Τι είναι το αμνιακό υγρό και ποιες οι λειτουργίες του
Το υγρό της ενδομητρικής κοιλότητας που περιβάλλει το έμβρυο στην εγκυμοσύνη λέγεται αμνιακό υγρό και παίρνει το όνομά του επειδή βρίσκεται μέσα στον αμνιακό σάκο (που σχηματίζεται από τη συγχώνευση του χορίου, του αμνίου και του εμβρυϊκού μίσχου). Ο αμνιακός σάκος γεμίζει με άσηπτο, σχεδόν άχρωμο υγρό που στις 12 εβδομάδες είναι σε ποσότητα 50 κ.ε, στις 20 εβδομάδες περίπου 400 κ.ε, ενώ προς το τέλος της εγκυμοσύνης φτάνει κοντά στο 1 λίτρο και έχει ένα φυσιολογικό εύρος διακύμανσης μεταξύ 400-1500 κ.ε.
Το αμνιακό υγρό:
- Προστατεύει το κύημα από εξωτερικές κακώσεις και τραυματισμούς
- Επιτρέπει τη συνεχή ανάπτυξη και τις ελεύθερες κινήσεις του εμβρύου
- Διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του εμβρύου με αποτέλεσμα ο μεταβολισμός του “αφήνεται” να προάγει την ανάπτυξή του
- Προφυλάσσει το έμβρυο από ενδομήτριες μολύνσεις
- Συμβάλλει στην ομαλή κάθοδο του εμβρύου μέσα στη λεκάνη της εγκύου, αλλά και στην διαστολή του τραχήλου την ώρα του τοκετού
- Βοηθάει την ωρίμανση των πνευμόνων, προετοιμάζοντας το έμβρυο για την λειτουργία της αναπνοής αμέσως μετά τον τοκετό.
Η παραγωγή του αμνιακού υγρού
Στην αρχή της εγκυμοσύνης, το αμνιακό υγρό αποτελεί ένα διήθημα που προέρχεται από το μητρικό και το εμβρυϊκό εξωκυττάριο διαμέρισμα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μέχρι την 24η εβδομάδα, που αρχίζει η κερατινοποίηση στο δέρμα, σημαντική μεταφορά νερού γίνεται διαμέσου του εμβρυϊκού δέρματος προς το αμνιακό υγρό. Στο τελευταίο μισό της κύησης την σημαντικότερη συνεισφορά στον όγκο του αμνιακού υγρού έχουν τα ούρα του εμβρύου. Ωστόσο σήμερα ο ρόλος του ίδιου του εμβρύου-στην ρύθμιση του όγκου του αμνιακού υγρού-δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί. Πάντως, είναι γνωστό ότι το έμβρυο καταπίνει αμνιακό υγρό, το απορροφά από τον γαστρεντερικό του σωλήνα αλλά παράλληλα αυξάνει τον όγκο του αμνιακού υγρού, αποβάλλοντας μέσα στον αμνιακό σάκο τα ούρα του. Όπως διαφαίνεται το αμνιακό υγρό δεν είναι μία στατική αλλά μία δυναμικά ανανεώσιμη ποσότητα υγρού στην οποία, τα εμβρυϊκά ούρα παρέχουν περί τα 900 ml ανά ημέρα, οι πνευμονικές εκκρίσεις 150 ml, οι αμνιακοί υμένες περίπου 25 ml και άλλα 15 ml που προέρχονται από τις δερματικές, στοματικές και εντερικές εμβρυϊκές εκκρίσεις στο τέλος της κύησης. Ταυτόχρονα καταπίνονται από το έμβρυο 550 ml ανά ημέρα, 500 ml ανά ημέρα απορροφώνται από την εμβρυική επιφάνεια του πλακούντα και αποδίδονται στην εμβρυϊκή κυκλοφορία και άλλα 10 ml ανά ημέρα απορροφώνται από τους εμβρυϊκούς υμένες. Η πράξη έχει δείξει ότι το πρώτο είναι ο κανόνας ενώ το δεύτερο δεν συμβαίνει πάντα απαραίτητα.
Παθολογικές καταστάσεις του αμνιακού υγρού
Η μη παραγωγή ούρων από το έμβρυο οδηγεί σε ελάττωση του αμνιακού υγρού (ολιγάμνιο), ενώ οι αποφρακτικές καταστάσεις του πεπτικού συστήματος οδηγούν σε υδράμνιο.
Ποσότητα αμνιακού υγρού κάτω από 300-400 κ.ε θεωρείται ολιγάμνιο, αφορά στο 5-8% των κυήσεων και σχετίζεται με μεγάλη περιγεννητική θνησιμότητα. Αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε ολιγάμνιο είναι:
- διαφυγή αμνιακού υγρού από πρόωρη ρήξη των υμένων
- υπολειπόμενη ανάπτυξη -μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια
- ανωμαλίες ουροποιητικού συστήματος στο έμβρυο -συγγενείς ανωμαλίες
- σύνδρομο μετάγγισης στα δίδυμα
Ποσότητα αμνιακού υγρού πάνω από 2000 κ.ε ονομάζεται υδράμνιο, αφορά στο 0,5-1,5 % του συνόλου των κυήσεων, συνοδεύεται από αυξημένη μητρική και νεογνική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Κατηγοριοποιείται στο οξύ υδράμνιο το οποίο εμφανίζεται συνήθως μεταξύ 24ης και 27ης εβδομάδας, έχει γρήγορη εξέλιξη και κακή πρόγνωση και στο χρόνιο υδράμνιο, που είναι συχνότερο έχει αργή εξέλιξη και καλή πρόγνωση.
Τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένη ποσότητα αμνιακού υγρού από την μεριά της εγκύου είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η ουραιμία και η Rhesus ευαισθητοποίηση, ενώ από την μεριά του εμβρύου οι συγγενείς ανωμαλίες του γαστρεντερικού συστήματος, του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) και των πνευμόνων. Στο μεγαλύτερο όμως ποσοστό των περιπτώσεων με υδράμνιο 50-60% δεν αναγνωρίζεται συγκεκριμένη αιτία για αυτό και λέγεται ιδιοπαθές υδράμνιο.
Η διάγνωση
Ο όγκος του αμνιακού υγρού ελέγχεται αξιόπιστα με το υπερηχογράφημα και αφορά την μέτρηση του δείκτη του αμνιακού υγρού που σήμερα αποτελεί την πλέον έγκυρη και την περισσότερο αποδεκτή μέθοδο, γιατί αντανακλά με μεγαλύτερη ακρίβεια τον πραγματικό όγκο του αμνιακού υγρού.