Eπίδραση των ενδοκρινικών Διαταρακτων στην Παχυσαρκία
Ο επιπολασμός των χρόνιων μη μεταδοτικών νοσημάτων και ιδιαίτερα της παχυσαρκίας, σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) δεν δικαιολογείται μόνο από διατροφικούς παράγοντες (θερμιδική πρόσληψη) ή από αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων (μείωση της σωματικής δραστηριότητας). Η παχυσαρκία οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους παράγοντες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε πολλαπλά επίπεδα. Μια πιθανή συμβολή στην αύξηση της παχυσαρκίας είναι η έκθεση σε χημικές ουσίες που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές, τους λεγόμενους ενδοκρινικούς διαταράκτες, οι οποίοι βρίσκονται σε μια ποικιλία προϊόντων, όπως τα πλαστικά, τα κονσερβοποιημένα τρόφιμα, τα καλλυντικά, τα σαμπουάν, τα λιπαντικά, τα παρασιτοκτόνα και πολλά άλλα.
Τα τελευταία 10 χρόνια έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα η δράση των περιβαλλοντικών αυτών χημικών ρύπων, οι οποίοι παρεμβαίνουν στο ενδοκρινικό σύστημα μέσω της μίμησης των ορμονών, διαταράσσοντας έτσι τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα κυρίως κατά την ενδομήτρια ζωή, μέσω επιγενετικών τροποποιήσεων, πυροδοτεί την έναρξη εμφάνισης απειλών για την υγεία του εμβρύου τόσο κατά την κύηση, όσο και αργότερα στην ενήλικη ζωή του. Συγκεκριμένα εξετάζεται η επίδραση των παχυσαρκιογόνων ενδοκρινικών διαταρακτών, στην ανάπτυξη των χρόνιων νοσημάτων και κυρίως στον επιπολασμό της παχυσαρκίας.
Τα αποτελέσματα εμφάνισαν θετική συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στους περιβαλλοντικούς χημικούς ρύπους που μελετήθηκαν και στην εμφάνιση της παχυσαρκίας. Παρατηρήθηκε πως η έκθεση σε περιβαλλοντικά χημικά με οιστρογονική δραστηριότητα στα αρχικά στάδια ανάπτυξης ενός οργανισμού, οδηγεί στην αύξηση του σωματικού βάρους σε μετέπειτα στάδια της ζωής, μέσω μεταβολών στην έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Επιπλέον παρατηρήθηκε και η πιθανότητα μετάδοσης του μοντέλου της νόσου σε επόμενες γενιές μέσω επιγενετικών μηχανισμών. Η παγκόσμια επιδημία της παχυσαρκίας θα πρέπει να θεωρείται ως μια πολυπαραγοντική διαταραχή, που καθιστά αναγκαία την θέσπιση ολοένα και πιο αυστηρών περιβαλλοντικών μέτρων για την προάσπιση της δημόσιας υγείας, ενώ παράλληλα κρίνεται απαραίτητη η διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας στον τομέα αυτό, προκειμένου να διευκρινιστούν διεξοδικά οι δυσμενείς επιπτώσεις των ενδοκρινικών διαταρακτών στην υγεία του ανθρώπου.
Βιβλιογραφία
Βαρδακαστάνη Δ., 2014, Επιπτώσεις των χημικών ενδοκρινικών διαταρακτών του περιβάλλοντος στον επιπολασμό της παχυσαρκίας.
Anway MD., Skinner MK., 2006, Epigenetic transgenerational actions of endocrine disruptors. Endocrinology. 147, p.S43–S49.
Baillie-Hamilton PF., 2002, Chemical toxins: a hypothesis to explain the global obesity epidemic. J Altern Complement Med. 8, p.185-192.
Bang DY., Kyung M,, Kim MJ., Jung BY., 2012, Human Risk Assessment of Endocrine Disrupting Chemicals Derived from Plastic Food Containers. Review of Food Science and Food Safety. 11(5), p.453-470.
Diamanti-Kandarakis., June 2009, Endocrine-Disrupting Chemicals Endocrine Reviews, 30(4), p.293–342.
Elizabeth E. Hatch, Jessica W. Nelson, Thomas F. Webster., 2010, Association of Endocrine Disruptors and Obesity: Perspectives from Epidemiologic Studies. 33(2), p.324-332.
European Commission, 2000, Opinion of the SCF on the Risk Assessment of Dioxins and Dioxin-like PCBs in Food. SCF/CS/CNTM/DIOXIN/8, Brussels.
LaKind JS., Hays SM., Aylward LL., Naiman DQ., 2009, Perspective on serum dioxin levels in the United States: an evaluation of the NHANES data. J Expo Sci Environ Epidemiol. 19, p.435-441.
American Heart Association