Προβλήματα ψυχικής έντασης παιδιών-Φοβίες

Facebooktwitterpinterest

Έχουμε ήδη αναφέρει ένα παράδειγμα φοβίας, της επίμονης άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο, της «σχολικής φοβίας». Η φοβία είναι ένας υπερβολικός και περιοδικός-επανερχόμενος φόβος, ο οποίος είναι αδικαιολόγητος-ανεξήγητος (ακόμη και για το ίδιο το θύμα). Είναι μια φοβική αντίδραση δυσανάλογη προς την αιτία – το φοβικό αντικείμενο ή την φοβική κατάσταση – που την προκαλεί.

Το γεγονός ότι, ακόμη και εντελώς υγιή άτομα είναι δυνατόν να υποφέρουν από παράλογους και νοσηρούς φόβους, είχε επισημανθεί πολύ παλιά από τον μεγάλο Έλληνα γιατρό Ιπποκράτη. Στον 17ο αιώνα, ο Robert Burton σχολίαζε, στο έργο του «Η ανατομία της μελαγχολίας», το αφόρητο μαρτύριο του φοβικού άγχους, ως εξής: «Όσοι ζουν μέσα στο φόβο ποτέ δεν είναι ελεύθεροι, αποφασιστικοί, ασφαλείς, ευτυχείς, αλλά βρίσκονται σε αδιάκοπο πόνο… Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία, μεγαλύτερο μαρτύριο, μεγαλύτερο βάσανο από αυτό».
Οι πιο γνωστές φοβίες είναι η κλειστοφοβία (φόβος για τους κλειστούς-περιορισμένους χώρους), η αγοραφοβία (φόβος για τους ανοικτούς χώρους και το πλήθος), η ακροφοβία (φόβος για τα ύψη) και η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα). Έχουν καταγραφεί κάπου 200 είδη φοβίας.
Μια στατιστική ανάλυση έδειξε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολλοί από τους φόβους τείνουν να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο και οφείλονται σε μια γενική τάση ορισμένων ατόμων να εκδηλώνουν φόβους- οφείλονται δηλαδή σε έναν γενικό παράγοντα φόβου. Με άλλα λόγια, ορισμένα άτομα είναι γενικώς επιρρεπή στους φόβους και τείνουν να εκδηλώνουν μια μεγάλη ποικιλία φοβιών συγχρόνως. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ορισμένα άτομα εκδηλώνουν μια από τις εξής δύο ευρείες κατηγορίες φοβίας: είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους αποχωρισμού είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους για τραυματισμό, για κτυπήματα ή για πόνο. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι οι φοβίες μπορεί να είναι και εξαιρετικά ειδικές, να εμφανίζονται μεμονωμένα στο άτομο. Είναι οι λεγόμενες μονοσυμ¬πτωματικές φοβίες.
Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «φοβία», για μερικές από τις αγχώδεις και φοβικές καταστάσεις της παιδικής ηλικίας. Πολλές από αυτές εμφανίζονται στα μάτια των ενηλίκων ως παράλογες ή δυσανάλογες προς την αιτία που τις προκαλούν, αλλά (όπως έχουμε δει) είναι τόσο κοινές στα παιδιά σε μερικές ηλικίες, ώστε πρέπει να θεωρούνται φυσιολογικοί αναπτυξιακοί φόβοι. Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι φοβίες είναι δυσπροσαρμοστικές μορφές συμπεριφοράς – δεν εξυπηρετούν κανέναν χρήσιμο σκοπό. Αντίθετα, ο φόβος του παιδιού για πραγματικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι προσαρμοστικός. Μέσω του φόβου, για παράδειγμα, το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει να αγγίζει καυτά πράγματα. Στην περίπτωση όμως της σχολικής φοβίας, η αποφυγή που δείχνει το παιδί προς κάποιες καταστάσεις είναι τελείως μη προσαρμοστική – το αναγκάζει να απουσιάζει από το σχολείο το φέρνει σε μειονεκτική θέση, όταν τελικά επιστρέφει στο σχολείο κ.λπ.
