Τεκνοποίηση και θηλασμός «ασπίδα» στον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού
Άσκηση και υγιεινή διατροφή μειώνουν έως 30% τον κίνδυνο στην εμμηνόπαυση.
Κάπνισμα, αλκοόλ και παχυσαρκία «ενθαρρύνουν» τη νόσο.
Ελπιδοφόρα φαίνεται να αποδεικνύεται η σχέση υγιεινής διατροφής και άσκησης, με τη μείωση του κινδύνου για καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με έρευνες για την εξακρίβωση αυτής της σχέσης «στοργής» μεταξύ του πιο φυσικού τρόπου ζωής και της δυνατότητας να μειωθούν τα κρούσματα της νόσου-μάστιγας για τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο.
Παρόλο που οι επιδημιολογικές έρευνες δεν έχουν καταλήξει σε αδιάσειστα συμπεράσματα, εντούτοις καταδεικνύουν με έμφαση τα οφέλη που προκύπτουν για τις γυναίκες που ασκούνται συχνά, επιλέγουν τροφές που δεν αυξάνουν τον λιπώδη ιστό, άρα και τα οιστρογόνα, και ακολουθούν δίαιτα πλούσια σε ελαιόλαδο, φρούτα και λαχανικά. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να αποφεύγουν αλκοόλ και κάπνισμα, δύο συνήθειες που συνδέονται με τον κίνδυνο καρκινογένεσης», σημειώνει η Χειρουργός Μαστού Δρ. Φιορίτα Πουλακάκη, MD, PhD, FEBS, Διευθύντρια της Χειρουργικής Κλινικής Μαστού της Ευρωκλινικής Αθηνών.
«Η πρωτογενής πρόληψη αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες γυναικών», συνεχίζει, «λαμβάνοντας βέβαια σοβαρά υπόψη πως το όφελος θα είναι μεγαλύτερο όσο νωρίτερα η γυναίκα υιοθετήσει έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, ενώ συγχρόνως θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό να αποκτήσει παιδί πριν τα 35 της χρόνια, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό, αλλά και να θηλάσει περισσότερο από δύο μήνες».
Σύμφωνα με μελέτες, η σωματική άσκηση και ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο θα θωρακίσει τις φυσικές άμυνες του γυναικείου οργανισμού, απέναντι και στον καρκίνο του μαστού, μειώνοντας τις πιθανότητες κινδύνου έως 30% και μάλιστα στην πλέον κρίσιμη ηλικία της εμμηνόπαυσης.
Η Δρ. Πουλακάκη σχετικά με τη δευτερογενή πρόληψη τονίζει: «Ενθαρρύνουμε τη μηνιαία αυτοεξέταση σε όλες τις ενήλικες γυναίκες, αλλά και την επιλογή των κατάλληλων απεικονιστικών εξετάσεων. Στη φαρέτρα μας υπάρχει πληθώρα εξετάσεων όπως το τρισδιάστατο υπερηχογράφημα, η ελαστογραφία, η ψηφιακή μαστογραφία με τομοσύνθεση και η μαγνητική μαστογραφία, που βοηθούν στην έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση, τις οποίες θα συστήσει ο κλινικός ιατρός στο πλαίσιο μιας συνολικής διαγνωστικής προσπάθειας».