Η έντονη προπόνηση με βάρη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα Κινάσης της Κρεατίνης (CK).
Η άσκηση καθώς και η σχετική ένταση της σωματικής δραστηριότητας, μπορεί να επηρεάσει μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα ένα ευρύ φάσμα εργαστηριακών αποτελεσμάτων.
Είναι καίριας σημασίας να διαχωριστούν τα παθολογικά από τα φυσιολογικά αποτελέσματα στις επιδράσεις της άσκησης και να ερμηνευτούν με προσοχή οι τιμές κάποιων βιοδεικτών σε σωματικά δραστήρια άτομα, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα μπορούν να πέσουν έξω από τα συμβατικά πεδία.
Έχει αποδειχθεί ότι η μεσαία και μακροχρόνια ή η έντονη άσκηση προκαλεί παροδικές αυξήσεις των μυϊκών και καρδιακών βιοδεικτών.
Η άσκηση με αντιστάσεις μπορεί να οδηγήσει σε τοπική βλάβη του μυϊκού ιστού η οποία συνοδεύεται από απελευθέρωση ενζύμων όπως της Κινάσης της Κρεατίνης (CK).
Η κρεατίνη παράγεται στο ανθρώπινο σώμα από αμινοξέα κυρίως στο νεφρό και στο ήπαρ. Μεταφέρεται στο αίμα για να χρησιμοποιηθεί από τους μύες (τo 95% της συνολικής κρεατίνης βρίσκεται στο σκελετικό μυ). Το μισό της αποθηκευμένης κρεατίνης προέρχεται από τα τρόφιμα (περίπου 1g ανά ημέρα κυρίως από το κρέας). Το σύνολο της παραγόμενης κρεατίνης στον οργανισμό είναι το άθροισμα της παραγόμενης ενδογενώς μαζί με την ποσότητα που εισάγεται μέσω των τροφών. Ένα μέρος κρατείται από τους μυϊκούς ιστούς και ένα άλλο αποβάλλεται από τα νεφρά.
Η κρεατίνη ενώνεται με φώσφορο και σχηματίζει την φωσφοκρεατίνη (PCr), η οποία είναι συστατικό των σκελετικών μυών και διασπάται για να προμηθεύσει ενέργεια το κύτταρο. Όταν τα αποθέματα της δεν είναι επαρκή, χρησιμοποιούνται άλλες πηγές για παραγωγή ενέργειας στους μύες όπως το γλυκογόνο (κύρια μορφή αποθήκευσης υδατανθράκων στους μύες και στο ήπαρ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή γαλακτικού οξέος που θα επιφέρει σημάδια κόπωσης.
Προϊόν διάσπασης της φωσφορικής κρεατίνης με σκοπό να παραχθεί ενέργεια είναι η κρεατινίνη η οποία είναι αζωτούχο προϊόν του μεταβολισμού που παράγεται καθημερινά από τον οργανισμό και το οποίο θεωρείται ως υπόλειμμα που πρέπει να αποβληθεί. Η αποβολή της προϋποθέτει καλή και επαρκή λειτουργία του αίματος και του ουροποιητικού συστήματος και αποτελεί σημαντικό δείκτη για την αξιολόγηση της κατάστασης των νεφρών. Η αύξηση των επιπέδων της στο αίμα συνδέεται με νοσήματα των μυών (μυϊκή δυστροφία, μυοσίτιδα), παθήσεις νεφρών, αιμορραγίες, υποθυρεοειδισμό κ.α.
Η φωσφορική κρεατίνη αποτελεί μια σημαντική εφεδρεία ενέργειας για τους μύες μέσω αναπλήρωσης του ΑΤP ( το ενεργειακό νόμισμα του οργανισμού για το κόστος σύσπασης του μυϊκού ιστού). Συντίθενται στο ήπαρ και στους νεφρούς μεταφέρεται μέσω του αίματος και προσλαμβάνεται από ιστούς που έχουν ενεργειακές απαιτήσεις πολύ υψηλές, όπως ο εγκέφαλος και οι σκελετικοί μύες. Σε περιπτώσεις αυξημένων ενεργειακών αναγκών η αναπλήρωση γίνεται μέσω του ενζύμου Κινάσης της Κρεατίνης (CK), το οποίο καταλύει την μεταφορά φωσφορικής ομάδας στην κρεατίνη και έτσι δημιουργείται η φωσφοκρεατίνη με σκοπό την γρήγορη παραγωγή ενέργειας.