Μια μεμονωμένη φοβία μπορεί να κάνει την εμφάνισή της, σε κάθε άτομο, ακόμη και στο άτομο με μια υγιή, από κάθε άλλη άποψη, προσωπικότητα. Στα άτομα όμως με νευρωσική προσωπικότητα, μπορεί μεν να εμφανιστεί μόνη, το πιθανότερο ωστόσο είναι να εμφανιστεί σε συνδυασμό με άλλους φόβους.
Οι φοβίες εμφανίζονται πιο συχνά στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Μπορεί να παρουσιαστούν σε κάθε ηλικία και φαίνεται ότι όλα τα κοινωνικά στρώματα υποφέρουν εξίσου απ’ αυτές. Μερικές φοβίες – όπως οι φοβίες για τα πουλιά – είναι προδήλως αδικαιολόγητες, ενώ άλλες – όπως οι φόβοι για τα τραίνα, τους ανελκυστήρες ή ακόμη και για τα ύψη – επιτρέπουν κάποιον βαθμό ορθολογικής εξήγησης και δικαιολόγησης. Σε κανέναν δεν αρέσει να παραδέχεται ότι φοβάται κάτι τελείως αδικαιολόγητα, «εν αιθρία». Γι’ αυτό, συχνά το φοβικό άτομο αναπτύσσει στο μυαλό του (εντελώς ασυνείδητα) περίτεχνες εξηγήσεις, για να δικαιολογήσει τους φόβους του.
Πολλοί άνθρωποι, φυσικά, έχουν μικρο-φοβίες. Φόβοι για τις αράχνες, τα φίδια, τους περιορισμένους χώρους κ.λπ., είναι πολύ συνηθισμένοι. Κατά πόσον το παιδί χρειάζεται ή όχι θεραπεία για κάποια φοβία του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε κατά πόσον η φοβία, αυτή καθαυτή, είναι εκείνο που ταλαιπωρεί το παιδί ή ότι υπάρχουν άλλες συναισθηματικές διαταραχές που δεν του επιτρέπουν να ζήσει μια ικανοποιητική και παραγωγική ζωή.
Ένα παιδί, για παράδειγμα, είχε φόβο για τα ύψη (ακροφοβία). Μια τέτοια φοβία μπορεί να μη δημιουργούσε καμιά ιδιαίτερη ενόχληση σε πολλούς ανθρώπους, αλλά στην περίπτωση του παιδιού αυτού δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα. Επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους έφερναν το παιδί σε διαμερίσματα πολυκατοικιών που ήταν σε μεγάλα ύψη. Το παιδί κατακλυζόταν από άγχος, όταν βρισκόταν κοντά σε ένα υψηλό κιγκλίδωμα ή όταν έβγαινε στην βεράντα, ακόμη και του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας.
Ο έντονος φόβος που προκαλείται στο άτομο, όταν βρεθεί μπροστά στο φοβικό αντικείμενο, κάνει το θύμα να μετέρχεται κάθε μέσο για να αποφύγει τις καταστάσεις, στις οποίες υπάρχει πιθανότητα να συναντήσει το φοβικό αντικείμενο. Μερικές φοβίες έχουν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα – για παράδειγμα, μια ψυχαναγκαστική ορμή που σπρώχνει το άτομο να εκσφενδονιστεί πάνω από το κιγκλίδωμα της βεράντας ή μια επίμονη ανησυχία μήπως βλάψει άλλους ανθρώπους κ.λπ. Μια τέτοια φοβία γίνεται μιας πλήρους απασχόλησης «φροντίδα»-«δουλειά» για να μπορέσει να αντισταθεί στις ψυχαναγκαστικές αυτές πιέσεις και έμμονες ιδέες (Herbert, 1995).

