Θεραπευτική αντιμετώπιση του ανευρύσματος

Facebooktwitterpinterest

Δεν χρειάζονται όλα τα ανευρύσματα χειρουργική επέμβαση. Αυτό εξαρτάται από το μέγεθός του, τα χαρακτηριστικά του ανευρύσματος και την γενική κατάσταση υγείας του ασθενή. Ανάλογα με το μέγεθός του, ο αγγειοχειρουργός θα πρέπει να προγραμματίσει μία παρακολούθηση για να ελέγχει περιοδικά το βαθμό της ανάπτυξής του. Ο ρυθμός αύξησης ενός ανευρύσματος είναι σημαντικός προγνωστικός δείκτης για την εξέλιξή του, καθώς ένας γρήγορος ρυθμός αύξησης μπορεί να μας οδηγήσει νωρίτερα στην απόφαση της επέμβασης. Συνήθως αν το ανεύρυσμα έχει διάμετρο πάνω από 5-5,5cm συστήνεται να γίνει η χειρουργική επέμβαση. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως που τα χαρακτηριστικά του ανευρύσματος και η γενικότερη κατάσταση του ασθενή μπορεί να μας οδηγήσουν στην απόφαση της επέμβασης σε μικρότερης διαμέτρου ανευρύσματα. Επειδή όμως η εγχείρηση επιφέρει κάποιους κινδύνους, το πότε (σε τι μέγεθος θα χειρουργηθεί το ανεύρυσμα) θα εξαρτηθεί και από άλλα τυχόν προβλήματα υγείας όπως π.χ. καρδιακές, πνευμονικές ή νεφρικές παθήσεις, οι οποίες αυξάνουν τους κινδύνους της επέμβασης. Οι ασθενείς με μεγαλύτερη διάμετρο ανευρύσματος έχουν και μεγαλύτερο κίνδυνο ρήξης που είναι η σημαντικότερη επιπλοκή. Υπολογίζεται πως ένα ανεύρυσμα με διάμετρο 5-6 cm έχει 25% πιθανότητα να υποστεί ρήξη, ενώ αυτός ο κίνδυνος τριπλασιάζεται όταν είναι πάνω από 7cm. Ο κίνδυνος ρήξης του αυξάνεται όσο το ανεύρυσμα μεγαλώνει.

Χειρουργική επέμβαση του ανευρύσματος

Τα περισσότερα ανευρύσματα αντιμετωπίζονται με μία επέμβαση στην κοιλιακή χώρα, στην οποία αντικαθίσταται η διάταση της αορτής με ένα απλό ή με διχαλωτό μόσχευμα. Αυτό είναι κατασκευασμένο από ισχυρό, ανθεκτικό συνθετικό υλικό (Dacron) συμβατό με τον ανθρώπινο οργανισμό. Εφόσον η επέμβαση ολοκληρωθεί επιτυχώς ο ασθενής συνήθως επιστρέφει στην κανονική του ζωή.

Ενδοαγγειακή επέμβαση του ανευρύσματος

Μερικά ανευρύσματα δύνανται επίσης να θεραπευτούν με μία νέα μέθοδο, την τοποθέτηση ενδαγγειακού μοσχεύματος δηλαδή stent graft. Το μόσχευμα αυτό τοποθετείται μέσα στην αορτή καθοδηγούμενο από έναν καθετήρα (ένα σε κάθε βουβωνική χώρα), από μία μικρή τομή. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης χρησιμοποιείται ακτινολογικός έλεγχος, ώστε να τοποθετηθεί το μόσχευμα στο σωστό σημείο. Η μέθοδος αυτή, είναι πιο σύγχρονη, μειώνει το χρόνο παραμονής του ασθενή στο νοσοκομείο και της ανάρρωσης, θεωρείται λιγότερο επεμβατική και δεν απαιτεί γενική νάρκωση. Όμως χρειάζεται συχνότερη παρακολούθηση, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο της τοποθέτησής του, για τον έλεγχο της σωστής λειτουργίας του.

Απόφαση για τον τύπο επέμβασης

Αν και οι περισσότεροι ασθενείς που πάσχουν από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής θα μπορούσαν να χειρουργηθούν με την ανοιχτή ή με την ενδαγγειακή μέθοδο, υπάρχουν περιπτώσεις που είτε λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ανευρύσματος, είτε λόγω πιθανότητας επιπλοκών σε υψηλού κινδύνου ασθενείς να προσανατολιστεί ο αγγειοχειρουργός προς τη μια ή την άλλη μέθοδο. Αυτό θα πρέπει να συζητηθεί και να αποφασίσει ο ασθενής μαζί με τον αγγειοχειρούργο τη καταλληλότερη μέθοδο, ώστε ανάλογα με την περίπτωση να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος με τις λιγότερες επιπλοκές και την καλύτερη ποιότητα ζωής.

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.