Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση διαφόρων θεωριών σχετικά με την επίδραση που μπορεί να έχει η γλώσσα σαν μέσο επικοινωνίας στην αντίληψη, τη διαμόρφωση της σκέψης και στη μνήμη των ατόμων.
Οι θεωρίες αυτές έχουν σαν βάση την πεποίθηση ότι η κάθε γλώσσα εκφράζει και μια συγκεκριμένη «κόσμο-αντίληψη» και με αυτόν τον τρόπο, εκείνοι που μιλούν μια συγκεκριμένη γλώσσα έχουν και μια συγκεκριμένη οπτική του κόσμου που τους περιβάλλει. Κάποιες από τις θεωρίες αυτές υποστηρίζουν, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ξεκάθαρα ευρήματα ερευνών, ότι η σκέψη μας καθορίζεται από τη γλώσσα που μιλάμε, ενώ κάποιες άλλες ότι απλά επηρεάζεται από αυτήν.
Πραγματικά, έχουν εντοπιστεί σημαντικές γλωσσικές διαφορές μεταξύ λαών ή φυλών στον κόσμο.
Για παράδειγμα, ενώ η Αγγλική γλώσσα περιλαμβάνει ονόματα αλλά και ρήματα, η Νοότκα(γλώσσα ιθαγενών της Ν.Αμερικής) έχει μόνο ρήματα! Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτη η ιδιαιτερότητα κάποιων γλωσσολογικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι στα Τουρκικά (αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες) υπάρχουν περισσότεροι του ενός παρελθόντες χρόνοι: ένας για να εκφράσει κάποιος μια άμεση εμπειρία και άλλος για να αναφερθεί κάποιος σε κάτι που συμπεραίνει ή που έμαθε από φήμες. Ακόμα, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι υπάρχουν δομικές διαφορές ανάμεσα σε γλώσσες, κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μεταξύ ατόμων που μιλούν τόσο διαφορετικές γλώσσες, μπορεί να υπάρχει δυσκολία ακόμα και στην επικοινωνία για κάποιο συγκεκριμένο θέμα.
Παραδείγματος χάριν, αν μια γλώσσα χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις για να περιγράψει παρεμφερή αντικείμενα ενώ μια άλλη χρησιμοποιεί μία μόνο λέξη για να περιγράψει το σύνολο αυτών των αντικειμένων, τότε ο άνθρωπος που μιλά την πρώτη γλώσσα θα πρέπει να αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν το κάθε αντικείμενο, κάτι που δεν χρειάζεται να κάνει εκείνος που μιλά τη δεύτερη γλώσσα. Κατά ανάλογο τρόπο, οι Έλληνες έχουν διαφορετική αντίληψη του χιονιού από μια φυλή Εσκιμώων όπως οι Ινουίτ που χρησιμοποιούν διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το χιόνι την ώρα που χιονίζει και όταν το χιόνι είναι στρωμένο. Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, τη σημασία που έχει αυτή η γλωσσική διαφοροποίηση για έναν Ινουίτ σε σχέση με έναν Έλληνα.
Περεταίρω πειραματικά δεδομένα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι συγκεκριμένα γνωστικά πλαίσια ευνοούνται περισσότερο από κάποια άλλα λόγω ενεργειακού κόστους. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο δεδομένο ότι ο ανθρώπινος (και όχι μόνο) οργανισμός πραγματοποιεί λειτουργίες που απαιτούν όσο το δυνατό μικρότερη κατανάλωση ενέργειας προκειμένου να υπάρχουν πάντα ενεργειακά αποθέματα για περιπτώσεις άμεσης ανάγκης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια λέξη ή μια πρόταση μπορεί να δημιουργείται εύκολα στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης γλώσσας αλλά όχι μιας άλλης. Αυτό οφείλεται στο ότι στη μια γλώσσα η δημιουργία αυτής της πρότασης έχει χαμηλότερο κόστος σε γνωστικές λειτουργίες και διαδικασίες ενώ στην άλλη μεγαλύτερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη mokita που προέρχεται από τη γλώσσα της φυλής Kiriwina στη Ν.Γουϊνέα . Η λέξη αυτή σημαίνει «μια αλήθεια που όλοι ξέρουν αλλά κανείς δεν μιλά γι’αυτή». Για έναν άνθρωπο του οποίου η μητρική γλώσσα είναι η Kiriwina είναι πολύ λιγότερο το κόστος της χρήσης της λέξης mokita σε σχέση με το κόστος της προσπάθειας ενός Έλληνα να αποδώσει στη δικιά του γλώσσα τη συγκεκριμένη έννοια.
Επιπλέον, έχουν παρουσιαστεί διαφορές στην μαθηματική σκέψη και ικανότητα αφομοίωσης και χρήσης αριθμών μεταξύ ατόμων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες. Και αυτή η διαφοροποίηση σχετίζεται με τις διαθέσιμες «πηγές» ενέργειας και πληροφοριών του γνωστικού συστήματος. Έτσι, τα Αγγλόφωνα παιδιά για παράδειγμα, έχουν να μάθουν εκτός από τους «στρογγυλούς» αριθμητικούς όρους 0-9, 10, 100, κτλ. και όλους τους διαφορετικά ονομαζόμενους αριθμητικούς όρους από το 11 μέχρι το 19 ,κοκ. αλλά και για τις δεκάδες, εκατοντάδες, κτλ. Αντιθέτως, τα παιδιά που έχουν σαν μητρική γλώσσα τα Κινέζικα, είναι υποχρεωμένα να μάθουν μόνο 14 αριθμητικούς όρους (0-10, 100, 1000, 10.000). Το νούμερο 11 για παράδειγμα, δεν αναφέρεται με κάποιον ειδικό όρο, αλλά ως 10 συν 1. Οπότε, όταν τα Αγγλόφωνα παιδιά πρωτομαθαίνουν αριθμητική παρουσιάζουν προβλήματα στην αφομοίωση όλων των αριθμητικών όρων, σε αντίθεση με τα παιδιά που μιλούν Κινέζικα , όπου δεν εμφανίζεται τέτοιο πρόβλημα, λόγω του χαμηλότερου κόστους σε «πηγές πληροφοριών».
Αν και χρειάζονται πολλές ακόμα μελέτες προκειμένου να αποκομίσουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα, είναι εμφανές ότι η γλώσσα είναι ένας μόνο από τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη σκέψη αλλά και την αντίληψη. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και επειδή όταν μιλάμε συχνά λαμβάνουμε γνωστικές αποφάσεις, η υπόθεση της επίδρασης της γλώσσας πάνω στη σκέψη θα συνεχίσει να έλκει το ευρύτερο επιστημονικό ενδιαφέρον και στα επόμενα χρόνια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Clark,E. How language acquisition builds on cognitive development, Τrends in cognitive sciences, vol.8,No 10, October 2004
Atkinson, R., Εισαγωγή στην ψυχολογία του Hilgard,εκδ.Παπαζήση