Πώς δημιουργούνται οι φοβίες

Η πρώτη εμφάνιση μιας φοβίας μπορεί να είναι δραματικά ξαφνική, δηλαδή να αρχίσει με μια ψυχοκατακλυσμιαία εμπειρία άγχους ή μπορεί να εξελιχθεί σιγά-σιγά και ύπουλα. Σε μερικές περιπτώσεις, υπάρχει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «τραυλίζουσα» μορφή εμφάνισης της φοβίας, δηλαδή η φοβία προαναγγέλλεται από μεμονωμένες κρίσεις πανικού ή από πολύ περιορισμένα, βραχείας διάρκειας, επεισόδια άγχους.
Συνήθως, υπάρχει μια διακύμανση στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ανάλογα με τις εντάσεις στο περιβάλλον του ατόμου.
Οι ψυχαναλυτές θεωρούν τις φοβίες ως την ορατή όψη ασυνείδητων ενδοψυχικών αιτίων ή και συγκρούσεων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το άτομο με φοβία αυτό που πραγματικά φοβάται είναι να ενδώσει στον πειρασμό να εκφράζει βαθιά ριζωμένες, ασύνειδες, επιθυμίες. Αυτές οι επιθυμίες είναι ενστικτώδεις-πρωτόγονες και απαγορευμένες. Οι φοβίες συχνά αναπτύσσονται για να προστατεύουν το άτομο από καταστάσεις, στις οποίες διεγείρονται οι καταπιεσμένες επιθετικές ή ερωτικές ορμές. Δεν θέλει να ενδώσει σε αυτές του τις ορμές, αλλά αυτές τον βάζουν σε πειρασμό. Γι’ αυτό το λόγο, μεταθέτει ή μεταβιβάζει το άγχος που του προκαλούν σε κάποιο συναπτόμενο-ουδέτερο αντικείμενο, όπως τα φίδια, οι αράχνες, το νερό ή το σκοτάδι. Ένα άτομο με ασυνείδητες ή ελάχιστα συνειδητοποιημένες τάσεις αυτοκτονίας μπορεί ίσως να αναπτύξει μια φοβική αποφυγή για τα αιχμηρά μαχαίρια ή άλλα «δολοφονικά» αντικείμενα. Ένα αυστηρό πουριτανικό άτομο μπορεί να αναπτύξει συφιλιδοφοβία (φόβο μήπως κολλήσει σύφιλη) – προστατεύοντας έτσι τον εαυτό του, με τη φοβία του αυτήν, από τον πειρασμό του σεξ.
Πολλοί ερευνητές, στο χώρο της πειραματικής ψυχολογίας, συγγραφείς όπως ο Η. J. Eysenck και ο Joseph Wolpe, απορρίπτουν τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες. Πιστεύουν ότι η θεωρία της μάθησης, ο συμπεριφορισμός, κατέχει πολλά από τα μυστικά της νευρωσικής συμπεριφοράς. Ενώ συμφωνούν με τους ψυχαναλυτές ότι το άγχος παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη των φοβιών, γι’ αυτούς τα συμπτώματα είναι η πραγματική, η ίδια, η νεύρωση. Τα συμπτώματα δεν αντιπροσωπεύουν ένα είδος συμβολικής έκφρασης κάποιων δήθεν υποκειμενικών συγκρούσεων και ασύνειδων ορμών. Τα νευρωσικά συμπτώματα, οι φοβίες, μαθαίνονται.
Ο Eysenck υποστηρίζει ότι ορισμένα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στις φοβίες. Αν το παιδί έχει τον τύπο προσωπικότητας (μεγάλη εσωστρέφεια) που αυξάνει την ικανότητα του ατόμου για συνεξάρτηση, και ένα αυτόνομο νευρικό σύστημα (μεγάλο νευρωτισμό) που έχει μεγάλη απαντητικότητα, είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στη μάθηση δυσπροσαρμοστικών μορφών συμπεριφοράς.
