Μη οργανική ενούρηση και Πρόληψη
Ως ενούρηση ορίζεται η επαναλαμβανόμενη ακούσια απώλεια ούρων, τη νύχτα ή και την ημέρα, χωρίς την ύπαρξη σαφούς οργανικού αιτίου και χωρίς να είναι συμβατή με την ηλικία του παιδιού.
Ως όριο θεωρείται η ηλικία των 5 ετών, γιατί τότε το 85-90% των παιδιών έχει επιτύχει φυσιολογικά τον έλεγχο της κύστης. Η ενούρηση διακρίνεται σε νυκτερινή, σε μικτή (νυχτερινή και ημερήσια) και σε ημερήσια μόνο, που συνήθως παραπέμπει σε οργανική αιτιολογία. Διακρίνεται επίσης σε πρωτοπαθή, όταν επιμένει από την γέννηση και συνεχίζει μετά το 5ο έτος και σε δευτεροπαθή, όταν έχει προηγηθεί έλεγχος της κύστης για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών.
Αιτιολογία
Η αιτιολογία της ενούρησης είναι πολυπαραγοντική.
Η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του συμπτώματος. Υποστηρίζεται ότι τα 3/4 των ενουρητικών έχουν τουλάχιστον έναν πρώτου βαθμού συγγενή με ιστορικό ενούρησης.
Ακόμη, αναπτυξιακοί παράγοντες οι οποίοι αφορούν κυρίως στη λειτουργία της ουροδόχου κύστης και τη ρύθμιση των υγρών του σώματος, συνδέονται με την ενούρηση. Για τη νυχτερινή ενούρηση θεωρείται ότι υπάρχει ελαττωμένη λειτουργική ικανότητα της κύστης.
Επίσης, περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως οι διαλυμένες οικογένειες, η συναισθηματική και φυσική παραμέληση του παιδιού, οι πρώιμοι αποχωρισμοί, η παρουσία ψυχιατρικής νόσου των γονέων, φαίνεται ότι σχετίζονται με την εμφάνιση της ενούρησης γιατί επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη υγιούς συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τον γονέα .
Αντίθετα, έχει αποδειχθεί ότι ο χρόνος έναρξης της εκπαίδευσης για τον έλεγχο της κύστης δεν έχει σημασία για την εμφάνιση της ενούρησης, ενώ η ποιότητα της σχέσης που εγκαθίσταται κατά τη διάρκεια του χρόνου της εκπαίδευσης ανάμεσα σε γονιό και παιδί υποστηρίζεται ότι έχει άμεση αιτιολογική σημασία σε πολλές περιπτώσεις.
Γεγονότα ζωής που προκαλούν έντονο άγχος έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση δευτεροπαθούς ενούρησης (π.χ. αποχωρισμός από τη μητέρα, γέννηση αδελφού, διάλυση οικογένειας, νοσηλεία).
Κλινική εικόνα
Η νυχτερινή ενούρηση στην πλειονότητα των περιπτώσεων εμφανίζεται μια ή περισσότερες φορές, συνήθως κατά το πρώτο τρίτο της νύχτας και σ’ οποιοδήποτε στάδιο του ύπνου.
Συχνά η προσωπικότητα των ενουρητικών παρουσιάζει ανωριμότητα, παθητικότητα και έμμεση επιθετικότητα. Συνήθως έχουν εκρήξεις οργής, προβλήματα διατροφής, ονυχοφαγία, τικ και αποφυγή των κοινωνικών δραστηριοτήτων της ηλικίας τους, π.χ. να πάνε κατασκήνωση. Ανεξαρτήτως αιτιολογίας, η ενούρηση οδηγεί στην εμφάνιση δυσκολιών στην κοινωνική προσαρμογή και δευτερογενών συναισθηματικών διαταραχών, όπως άγχος, ντροπή, ενοχή, χαμηλή αυτοεκτίμηση στο παιδί και θυμό στους γονείς. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η αρχική αιτία εμφάνισης της διαταραχής μπορεί να διαφέρει από τους λόγους που ευνοούν την εγκατάσταση και τη συνέχισή της.
Όποια και αν είναι η αρχική αιτιολογία, η ενούρηση μπορεί δευτερογενώς να ενισχυθεί και να διατηρηθεί από την στάση του περιβάλλοντος. Μια υπερπροστατευτική μητέρα, για παράδειγμα, μπορεί να καθηλώσει το παιδί σ’ αυτή τη συμπεριφορά, παρέχοντάς του δευτερογενή οφέλη (ιδιαίτερη προσοχή, ειδικές συνθήκες ύπνου, κλπ).
Πρόγνωση
Φυσιολογικά κατά την ανάπτυξη η επίπτωση της ενούρησης μειώνεται κατά 14% το χρόνο από τα 5 μέχρι τα 9 χρόνια και 16% από τα 10 μέχρι τα 18. Καλύτερη πρόγνωση έχουν τα κορίτσια και τα παιδιά με πρωτοπαθή ενούρηση.
Πρόληψη
Η άποψη ότι η ενούρηση συνδέεται με λάθη κατά τη διάρκεια εκμάθησης του ελέγχου των σφιγκτήρων δεν έχει αποδειχθεί από τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες. Παρόλα αυτά ο κατάλληλος τρόπος εκμάθησης μπορεί να δράσει προληπτικά και να μειώσει τη συχνότητα της ενούρησης. Η προτεινόμενη ηλικία που μπορεί να αρχίσει η εκπαίδευση είναι συνήθως τα δύο έτη. Το παιδί πρέπει να έχει αποκτήσει μια ορισμένη νευρομυϊκή ωριμότητα που μπορούμε να την εκτιμήσουμε από την ικανότητα του στο βάδισμα, από το να μπορεί να ακολουθεί απλές οδηγίες, να μένει καθαρό κατά τη διάρκεια αρκετών ωρών μέσα στην ημέρα, να καταλαβαίνει την πίεση από την γεμάτη κύστη και να την εκφράζει είτε λεκτικά είτε με μιμικές του προσώπου. Πρέπει επίσης να το ανταμείβουμε με κάθε επιτυχία και να μην το μαλώνουμε, το τιμωρούμε ή το κοροϊδεύουμε σε περίπτωση αποτυχίας.
(Προσαρμογή από σημειώσεις Προγράμματος Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Ψυχοπαθολογία του Βρέφους, του Παιδιού και του Εφήβου»).
Μαρία Βερβέρη,
Ψυχολόγος
Ψυχολόγος