Αίσθημα παλμών – Αθώο σύμπτωμα ή καρδιακή αρρυθμία;
Κάθε μέρα οι κλινικοί καρδιολόγοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με ολοένα και περισσότερα περιστατικά ασθενών που παραπονούνται για αίσθημα παλμών. Άτομα όλων των ηλικιών μας αναφέρουν πως νιώθουν κατά διαστήματα την καρδιά τους να χτυπά πολύ δυνατά ή πολύ γρήγορα, με το σύμπτωμα αυτό να τους προκαλεί έντονη ανησυχία και προβληματισμό.
Το καθημερινό stress, ο γρήγορος ρυθμός της ζωής και το άγχος για το μέλλον έχουν αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των περιστατικών με αίσθημα παλμών, ειδικά στις νεαρότερες ηλικίες.
Η προσέγγιση του ασθενούς με αίσθημα παλμών δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση για τον καρδιολόγο. Το σύμπτωμα είναι εντελώς υποκειμενικό και απαιτεί ο γιατρός να αφιερώσει αρκετό χρόνο στη λήψη του ιστορικού και τη φυσική εξέταση πριν προχωρήσει σε επιπλέον εξετάσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις που η περιγραφή του συμπτώματος με τη σωστή καθοδήγηση από το γιατρό, μπορεί από μόνη της να θέσει ισχυρή υποψία για ύπαρξη καρδιακής αρρυθμίας ή, αντίθετα, σχεδόν να την αποκλείσει.
Στις περισσότερες περιπτώσεις και όσο νεότερος είναι ο ασθενής οι πιθανότητες μιας σοβαρής καρδιακής αρρυθμίας είναι μικρότερες. Το καθημερινό stress και η έκθεση σε ουσίες όπως η νικοτίνη, η καφεΐνη και το αλκοόλ αποτελούν τις βασικές αιτίες που προκαλούν αίσθημα παλμών. Όμως πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν (ιδίως οι γιατροί) πως τα παραπάνω, και ειδικά το stress, πρέπει να αποτελούν «εξ αποκλεισμού» διαγνώσεις και να μην προσπαθούμε να αποδώσουμε κάθε σύμπτωμα σε αυτά.
Εκτός από τη λήψη προσεκτικού ιστορικού και τη φυσική εξέταση ο καρδιολόγος διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία για τη διάγνωση και την ταξινόμηση ενός πιθανού υποκείμενου καρδιακού νοσήματος. Το καρδιογράφημα ηρεμίας και ο υπέρηχος (Triplex) καρδιάς αποτελούν απαραίτητες εξετάσεις για τη διερεύνηση του αισθήματος παλμών. Συχνά απαιτείται τοποθέτηση συσκευής καταγραφής καρδιακού ρυθμού (Holter) ενώ σπανιότερα μπορεί να χρειαστεί δοκιμασία κόπωσης. Επιπρόσθετα, μια σειρά από εξετάσεις αίματος μπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση άλλων αιτιών όπως π.χ. η αναιμία ή ο υπερθυρεοειδισμός.
Μετά την ολοκλήρωση του αιτιολογικού ελέγχου, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει απλή τροποποίηση εκλυτικών παραγόντων, φαρμακευτική αγωγή ή, σπάνια, επεμβατική αντιμετώπιση της υποκείμενης αρρυθμίας. Είναι σημαντικό η οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση να εξατομικεύεται με βάση το προφίλ του κάθε ασθενή, να αξιολογείται προσεκτικά σε μελλοντικές επισκέψεις και να τροποποιείται αν δεν καταφέρνει να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.