Εμβρυϊκή Ηχοκαρδιογραφία
Η εμβρυϊκή ηχοκαρδιογραφία είναι μια διαγνωστική μέθοδος που έχει σαν σκοπό τη μελέτη της ανατομίας και της λειτουργίας του καρδιαγγειακού συστήματος του εμβρύου, για να εστιάσει ή να αποκλείσει την παρουσία μιας συγγενούς καρδιοπάθειας.
Επιπλέον μπορεί να αναγνωρίσει αρρυθμίες του εμβρύου και με αυτό τον τρόπο να καθοδηγήσει τη θεραπεία.
Σε ποίες γυναίκες-εγκύους απευθύνεται:
Η εμβρυϊκή ηχοκαρδιογραφία δεν αποτελεί εξέταση ρουτίνας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συνίσταται όταν υπάρχουν ενδείξεις «υψηλού κινδύνου» για την πιθανή ύπαρξη καρδιοπάθειας στο έμβρυο. Ενδείξεις «υψηλού κινδύνου» μπορεί να αφορούν τη μητέρα ή το έμβρυο.
Πότε πραγματοποιείται:
Εκτελείται συνήθως κατά την 20η -22η εβδομάδα της κύησης. Ωστόσο,μπορεί να πραγματοποιηθεί και μετέπειτα εάν προκύψουν ευρήματα που καθιστούν απαραίτητη την εκτέλεση της.
Από ποιο γιατρό πραγματοποιείται:
Η μελέτη γίνεται από παιδοκαρδιολόγο με εξειδικευμένη εκπαίδευση στο εμβρυικό υπερηχογράφημα καρδιάς και είναι ακίνδυνη χωρίς χρήση ιονίζουσας ακτινοβολίας.
Κριτήρια για την εμβρυϊκή ηχοκαρδιογραφία:
Της μητέρας
• Οικογενειακό ιστορικό για συγγενείς καρδιοπάθειες σε έναν από τους δύο γονείς ή στα αδέρφια.
• Κληρονομικές ασθένειες με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής δυσπλασίας.
• Σακχαρώδης διαβήτης.
• Αυτοάνοσα νοσήματα.
• Χρήση φαρμάκων με αποδεδειγμένη τερατογένεση.
•Λοιμώξεις κατά τη διάρκεια της κύησης(ερυθρά,CMV,coxsackie).
Του εμβρύου
• Παθολογικά ευρήματα κατά το συνήθη υπέρηχο. (νεφρικές η σκελετικές ανωμαλίες),υποψία καρδιακής δυσπλασίας.
• Εμβρυϊκή αρρυθμία.
• Καθυστερημένη ανάπτυξη.
• Ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών.
Ακρίβεια:
Η Εμβρυϊκή Ηχοκαρδιογραφία εντοπίζει περίπου το 90% των καρδιακών ανωμαλιών σε σύγκριση με το 50-70% του συνήθους υπέρηχου.
Η θέση του εμβρύου καθώς και ο λιπώδης ιστός της μητέρας μπορούν να περιορίσουν σημαντικά την ακρίβεια της εξέτασης.
Ορισμένες καρδιακές ανωμαλίες, ωστόσο, μπορούν να ξεφύγουν όπως για παράδειγμα οι μικρές ανωμαλίες του μεσοκοιλιακού διαφράγματος. Άλλες φορές η διάγνωση μπορεί να μην επιβεβαιωθεί μετά τη γέννηση. Μια μικρή μεσοκοιλιακή επικοινωνία για παράδειγμα μπορεί να κλείσει αυτόματα κατά τη διάρκεια της ζωής του εμβρύου.
Για ορισμένες καρδιακές ανωμαλίες η προγεννητική διάγνωση δεν είναι δυνατή, όπως η ύπαρξη παραμένοντος ωοειδούς τρήματος ή του Βοτάλλειου πόρου που είναι φυσιολογικές στο έμβρυο αλλά μετά τη γέννηση είναι παθολογικές.
Τέλος, μερικές παθολογίες παρουσιάζουν εξέλιξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου και είναι ορατές μόνο κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης ή μετά τη γέννα, για παράδειγμα η πνευμονική ή αορτική στένωση και η ισθμική στένωση της αορτής. Η διαπίστωση μιας καρδιακής δυσπλασίας του εμβρύου είναι πολύ σημαντική, ιδίως αν αφορά τις πιο σοβαρές συγγενείς καρδιοπάθειες. Ένα τέτοιο εύρημα πρέπει να συζητηθεί με το καρδιολόγο, το γυναικολόγο, το νεογνολόγο, το γενετιστή, τον καρδιοχειρουργό και τον ψυχολόγο.
Μια προγεννητική διάγνωση μιας σοβαρής καρδιοπάθειας επιτρέπει να προγραμματιστεί έγκαιρα ο χρόνος και ο τρόπος του τοκετού καθώς επίσης ο τόπος, σε ένα κέντρο εξοπλισμένο κατάλληλα για τη φροντίδα του νεογέννητου και για την μετέπειτα κλινική και χειρουργική θεραπεία. Επιπλέον, παρέχεται ενημέρωση για τις γενετικές επιπτώσεις και τον οικογενειακό προγραμματισμό.