Ας υποθέσουμε ότι ένα παιδί απειλήθηκε από τον παλικαρά συμμαθητή του, στην αυλή του σχολείου, στο διάλειμμα την ώρα που έτρωγε το «κολατσιό» του. Η τυχαία σύνδεση του συγκεκριμένου χώρου, του παιγνιδιού, της ώρας της ημέρας κ.λπ. με την απειλητική επίθεση που του προκάλεσε τρόμο, κάνει το παιδί να νιώθει άγχος κατά την ώρα του φαγητού στο χώρο του παιγνιδιού κ.λπ. Το παιδί μπορεί να κάνει μια προσπάθεια να πλησιάσει το χώρο αυτόν του παιγνιδιού, αλλά την ίδια στιγμή αρχίζει να νιώθει πανικό. Η αποφυγή της όλης κατάστασης που του προκάλεσε τον φόβο τού εξασφαλίζει ανακούφιση από το άγχος και, με αυτόν τον τρόπο, η τάση αποφυγής μεγαλώνει, ενισχύεται.
Μια έντονη αρχική φοβική αντίδραση μπορεί να γίνει περισσότερο σοβαρή καθώς περνάει ο χρόνος, ακόμη κι αν τα γεγονότα που προκαλούν φόβο δεν επαναλαμβάνονται. Αυτό το φαινόμενο της αυτο-ανάπτυξης του φόβου καλείται «επώαση του άγχους». Σε αυτή την περίπτωση, το άγχος του παιδιού για τον παλικαρά συμμαθητή του αυξάνει, εξαιτίας και μόνον του «περιορισμού» του παιδιού στο αγχογόνο σχολικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, μπορεί να εξαπλωθεί σε όλο και περισσότερα στοιχεία της σχολικής ζωής («γενίκευση του ερεθίσματος»). Μπορεί να αναπτυχθεί σε σημείο που μόνο η αποφυγή της σχολικής κατάστασης μπορεί να φέρει στο παιδί ανακούφιση από το ανυπόφορο άγχος. Το άγχος, καθώς έχει συνθεδεί χωροχρονικά με διάφορα ερεθίσματα, χωρίς να είναι κάτω από συνειδητό έλεγχο, ενεργοποιείται παρά τις καλύτερες προσπάθειες του παιδιού να το πολεμήσει.
Τα συναισθήματα του απλώς «συμβαίνουν», ας πούμε, και, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι καλό να βάζουμε τις φωνές στο παιδί και να του λέμε να συνέλθει.
Δεν είναι πάντα «δραματικές» οι καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν τις δυσπροσαρμοστικές αντιδράσεις.
Ιδέες και στάσεις (που μεταδίδονται με την άσκοπη, γεμάτη υπερβολές, φλυαρία των παιδιών) μπορούν να γίνουν πηγές αντιδράσεων αποστροφής προς διάφορες όψεις της σχολικής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο, ένα παιδί μπορεί να αποκτήσει μια φοβική στάση, χωρίς να έχει άμεσα δοκιμάσει το φοβικό ερέθισμα. Αυτό το φαινόμενο, που καλείται συμβολική μάθηση, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Αν τέτοιες παθολογικές μορφές συμπεριφοράς μπορούν να μαθευτούν, μπορούν επίσης να ξε-μαθευτούν, αν ακολουθηθούν οι ίδιοι νόμοι της μάθησης (Herbert, 1995).

Φυσιολογικοί φόβοι και νευρωσικά άγχη
Φοβικές αντιδράσεις: Καταστάσεις συναγερμού

Ο φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε γεγονότα που απειλούν την προσωπική ασφάλεια του παιδιού. Στην ουσία, είναι μια ζωτική αντίδραση προσαρμογής, την οποία κάθε γονέας αξιοποιεί για να διδάξει το παιδί να αποφεύγει τους κινδύνους. Είναι επίσης μια προσαρμοστική αντίδραση, υπό την έννοια ότι εξασφαλίζει στο παιδί την ετοιμότητα να αντιμετωπίζει καταστάσεις ανάγκης.
Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, το παιδί βιώνει μια ποικιλία από σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυκαρδία, ρίγη και τρεμούλα, στομαχικές ανωμαλίες, ξηρότητα του στόματος, εφίδρωση των χεριών κ.ά. Αυτές οι αντιδράσεις απορρέουν από βιοφυσιολογικούς μηχανισμούς του σώματος. Είναι υπο-προϊόντα των αλλαγών στη βιοχημική κατάσταση του σώματος, οι οποίες επισυμβαίνουν καθώς ελευθερώνεται η αδρεναλίνη (ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια) μέσα στην κυκλοφορία του αίματος.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα παίζει ρόλο στη διατήρηση της ισορροπίας του εσωτερικού περιβάλλοντος, μέσω της λειτουργίας των αδένων, των αιμοφόρων αγγείων, των απαλών μυών και των μυών της καρδιάς. Πρόκειται για ένα σύστημα ελέγχου κατώτερης τάξης, αλλά, όπως ο εγκέφαλος, έτσι και το σύστημα αυτό έχει μεγάλη σημασία στον καθορισμό του βαθμού εγρήγορσης «διέγερσης» του ατόμου και, ιδιαίτερα, της θυμικής-συναισθηματικής του κατάστασης.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία λειτουργούν κάπως ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Το ένα καλείται συμπαθητικό και το άλλο παρασυμπαθητικό σύστημα. Το συμπαθητικό σύστημα συνεργεί στην προσαρμογή του σώματος σε καταστάσεις συναγερμού ή κινδύνου, ενώ ο κύριος ρόλος του παρασυμπαθητικού συστήματος είναι η ρύθμιση της φυσιολογικής δραστηριότητας των οργάνων του σώματος.
Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι κάτι φοβίζει ένα άτομο. Σε μια τέτοια κατάσταση ψυχικής έντασης, κυριαρχεί το συμπαθητικό σύστημα. Καθώς η αδρεναλίνη ελευθερώνεται μέσα στον οργανισμό, γίνονται πολλές αλλαγές στις λειτουργίες του σώματος: διαστολή της ίριδας των ματιών, άρση των βλεφάρων και προβολή των βολβών των ματιών προς τα έξω, αύξηση των παλμών της καρδιάς και άνοδος της πίεσης του αίματος, μείωση της ποσότητας του αίματος στα εσωτερικά όργανα και διοχέτευση μεγαλύτερης ποσότητας του αίματος στα άκρα και στους μυς, αύξηση της αναλογίας του σακχάρου στο αίμα, αναστολή της πέψης και έκκριση από τον σπλήνα περισσότερων κυττάρων αίματος για τη μεταφορά οξυγόνου κ.ά.
Με αυτόν τον τρόπο, ορισμένες λειτουργίες αναστέλλονται, εξαιτίας της διέγερσης του συμπαθητικού τμήματος, ενώ άλλες επιταχύνονται.
Ο Walter Cannon, πρωτοπόρος στη μελέτη της φυσιολογίας των συναισθημάτων, περιγράφει αυτές τις βιοφυσιολογικές συνέπειες, όλες μαζί, ως «λειτουργίες εγρήγορσης».
Οι λειτουργίες αυτές επενεργούν σε καταστάσεις επείγουσας ανάγκης-κινδύνου, ορισμένες λειτουργίες είναι πιο ζωτικές για την επιβίωση από ό,τι είναι κάποιες άλλες. Άλλωστε, αν το άτομο δεν κατορθώσει να επιβιώσει σε έναν σοβαρό κίνδυνο μέσω της φυγής ή της άμυνας, πολύ λίγο θα το ενδιέφερε αν έχει χωνέψει ή όχι το τελευταίο του γεύμα. Κάτω, λοιπόν, από τέτοιες συνθήκες, η πέψη μπορεί να σταματήσει, ενώ μια αυξημένη ποσότητα αίματος αποστέλλεται στους μυς για να τους τονώσει, ώστε να φτάσουν στο μέγιστο σημείο αποδοτικότητάς τους για δράση.
