Άγχος και στρες: Ψυχοσωματικές ασθένειες
Το άγχος συχνά βασανίζει τα άτομα όχι μόνο από άποψη ψυχολογική, με τη μορφή του τρόμου, της ανησυχίας και της εσωτερικής έντασης αλλά και με τη μορφή σωματικών ασθενειών. Ο όρος «στρες» χρησιμοποιείται συχνά με αυτή την έννοια.
Χρησιμοποιείται ευρέως, για να περιγράψει κάθε κατάσταση υπερφόρτισης, στην οποία το άτομο έχει εξωθηθεί στα όρια της αντοχής του. Είτε το στρες είναι στιγμιαίο και ακραίο είτε διαβρώνει βαθμιαία την προσωπικότητά μας με τις φαινομενικά μικρο-κρίσεις, ανησυχίες και συγκρούσεις της σύγχρονης ζωής, οι αντιδράσεις του ατόμου, τόσο στο ψυχολογικό όσο και στο σωματικό μέρος, είναι σχεδόν ίδιες.
Πιθανότατα, το κυριότερο ίσως στρες, που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα, είναι ο συνωστισμός και η ηχορύπανση. Γνωρίζουμε ότι, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, αυτές οι παρενοχλήσεις προκαλούν ποικίλες αρνητικές ψυχολογικές και βιοσωματικές αντιδράσεις, όπως επιθετικότητα, άγχος και φόβο.
Παρόμοιες αντιδράσεις προκαλούν και τα ψυχολογικά στρες που είναι συνυφασμένα με τη ζωή μας στην ανταγωνιστική μας κοινωνία.
Οι αλλαγές, που επισυμβαίνουν στη συμπεριφορά του ατόμου, όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από στρες, συνοδεύονται και από σύστοιχες αλλαγές στο βιοσωματικό τομέα. Πολλοί ερευνητές έχουν καταγράψει αυτές τις σωματικές αλλαγές. Οι γενικές αντιδράσεις μοιάζουν να είναι οι ίδιες στα διάφορα είδη στρες, είτε αυτό είναι ψυχολογικής προέλευσης, όπως ο φόβος ή η ανησυχία, είτε είναι σωματικής προέλευσης, όπως η υπερβολική ζέστη ή το υπερβολικό κρύο, η υπερβολική σωματική προσπάθεια, ο τραυματισμός ή η έλλειψη ύπνου.
Σε κάθε περίπτωση, το σώμα διέρχεται από τρία στάδια: το στάδιο της εγρήγορσης, το στάδιο της αντίστασης και το στάδιο της εξάντλησης.
Στο στάδιο της εγρήγορσης, η υπόφυση, ένας ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου, εκκρίνει μια χημική ουσία που ονομάζεται αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη ή ACTH. Αυτή η ορμόνη διεγείρει τα επινεφρίδια, ενδοκρινείς αδένες και αυτοί που βρίσκονται επάνω στα νεφρά. Τα επινεφρίδια αρχίζουν αμέσως να εκκρίνουν στην κυκλοφορία του αίματος επιπλέον ισχυρότερες ορμόνες, που ονομάζονται κορτικοειδή. Στην αρχή, αυτά τα κορτικοειδή βοηθούν στην άμυνα του σώματος. Για παράδειγμα, δημιουργούν υπεραιμία γύρω από μια πληγή και αυτή η υπεραιμία είναι η φυσιολογική αντίδραση του σώματος για την αντιμετώπιση της μόλυνσης.
Μετά όμως από κάποιο διάστημα, αυτή η άμεση αντίδραση εξαντλείται και κάποιος διαφορετικός τύπος κορτικοειδούς αρχίζει να υπερισχύει, επενεργώντας για την καταστολή της υπεραιμίας. Αυτό βοηθάει στη διαδικασία τοπικής επούλωσης της πληγής, ταυτόχρονα όμως αφήνει το σώμα απροστάτευτο στις μολύνσεις από άλλες αιτίες.
Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνήθως αντιδρούν στο στρες, αρρωσταίνοντας με κάποιον, εμφανώς άσχετο, τρόπο. Τα θύματα του στρες συχνά πηγαίνουν στους γιατρούς, για να θεραπευτούν από ανωμαλίες, οι οποίες δεν προέρχονται καθόλου από κάποια βιοσωματικά αίτια.
Οι αρρώστιες αυτές ονομάζονται ψυχοσωματικές.
Στη γλώσσα μας, για να περιγράψουμε τις επιδράσεις των ψυχολο¬γικών καταστάσεων (π.χ. των συναισθημάτων) πάνω στις βιοσωματικές λειτουργίες, χρησιμοποιούμε πολλές μεταφορικές εκφράσεις, όπως «σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου» και «η καρδιά μου πάει να σπάσει» στις διάφορες καταστάσεις φοβίας, «μου ήρθε εμε¬τός» στις περιπτώσεις αηδιαστικής αγανάκτησης, «πιάστηκε η αναπνοή μου» στις περιπτώσεις αφόρητης στενοχώριας και φόβου, «έχασα τη μιλιά μου» σε περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλού άγχους, ενθουσιασμού ή προσδοκίας κ.λπ.