Η Kινάση της Kρεατίνης (CK) αποτελεί έναν από τους καλύτερους δείκτες μυϊκής βλάβης και χρησιμοποιείται για την διάγνωση της υπερβολικής άσκησης ή προπόνησης. Αποτελεί δείκτη βλάβης του μυοκαρδίου και των σκελετικών μυών και σε μικρότερο βαθμό του εγκεφάλου και άλλων οργάνων. Η μέτρηση της δραστηριότητας της είναι σημαντικός διαγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση κυτταρικής νέκρωσης των μυών και βλάβης των ιστών λόγω ασθένειας ή τραύματος. Είναι ένζυμο που βρίσκεται στο κυτοσόλιο (η ρευστή ουσία του κυττάρου) και στα μιτοχόνδρια των ιστών (οι κινητήρες του κυττάρου που παράγουν το μεγαλύτερο ποσό της βιολογικής ενέργειας), όπου οι απαιτήσεις ενέργειας είναι υψηλές. Βρίσκεται στην καρδιά, τους σκελετικούς μύες, τον εγκέφαλο και άλλους ιστούς. Υπάρχουν 3 διαφορετικές μορφές CK στο σώμα
- Η CK –ΜΜ που βρίσκεται κυρίως στους σκελετικούς μύες
- Η CK-ΜΒ που βρίσκεται κυρίως στην καρδιά
- Η CK-BB που βρίσκεται κυρίως στον εγκέφαλο
Τα επίπεδα της C/K αυξάνονται σε τραυματισμούς των κυττάρων της καρδιάς και των μυών, σε νόσους του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, σε έμφραγμα του μυοκαρδίου (αύξηση ως και 6 φορές πάνω από το φυσιολογικό). Σημαντικά αυξημένα επίπεδα εμφανίζονται σε προκλινικά στάδια ασθενειών των μυών. Μυϊκές βλάβες και τραυματισμοί μπορεί να την αυξήσουν, όπως και η λήψη κάποιων φαρμάκων π.χ. φάρμακα για την μείωση της χοληστερόλης , καθώς και η λήψη μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ. Ενώ ο λόγος για την απελευθέρωση της C/K σε περιπτώσεις όπως του εμφράγματος είναι σαφής, είναι λιγότερο σαφές για ποιο λόγο ακόμη και η χαμηλή εως μέτρια σε ένταση άσκηση οδηγεί στην απελευθέρωση της στο αίμα.
Επίμονα αυξημένα επίπεδα της C/K κατά καιρούς συναντώνται σε υγιή άτομα.
Η συγκέντρωση της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τον βαθμό αύξησης της πριν και μετά την άσκηση, όπως το φύλο, την φυλή, την ηλικία, την μυϊκή μάζα και την φυσική δραστηριότητα.
Η εντατική και υπερβολικά επίπονη άσκηση καταστρέφει κύτταρα των σκελετικών μυών και οδηγεί σε υψηλές δραστηριότητες ενζύμων και ιδιαίτερα της Κινάσης της Κρεατίνης (CK). Οι τιμές αυτών των ενζύμων με κυρίαρχη την C/K αυξάνονται ανάλογα με την ένταση και την διάρκεια της προηγούμενης άσκησης και οξύνονται 24 ώρες μετά την άσκηση. Οι υψηλότερες δραστηριότητες του ενζύμου C/K στον ορό βρέθηκαν μετά από παρατεταμένη άσκηση όπως τρέξιμο μαραθωνίου, τρίαθλο, βάρη ή τρέξιμο σε κατηφόρα. Ασκήσεις με βάρη που περιλαμβάνουν εκκεντρικές μυϊκές συσπάσεις, όπως πάγκο, μπορεί να προκαλέσουν μεγάλες αυξήσεις του ενζύμου.
Τα επίπεδα της Κινάσης της Κρεατίνης αυξάνουν πολύ λίγο ακόμη και σε συμμετοχή σε δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνουν εκκεντρικές μυϊκές συστολές, όπως κολύμβηση ή ποδηλασία.