Δυστυχώς, όμως, βιοσωματικές αντιδράσεις, που είναι χρήσιμες – ή ακόμη και σωτήριες- σε καταστάσεις κινδύνου (π.χ. η αυξημένη πίεση του αίματος), μπορεί να γίνουν παθολογικές (όπως συμβαίνει με την υψηλή υπέρταση), όταν οι εσωτερικές-θυμικές εντάσεις που τις προκαλούν είναι μόνιμες και απρόσφορες. Οι χρόνιες θυμικές εντάσεις είναι ένα κύ¬ριο χαρακτηριστικό των νευρωσικών διαταραχών. Σε αυτό εδώ ακριβώς το γεγονός οφείλεται η στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη νεύρωση και στα σωματικά συμπτώματα, τις λεγόμενες νευρoφυτικές διαταραχές.
Σήμερα, έχουμε λιγότερες περιστάσεις, από ό,τι είχαν οι πρόγονοί μας, τόσο να αντισταθούμε – να αγωνιστούμε – εναντίον πραγματικών κινδύνων, όσο και να ξεφύγουμε από αυτούς. Στη σύγχρονη εποχή, οι φόβοι μας έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε διάχυτο άγχος και αβεβαιότητα για την ικανότητά μας να επιτύχουμε στην ανταγωνιστική μας κοινωνία, για την προσωπική μας επάρκεια, για το κύρος μας και την κοινωνική μας θέση στην πολύπλοκη κοινωνική μας δομή, καθώς και τη μοναξιά μας και την έλλειψη βαθύτερου νοήματος ζωής στην χαώδη απρόσωπη κοινωνική μας μηχανή. Ακόμη και τα παιδιά δεν μένουν απρόσβλητα από τέτοιες ανησυχίες, καθώς είναι εκτεθειμένα στις αβεβαιότητες των ενηλίκων και, συγχρόνως, είναι γεμάτα με αμφιβολίες για το δικό τους εαυτό.
Όταν τα ενοχλητικά βιο-οργανικά αισθήματα, εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικές φοβικές αιτίες-καταστάσεις, τις αντιδράσεις αυτές τις ονομάζουμε κρίσεις άγχους. Όλο και πιο συχνά, κρίσεις άγχους είναι η αντίδραση στα «σύμβολα» ενδεχόμενων κινδύνων. Ένα τέτοιο «σύμβολο» είναι π.χ. οι εισαγωγικές εξετάσεις. Αποτυχία στις εξετάσεις αυτές δεν αποτελεί απειλή για τη ζωή του παιδιού, αλλά είναι απειλή για την αυτοεκτίμηση του και, οπωσδήποτε, έχει αρνητικές επιπτώσεις για το μέλλον του. Παρόλο που ορισμένα άτομα μπορούν να αψηφήσουν τέτοιες εντάσεις που επιβάλλει η σύγχρονη κοινωνία, η υψηλή συχνότητα νευρικών κλονισμών δείχνει ότι πολλοί δεν κατορθώνουν να το κάνουν. Συνέπεια της ζωής μέσα στη σύγχρονη «πολιτισμένη» κοινωνία, όπου κάθε εκδήλωση φόβου, επιθετικότητας και δυσφορίας πρέπει σταθερά να απωθείται, είναι η δημιουργία στα ευαίσθητα άτομα νευρωσικών στάσεων και ψυχοσωματικών καταστάσεων.
Πρώτα όμως είναι σκόπιμο να εξετάσουμε την πορεία που ακολουθεί η ανάπτυξη των φόβων κατά την παιδική ηλικία (Herbert, 1995).

Facebooktwitterpinterest

Στείλτε τις απορίες σας

Στείλτε τις απορίες σας στο Γιατρό - Συγγραφέα του παραπάνω άρθρου
  • This field is for validation purposes and should be left unchanged.