Κατάγματα κρανίου
Τα κατάγματα κρανίου χωρίζονται σε: α)κατάγματα της κυρτότητας και σε β) κατάγματα βάσης κρανίου.
Α) Τα κατάγματα κυρτότητας χωρίζονται σε γραμμικά και εμπιεσματικά.
• Γραμμικά: κάποιες φορές δεν είναι ορατά στην ακτινογραφία κρανίου, αλλά διαγιγνώσκονται με έμμεσες ένδειξεις, όπως ρινόρροια ή περιοφθαλμικά αιματώματα (raccoon eyes), ωτόρροια ή ωτορραγεία. Η προγνωστική σημασία του κατάγματος είναι μεγάλη ιδιαίτερα σε ασθενείς με καλό επίπεδο συνείδησης, διότι μας προειδοποιεί για τον ενδεχόμενο κίνδυνο να αναπτυχθεί αιμάτωμα. Το 80% των τραυματιών με Κ.Ε.Κ, οι οποίοι ανέπτυξαν ενδοκράνιο αιμάτωμα είχαν κάταγμα κρανίου.
• Εμπιεσματικά κατάγματα: κάθε κάταγμα που προβάλλει εντός της κρανιακής κοιλότητας σε βάθος που υπερβαίνει το πάχος του κρανίου. Συνήθως επιβάλλεται να αναταχθεί χειρουργικά. Η χειρουργική ανάταξη των εμπιεσματικών καταγμάτων ελαττώνει τη πιθανότητα μετατραυματικής επιληψίας, εξαλείφει συνοδό νευρολογική βλάβη, προλαμβάνει μηνιγγίτιδα. Όταν το εμπιεσματικό κάταγμα είναι αιχμηρό (κάποιο οστικό τεμάχιο είναι εντός της εγκεφαλικής ουσίας) η ανάταξη κρίνεται απαραίτητη.
Β) Κατάγματα βάσεως κρανίου : επεκτείνονται συνήθως στους παραρρίνιους κόλπους ή την κοιλότητα του μέσου ωτός και αποτελούν ανοιχτές βλάβες. Ιδιαίτερη προσοχή διότι μπορεί να επιπλακούν με μηνιγγίτιδα ή πνευμοεγκέφαλο ( εισαγωγή αέρα στην κρανιακή κοιλότητα). Ο διαγνωστικός έλεγχος περιλαμβάνει ακτινογραφίες, ειδικές λήψεις αξονικής τομογραφίας με ανασύνθεση των οστών της βάσης και ειδικές λήψεις της μαγνητικής τομογραφίας που απεικονίζουν τη ροή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΕΣΙΔΗΣ
ΝΕΥΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