Υψηλή χοληστερίνη. Πώς ένα τόσο συχνό πρόβλημα είναι δυνατόν να προσεγγίζεται με τόσο λάθος τρόπο;
Στην καθημερινή κλινική πράξη μας οι γιατροί ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα διάφορα ιατρικά προβλήματα των ασθενών μας. Για πολλά από αυτά η αντιμετώπιση είναι σχετικά απλή, για άλλα χρειάζεται μια πιο σύνθετη προσέγγιση, ενώ υπάρχουν προβλήματα στα οποία η θεραπεία είναι εξαιρετικά δύσκολη ή, δυστυχώς, μερικές φορές αδύνατη.
Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε ένα συχνό και σχετικά απλό νόσημα για το οποίο έχουμε «καταφέρει» να δημιουργήσουμε τόση σύγχυση στον πληθυσμό ώστε τελικά στις περισσότερες περιπτώσεις να μην αντιμετωπίζεται σωστά, ένα από τα πρώτα που θα έρχονταν στο μυαλό μας θα ήταν οι υπερλιπιδαιμίες, πρακτικά δηλαδή οι αυξημένες τιμές χοληστερίνης.
Πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους έχει δημιουργηθεί αυτή η σύγχυση. Καταρχάς πρόκειται για μια κοινή εξέταση με πολλές όμως παραμέτρους. Ολική χοληστερίνη, «καλή» και «κακή» χοληστερίνη, τριγλυκερίδια, αθηρωματικός δείκτης, απολιποπρωτεΐνη β και α1. Μια σειρά από διάφορους δείκτες ικανή να μπερδέψει κάθε ασθενή. Τι από όλα αυτά πρέπει να ελέγξω; Πώς σχετίζονται μεταξύ τους; Πώς θα βελτιωθεί ο καθένας από αυτούς; Πρέπει να βελτιωθούν όλοι; Τι πρέπει να αλλάξω στη διατροφή μου; Χρειάζεται να πάρω φάρμακο;
Για πόσο διάστημα; Πότε πρέπει να ξανακάνω εξετάσεις;
Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η εξαιρετική ευκολία με την οποία οι γιατροί των διαφόρων ειδικοτήτων συνταγογραφούν υπολιπιδαιμικά φάρμακα ή παραγγέλνουν επιπλέον βιοχημικές εξετάσεις. Ακόμα και αν εξαιρέσουμε τις λίγες (θέλω να πιστεύω) περιπτώσεις που αυτό γίνεται εξυπηρετώντας σκοπούς διαφορετικούς της ιατρικής επιστήμης, είναι βέβαιο πως η λογική του «πάρε ένα χάπι και… βλέπουμε» αποτελεί συνήθως την εύκολη λύση για το γιατρό. Είναι όμως και η σωστή για τον ασθενή;
Η αλήθεια είναι πως η αντιμετώπιση του ασθενούς με αυξημένη χοληστερίνη δεν πρέπει να γίνεται τόσο επιπόλαια. Ενώ υπάρχουν άριστα φάρμακα για τη μείωση της χοληστερίνης με αρκετά χρόνια στην αγορά και πολλές μελέτες που αποδεικνύουν τη σημαντική δραστικότητά τους, αυτά δε στερούνται παρενεργειών, αρκετά συχνών και μερικές φορές σοβαρών. Έτσι η απόφαση για τη χορήγηση ενός τέτοιου φαρμάκου θα πρέπει να διέπεται από το σωστό υπολογισμό της σχέσης κόστους/ οφέλους για τον ασθενή, όπως γίνεται σε κάθε θεραπεία στη σύγχρονη ιατρική.
Η λέξη κλειδί στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η εξατομίκευση της θεραπείας. Πρέπει πρώτα οι θεράποντες ιατροί και στη συνέχεια και οι ασθενείς να καταλάβουν πως δεν υπάρχουν καθολικές φυσιολογικές τιμές χοληστερίνης. Μια τιμή LDL («κακή χοληστερίνη») που είναι φυσιολογική για κάποιο άτομο μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλή για κάποιο άλλο. Σε διαφορετικά άτομα με την ίδια τιμή χοληστερίνης μπορεί κάποιος να χρειάζεται εντατική φαρμακευτική αγωγή, άλλος τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών του και ένας τρίτος να μη χρειάζεται καμία παρέμβαση.
Οι διεθνείς καρδιολογικές εταιρείες δημοσιεύουν αναλυτικές οδηγίες για την κατάταξη όλων των ασθενών με βάση το συνολικό καρδιαγγειακό τους κίνδυνο, τις οποίες ανανεώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Η διαρκής ενημέρωση του θεράποντα ιατρού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας στις διάφορες ομάδες ασθενών. Η διάθεση και ο χρόνος που αφιερώνει ώστε να εξηγήσει στον ασθενή τις λεπτομέρειες της θεραπείας είναι αυτά που εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια καλή συμμόρφωση και την αποτελεσματική μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, που είναι και το τελικό ζητούμενο.