιηθεί ή ότι δεν το άκουσε ή οτι δεν το είδε ή ότι το ξέχασε και ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό. Οι περισσότερες από αυτές είναι αρκετά γνώριμες στους περισσότερους γονείς.
Έτσι λοιπόν μερικές χαρακτηριστικές φράσεις συχνά περιλαμβάνουν:
‘‘Δεν θα μπορούσα να βρω το στυλό μου και για αυτό δεν τελείωσα την εργασία μου. Ξέχασα ότι μου είπες να το κάνω. Ίσως θα πρέπει να μου αφήσεις ένα σημείωμα την επόμενη φορά. Δεν σε άκουγα, δεν σε άκουσα. Είχα τα ακουστικά μου. Τι μου είπες να κάνω πάλι”.
Όταν η στασιμότητα, η αναβλητικότητα και το να το ‘‘ξεχνάει’’ δεν περνάνε πλέον ως δικαιολογίες, μερικά παιδιά επιλέγουν να εκφράσουν το θυμό τους προς έναν ενήλικα με το να συμμορφώνονται και να απαντούν σε αυτό που τους ζητείται αλλά να το εκτελούν με έναν μη αποδεκτό τρόπο.
Σε περίπτωση που αφορά κάποια δουλειά ή βοήθεια στο σπίτι, την εκτελούν συνήθως κατά το ήμισι. Μπορεί για παράδειγμα να πουν ‘‘Έβγαλα τα ρούχα από το στεγνωτήριο, όπως μου ζήτησες, αλλά δεν ήξερα τα ήθελες διπλωμένα.” ‘‘Προσπάθησα να αδειάσω το πλυντήριο πιάτων, όπως μου ζήτησες, αλλά δεν ήξερα πού πάνε τα πιάτα, κι έτσι τα άφησα στον πάγκο.’’ ‘‘Εκανα όλα τα μαθήματά μου. Δεν φταίω εγώ που δεν μπορείς να διαβάσεις το γράμματά μου’’.
Όταν ο ενήλικας αποδοκιμάσει το παιδί για την ποιότητα της εργασίας ή για την δουλειά που εκτέλεσε, το παθητικά επιθετικό παιδί παίζει τον ρόλο του ως θύμα κάποιων απρόσιτων προτύπων, κάτι το οποίο δημιουργεί μια ακόμη μεγαλύτερη δυσφορία στον ενήλικα.
Σε περίπτωση που αναγνωρίσει κάποιος γονέας κάποιες από αυτές τις παθητικά επιθετικές φράσεις στο παιδί του, δεν υπάρχει λόγος να πανικοβληθεί. Αρκετοί άνθρωποι χρησιμοποιούν μια παθητικά επιθετική συμπεριφορά κάποιες φορές, ως έναν «κοινωνικά αποδεκτό» τρόπο για να αποφύγουν κάποια καθήκοντα ή να προκαλέσουν εκνευρισμό και δυσφορία σε άλλους. Οι γονείς οι οποίοι οι ίδιοι γίνονται παράδειγμα προς μίμηση για μια δυναμική έκφραση θυμού και εφαρμόζουν την άμεση επικοινωνία των συναισθημάτων μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους αποτελεσματικούς τρόπους για να εκφράζουν και τα ίδια τα συναισθήματά τους
Πηγή: Signe Whitson, L.S.W.