Μερικοί μύθοι στην εκπαίδευση ενηλίκων
Μύθος 1. Ο ενήλικας, που συμμετέχει σε εκπαιδευτικά προγράμματα, βρίσκεται εκεί γιατί ο ίδιος το επέλεξε. Ο ενήλικας γνωρίζει την καταλληλότερη στιγμή, κατά την οποία η μάθηση θα έχει για τον ίδιο τα πιο ευεργετικά αποτελέσματα.
Πραγματικότητα: Πολλοί ενήλικες επιλέγουν τη συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα όχι επειδή κινητοποιούνται από την ανάγκη για μάθηση ή γιατί ενθουσιάζονται από τα νέα γνωστικά αντικείμενα, αλλά θεωρώντας (πολλές φορές εσφαλμένα) πως έτσι θα διασφαλίσουν μόρια ή επαγγελματικά εφόδια, που θα τους χρησιμεύσουν στην αναζήτηση ή βελτίωση της εργασίας. Θύματα ενός αδηφάγου συστήματος, που απαξιώνει προσόντα ή πριμοδοτεί διαρκώς καινούρια, μπορούν να νιώσουν περισσότερο την απειλή της απέλασης από την επικαιροποιημένη ελίτ, παρά την ατόφια ανάγκη για το καινοτόμο.
Η εκπαίδευση ενηλίκων σπάνια μπορεί να αποσυνδεθεί από την αγορά εργασίας. Συνήθως ορίζεται από αυτήν, οριοθετείται από εταιρικές ανάγκες, από ελλείψεις των προγραμμάτων των ΑΕΙ ή διακυμάνσεις στις απαιτήσεις του δημοσίου τομέα. Επομένως η ελευθερία στη μεθοδολογία, την αξιολόγηση, τις θεματικές υπάρχει στη φαντασία ρομαντικών σχεδιαστών εκπαιδευτικής πολιτικής. Ακόμα και εκείνοι, που είναι απαλλαγμένοι από επαγγελματικούς περιορισμούς, ενίοτε συμμετέχουν για ενίσχυση των κοινωνικών τους δικτύων, από κεκτημένη ταχύτητα (συνήθως τα ίδια άτομα εγγράφονται ξανά και ξανά) από μοναξιά ή για να παρουσιάσουν τον εαυτό τους και τις εμπειρίες τους.
Οι ομάδες των ενηλίκων πρέπει να θεωρούνται μικτές ως προς τις αιτίες σχηματισμού τους, τη διάθεση για μάθηση, την επένδυση στην ίδια την ομάδα και την αξιοποίηση της γνώσης.
Μύθος 2. Οι ενήλικες μαθαίνουν με το δικό τους ρυθμό και τρόπο πρόσληψης πληροφοριών
Πραγματικότητα: Οι περισσότεροι αναπαράγουν και προσδοκούν τους τρόπους που φέρουν ως μνήμη από τις εποχές που ελάμβαναν επίσημη, τυπική εκπαίδευση. Αισθάνονται ασφάλεια, όταν το πλαίσιο τους θυμίζει σε γενικές γραμμές τα δεδομένα του σχολείου ή του Πανεπιστημίου, ακόμα και αν οι κανόνες, που ίσχυαν τότε ήταν εκείνοι που ευθύνονταν για την ελλιπή εσωτερίκευση της γνώσης και την παντελή αγνόηση των ατομικών διαφορών. Αυτό γίνεται επειδή η νεότητα είναι εξιδανικευμένη, συμπαρασύροντας θετικά (ή και πολλές φορές αρνητικά, αν οι μνήμες είναι απορριπτικές), όλα όσα σχετίζονται με αυτήν.
Μύθος 3. Η μάθηση στους ενηλίκους παράγεται μέσα από την παρουσίαση των εμπειριών τους.
Πραγματικότητα: Λίγοι από την υπόλοιπη ομάδα ενδιαφέρονται να ακούσουν τις εμπειρίες των άλλων και ακόμα λιγότεροι έχουν τις γνώσεις, ώστε να εξασκήσουν ενεργητική ακρόαση, που θα νοηματοδοτήσει την παρουσίαση. Αν δεν υπάρξει συγκεκριμένη εξάσκηση δεξιοτήτων επικοινωνίας, οι περισσότεροι προτιμούν να ακούν έναν εμπνευσμένο καθηγητή και λιγότερο τα βιώματα των άλλων, παρεκτός κι αν μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους.
Μύθος 4. Η βιωματική μάθηση είναι η καλύτερη
Πραγματικότητα: Η βιωματική μάθηση και οι τεχνικές της τις πιο πολλές φορές μετατρέπονται σε επικίνδυνα, ανούσια ή ακατάλληλα παιχνίδια και σε χάσιμο χρόνου στα χέρια εκπαιδευτών, που δεν έχουν φροντίσει να διασφαλίσουν ότι η γνώση των βασικών σημείων και κανόνων μιας επιστήμης προηγείται οποιασδήποτε πρακτικής εφαρμογής της ή εάν μέσω του πειραματισμού δεν καταλήξουν στη διατύπωση θεωρίας. Είναι πάντως πιο εύπεπτη και γι αυτό προβάλλεται έντονα από τη βιομηχανία της εκπαίδευσης.
Ευστράτιος Παπάνης,