Η παρατεταμένη (άνω των 2 ωρών) καθημερινή άσκηση σε δραστηριότητες που φέρουν βάρος, παράγει χρονίως αυξημένες δραστηριότητες της C/K στον ορό. Υπάρχει μια ατομική μεταβλητότητα του βαθμού με τον οποίο συνδέεται η αύξηση των επιπέδων της Κινάσης της Κρεατίνης με την άσκηση, δηλαδή στο κάθε άτομο τα επίπεδα αυξάνονται με διαφορετικό τρόπο. Η βιοχημική εξήγηση για τον βαθμό ατομικής μεταβλητότητας δεν είναι κατανοητή.
Η αύξηση των επιπέδων του ενζύμου είναι μεγαλύτερη μετά την άσκηση σε μεγάλο υψόμετρο ή την θερμότητα απ ότι μετά από αντίστοιχη άσκηση στο επίπεδο της θαλάσσης ή το κρύο.
Ο λόγος αύξησης της C/K δεν είναι γνωστός και πιθανό να σημαίνει βλάβη των κυττάρων σε διάφορα επίπεδα και κυρίως στους μύες, αφού αποτελεί δείκτη της κατάστασης των κυττάρων των μυών.
Τα επίπεδα της αυξάνονται κατά την διάρκεια και έπειτα από σκληρή άσκηση και φτάνουν στην υψηλότερη τιμή τους 1-4 μέρες μετά και επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα 3-8 μέρες μετά, οπότε είναι καλό για την μέτρηση της μέσω εξέτασης αίματος να απέχει κανείς για 7-10 μέρες από την άσκηση. Υψηλά συνεχόμενα επίπεδα C/K στον ορό μετά από απόλυτη ξεκούραση και χωρίς προδιαθεσικούς παράγοντες θα πρέπει να οδηγήσουν σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο με ιδιαίτερη προσοχή στα σημάδια μυϊκής κόπωσης καθώς μπορεί να υποδηλώνεται υποκλινική ασθένεια των μυών.
ΟΡΙΑ ΤΗΣ C/K
Aνώτατο όριο στους άνδρες 80 U/L
Ανώτατο όριο στις γυναίκες 70U/L αλλά αξιολογούμε την παράμετρο όταν η C/K περάσει τα 145 IU/mL
Σημάδια κούρασης, μυϊκοί πόνοι και χαμηλά επίπεδα ενέργειας είναι συμπτώματα υπερβολικής κούρασης από έντονη άσκηση και καλό θα ήταν να γίνει ένας εργαστηριακός έλεγχος για την αξιολόγηση της κατάστασης της Κινάσης της Κρεατίνης (C/K).
Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε ως μια αμυντική προσπάθεια του οργανισμού, ώστε να σταματήσουμε να τον πιέζουμε περισσότερο πιθανόν από όσο αντέχει. Η υπερβολική άσκηση-υπερπροπόνηση είναι συχνό φαινόμενο όχι μόνο στους επαγγελματίες αθλητές αλλά και στους αθλούμενους που ακολουθούν ένα πρόγραμμα με βάρη στο γυμναστήριο. Είναι η διατάραξη της ισορροπίας του οργανισμού σε σχέση με τον όγκο, την διάρκεια και την ένταση της άσκησης και στον βαθμό που μπορεί το σώμα να αναρρώσει μετά από μια κουραστική προπόνηση. Οφείλεται κυρίως στην λανθασμένη αντίληψη των αθλούμενων με βάρη που συχνά αγγίζει τα όρια εμμονής, ότι όσο περισσότερο τόσο καλύτερα, με αποτέλεσμα η προπόνηση να γίνεται ολοένα και πιο σκληρή, σχεδόν καθημερινή χωρίς ενδιάμεσα διαστήματα ξεκούρασης και αποκατάστασης των μυϊκών ομάδων. Όλο αυτό όμως δυστυχώς οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα την μείωση των επιδόσεων και την σταδιακή κατάρρευση του οργανισμού.
Χρειάζεται προσοχή και μέτρο, καθώς τα όρια μεταξύ της άσκησης και του μέγιστου των δυνατοτήτων μας είναι πολύ λεπτά. Η υπερβολική άσκηση αντιστάσεων, η υπέρβαση των ορίων αντοχής και η πίεση του σώματος θα διαταράξουν τον οργανισμό βιοχημικά, δίνοντας ανεβασμένους δείκτες μυϊκής καταστροφής στο αίμα όπως της C/K και θα λειτουργήσουν ως διαχωριστική γραμμή της ισορροπίας του οργανισμού (υγείας) και του βασικού παράγοντα για την διατήρηση της υγείας (άσκηση).