Άσθμα και κύηση
Το άσθμα αποτελεί τη συχνότερη, δυνητικά σοβαρή, χρόνια πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που επιπλέκει την κύηση. Η εγκυμοσύνη μπορεί να επηρεάσει την πορεία του άσθματος, καθώς ο κίνδυνος των παροξύνσεων του άσθματος που απαιτούν ιατρική παρέμβαση είναι υψηλότερος στις έγκυες γυναίκες.
Υπάρχουν στοιχεία ότι το άσθμα μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην έκβαση της εγκυμοσύνης και, αντιστρόφως, ότι η εγκυμοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της κλινικής κατάστασης της γυναίκας με άσθμα.
Συχνότερες παροξύνσεις παρατηρούνται στην αρχή του τρίτου τριμήνου της κύησης και κατά τη διάρκεια του τοκετού, συνηθέστερα λόγω ιογενών λοιμώξεων από τις μεταβολές της κυτταρικής ανοσίας στην εγκυμοσύνη ή λόγω της μη λήψης εισπνεόμενων κορτικοειδών. Η παρόξυνση έχει σαν συνέπεια την ιστική υποξία στο κύημα. Όταν η μητέρα δυσπνοεί, δυσπνοεί και το έμβρυο.
Η βιβλιογραφία καθώς και μελέτες που έχουν γίνει, έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με άσθμα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, καισαρικής τομής, πρόωρης ρήξης εμβρυϊκών υμένων, χοριοαμνιονίτιδας, αποκόλλησης πλακούντα, γέννησης νεογνών χαμηλού σωματικού βάρους (όσο χαμηλότερη η πνευμονική λειτουργία τόσο χαμηλότερο το βάρος του νεογνού), μεγαλύτερου χρόνου παραμονής στο μαιευτήριο, ενώ το άσθμα σχετίζεται και με αύξηση περιγεννητικής θνησιμότητας και προεκλαμψίας.
Επιπλέον, από μελέτη που διεξήχθη μεταξύ 1991-1996 στο Κεμπέκ, διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού και προεκλαμψίας είναι αυξημένος αν το κυοφορούμενο έμβρυο είναι θήλυ. Αυτές οι έγκυες αναφέρουν συχνότερα δυσκολία στην αναπνοή, νυχτερινή αφύπνιση και επιδείνωση του βήχα του άσθματος σε γενικές γραμμές, σε σχέση με αυτές που κυοφορούν αγόρια, εκ των οποίων το 50% αναφέρει βελτίωση του άσθματος.
Παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν την εγκυμοσύνη και πρέπει να αποφεύγονται, έχει βρεθεί ότι αποτελούν τα διάφορα αλλεργιογόνα – συμπεριλαμβανομένων και των κατοικίδιων ζώων – καθώς και ερεθιστικές ουσίες, ιδιαίτερα ο καπνός του τσιγάρου.
Το άσθμα κατά την κύηση επιδεινώνεται, μένει ίδιο ή βελτιώνεται σε ίσα ποσοστά.
Αίτια βελτίωσης του άσθματος στην εγκυμοσύνη αποτελούν η αύξηση στον ορό ελεύθερης κορτιζόλης, δεδομένου ότι η κορτιζόλη έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και η αύξηση της σύνθεσης οιστραδιόλης και προγεστερόνης, καθώς η δεύτερη αποτελεί ισχυρό μυοχαλαρωτικό των βρόγχων. Αντίθετα, αιτίες που είναι πιθανό να πυροδοτήσουν το άσθμα είναι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ), η αλλεργική ρινίτιδα, η λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού κλπ.
Στην αντιμετώπιση της εγκύου με άσθμα είναι σημαντική η συνεργασία του πνευμονολόγου με τον γυναικολόγο. Οι έγκυες πρέπει να είναι απολύτως ενημερωμένες οτι ο καλός έλεγχος του άσθματος είναι προϋπόθεση για την καλή έκβαση της εγκυμοσύνης.
Κύριος στόχος είναι η παροχή επαρκούς οξυγόνωσης στο έμβρυο και η πρόληψη υποξαιμικών επεισοδίων της εγκύου. Απαιτείται η τακτική παρακολούθηση με λειτουργικό έλεγχο της αναπνοής και η προσαρμογή της θεραπευτικής αγωγής σε όλη τη διάρκεια της κύησης, καθώς η βαρύτητα του άσθματος μεταβάλλεται. Η έγκυος πρέπει να εκπαιδεύεται στο να αναγνωρίζει τα συμπτώματα τυχόν επικείμενης επιδείνωσης, να συμμορφώνεται στη φαρμακευτική αγωγή και στη σωστή χρήση των εισπνεόμενων, τα οποία προτιμώνται έναντι των από του στόματος λαμβανομένων και αυτό γιατί ελάχιστη ποσότητα φαρμάκου εισέρχεται στην αιματική κυκλοφορία. Σημαντική είναι και η τακτική υπερηχογραφική παρακολούθηση ιδίως μετά την 32η εβδομάδα και μετά από κάθε επεισόδιο παρόξυνσης.
Συνήθως η πορεία του άσθματος σε επόμενη εγκυμοσύνη είναι ίδια με εκείνη που εκδηλώθηκε στην πρώτη.
Κανένα φάρμακο για το άσθμα δεν έχει αποδειχθεί από μελέτες ότι είναι απολύτως ασφαλές για το έμβρυο. Από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του άσθματος, στην κύηση είναι προτιμητέα η βουδεσονίδη. Η εισπνεόμενη σαλβουταμόλη συνίσταται ως θεραπεία ανακούφισης, ενώ η χρήση κορτικοστεροειδών από το στόμα δεν πρέπει να αποκλείεται στις παροξύνσεις του άσθματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι η χρήση θεοφυλλίνης μειώνει τον κίνδυνο προεκλαμψίας και ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων που δεν αντενδείκνυνται στη γαλουχία, όπως και η πρεδνιζόνη, τα αντιισταμινικά, τα εισπνεόμενα κορτικοειδή και οι β2-αγωνιστές, γι’ αυτό οι νέες μητέρες πρέπει να ενθαρρύνονται να θηλάζουν. Η πρεδνιζόνη θεωρείται φάρμακο εκλογής, καθώς μόνο το 10% περνά τον πλακούντα και φτάνει στο έμβρυο.
Τα εισπνεόμενα στεροειδή (βουδεσονίδη) αποτελούν την πρώτη γραμμή της θεραπείας ελέγχου για το επίμονο άσθμα στην κύηση, καθώς δεν έχει αποδειχθεί να έχουν επικινδυνότητα, από έρευνες που έχουν γίνει σε ανθρώπους.
Κατά τον τοκετό, στις περιπτώσεις που απαιτείται αναισθησία, πρέπει να προτιμάται η επισκληρίδιος αναισθησία αντί της γενικής, για να αποφεύγονται οι κίνδυνοι επιπλοκών από το αναπνευστικό.
Συμπερασματικά, το άσθμα μπορεί να περιπλέξει την πορεία της εγκυμοσύνης, και η εγκυμοσύνη μπορεί να επιδεινώσει τον έλεγχο του άσθματος σε ορισμένες γυναίκες. Η βέλτιστη διαχείριση του άσθματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι καθοριστική για την εξασφάλιση της ασφάλειας τόσο της μητέρας όσο και του εμβρύου.
Πηγές:
1. ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ, ΕΠΕ 2008
2. Managing Asthma During Pregnancy, U.S. DEPARTMENT OFHEALTH AND HUMAN SERVICES, National Institutes of Health, National Heart, Lung, and Blood Institute, 2004