Στα εργαστήρια ψυχοφυσιολογίας, οι ερευνητές κατόρθωσαν να αποδείξουν αυτό που όλοι διαισθητικά γνωρίζουμε ότι μας συμβαίνει, όταν αντιμετωπίζουμε δυσάρεστα συναισθήματα, ότι δηλαδή, υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στις ψυχολογικές καταστάσεις και στις βιο-σωματικές αντιδράσεις. Το στρες, είτε είναι οξύ είτε χρόνιο, μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογία του σώματος, προκαλώντας ποικίλα σωματικά συμπτώματα. Έτσι, κάτι που θα έπρεπε να είναι προσαρμοστική αντίδραση, γίνεται δυσπροσαπροσαρμοστική, διότι αυτά τα συναισθήματα δεν έχουν καμιά ομαλή διέξοδο σε δυναμική δράση. Τα πιο συνήθη συμπτώματα είναι οι αυχενικοί πόνοι, οι πονοκέφαλοι, οι πόνοι της μέσης, οι καρδιακοί πόνοι, οι ταχυπαλμίες, το σφίξιμο του στέρνου και του λάρυγγα, η αίσθηση πνιγμού, η ανορεξία, η ναυτία, ο εμετός, η δυσπεψία, η δυσκοιλιότητα, η διάρροια, η συχνουρία, η σωματική εξάντληση και ατονία, οι ζαλάδες και η χρόνια κόπωση. Το παρατεταμένο στρες, είτε προέρχεται από εξωτερικά αίτια είτε από προβλήματα της προσωπικότητας, μπορεί τελικά να προκαλέσει ψυχοσωματικές διαταραχές.
Οι ψυχοσωματικές ασθένειες συνίστανται σε σωματικά συμπτώματα – όπως είναι το βρογχικό άσθμα, το αλλεργικό συνάχι, οι δερματικές ενοχλήσεις (παιδικό έκζεμα, ορτικάρια), η ελκώδης κολίτιδα, το πεπτικό έλκος, ημικρανίες και άλλα – τα οποία σχετίζονται με συγκεκριμένους παράγοντες της προσωπικότητας, ειδικότερα, και με ψυχολογικούς παράγοντες, γενικότερα. Αυτές οι σωματικές διαταραχές δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη ηλικία ή στάδιο ανάπτυξης. Συμβαίνουν συχνά σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Οι διαταραχές του είδους αυτού είναι και η πιο συνηθισμένη αιτία απουσίας από το σχολείο.
Έχει διαπιστωθεί ότι, σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις ψυχοσωματικών διαταραχών, συγκεκριμένες κρίσεις ή φάσεις της ασθένειας μπορεί να προκληθούν ή να παραταθούν από ψυχολογικά στρες. Γι’ αυτόν το λόγο, η θεραπεία των συμπτωμάτων με βιολογικούς μόνο τρόπους είναι αναποτελεσματική. Μια ψυχοσωματική προσέγγιση στην ιατρική πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προσωπικότητα του ασθενούς, τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θεραπεία της ασθένειάς του.
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να καθορίσουμε τι είναι αυτό που πραγματικά ενοχλεί το συγκεκριμένο άτομο, ερευνώντας, μεμονωμένα, την κατάσταση που υποτίθεται ότι προκαλεί το στρες. Ένα βιοσωματικό στρες (π.χ. επαφή του οργανισμού με το βάκιλο της φυματίωσης) μπορεί να μην έχει καμιά επίδραση σε κάποιο άτομο, ενώ να έχει σε κάποιο άλλο. Οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς την αντίστασή τους στις διάφορες ασθένειες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια ψυχολογική κατάσταση (π.χ. συμμετοχή στις εισαγωγικές εξετάσεις) μπορεί να είναι ευνοϊκή για τη σωματική κατάσταση ενός παιδιού, παρωθώντας το να καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια, αλλά μπορεί να έχει αποδιοργανωτικές συνέπειες για ένα άλλο, προκαλώντας του διάρροια, πονοκέφαλο και άλλα ενοχλητικά συμπτώματα. Με άλλα λόγια, το κατά πόσον θα προκαλέσει ή όχι στρες σε ένα άτομο μια κατάσταση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου. Μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά σχετίζονται με τη σωματική του υγεία, ενώ άλλα με την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητά του.
Βασική αρχή στην ψυχοσωματική προσέγγιση είναι η άποψη ότι η ασθένεια είναι ο ιδιαίτερος τρόπος αντίδρασης στις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει – κάτι που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει μορφή προσαρμογής. Τα αίτια αναζητούνται τόσο στα κληροδοτημένα-εγγενή χαρακτηριστικά του ατόμου, όσο και στο περιβάλλον του.
Ο ασθενής, και όχι μόνο η ασθένεια, είναι στο επίκεντρο, τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θεραπεία.
Είναι το παιδί που έχει μια συγκεκριμένη ασθένεια όχι απλώς η ασθένεια που «έχει» το παιδί. Ας πάρουμε την περίπτωση του Μάριου, που υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Μια προσεκτική ανάλυση έδειξε ότι ο μικρός «χρησιμοποιούσε» το άσθμα του, για να αποφεύγει το στρες του σχολείου. Η μητέρα του περιέγραψε τις αντιδράσεις του, ως εξής: «Έχει μεταβάλει τον εαυτό σε κάτι μαγικό. Τις πρώτες μέρες στο σχολείο πήγαν όλα θαυμάσια. Διαπίστωσε όμως ότι μπορούσε να μένει μακριά από το σχολείο, εμφανίζοντας συμπτώματα άσθματος. Κάθε φορά που ήθελε να φύγει από το σχολείο, δημιουργούσε λοιπόν μια ασθματική κατάσταση και ο δάσκαλος τον έστελνε στο σπίτι. Παρέμενε άρρωστος ως το μεσημέρι και, γινόταν καλά, όταν πια ήταν αργά για να γυρίσει στο σχολείο». Το πρόβλημα λύθηκε, όταν ρυθμίστηκε να παραμένει ο Μάριος στο ιατρείο του σχολείου, κάθε φορά που παρουσίασε άσθμα. Μετά την απόσυρση της «αμοιβής», της «ενίσχυσης» (δηλαδή να φεύγει από το σχολείο), ο Μάριος έπαυσε να παρουσιάζει άσθμα στο σχολείο (Herbert, 1995).