Ανορεξία: η λιμοκτόνος ηδονή
Πώς εξηγείται η «παράλογη» προθυμία πολλών εφήβων να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους για χάρη της εξωτερικής τους εμφάνισης;
Στις σημερινές κοινωνίες της αφθονίας οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν μόνο εξαιτίας της υπερβολικής κατανάλωσης τροφής (παχυσαρκία) αλλά και από την «εκούσια» στέρησή της (ανορεξία).
Ενας απίστευτα μεγάλος αριθμός ατόμων, κυρίως νεαρών κοριτσιών, στην προσπάθειά τους να ταυτιστούν με τα εντελώς αφύσικα πρότυπα «εξαϋλωμένης» ομορφιάς που τους επιβάλλει η μόδα, και συνεπώς τρομοκρατημένα από την ιδέα του πάχους, ακολουθούν εξαντλητικές δίαιτες με πολύ σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ανάπτυξή τους.
Πώς όμως εξηγείται αυτή η ψυχωτική εμμονή τους με την εικόνα του σώματός τους που, σε ακραίες περιπτώσεις, τα οδηγεί στην ανορεξία: την πλήρη και «οικειοθελή» στέρηση τροφής;
Και η ανορεξία είναι άραγε απλώς μια εξωγενής και παροδική διατροφική διαταραχή ή μήπως σχετίζεται με μονιμότερα εγγενή νευροψυχολογικά αίτια;
Ανεξάρτητα αν πρόκειται για παιδί, έφηβο ή ενήλικο, το να διαθέτει κάποιος ή κάποια ένα λεπτό και καλογυμνασμένο σώμα έχει αναχθεί σήμερα σε κυρίαρχη κοινωνική και αισθητική επιταγή, τεκμήριο καλής υγείας και φροντίδας για τον εαυτό μας. Οι σημερινοί έφηβοι μάλιστα, υιοθετώντας άκριτα αυτό το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο, ταυτίζουν συχνά την ομορφιά με τα υπερβολικά αδύνατα σώματα, διατρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να αποκτήσουν είτε μια ανορεκτική είτε, από αντίδραση, μια βουλιμική διατροφική συμπεριφορά.
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή, αν και σχετικά περιορισμένη, ψυχοπαθολογική κατάσταση που πλήττει κυρίως τις γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία υψηλού κινδύνου (από 13 έως 25 ετών).
Οπως και η βουλιμία, η ανορεξία θεωρείται μια βιοψυχολογική διαταραχή που δεν σχετίζεται τόσο με την πρόσληψη τροφής όσο με μια παραπλανητική και ελάχιστα ικανοποιητική εικόνα του σώματός μας. Τα αίτια αυτής της ασθένειας αποδίδονται συνήθως σε εξωγενείς παράγοντες: παραπλανητική προπαγάνδα, αφύσικα πρότυπα ομορφιάς κ.ο.κ. Και είναι ασφαλώς αλήθεια ότι για τους περισσότερους δημιουργούς της μόδας και του χολιγουντιανού κινηματογράφου τα αδύνατα, σχεδόν εξαϋλωμένα, σώματα αποτελούν σχεδόν μια ιδεοληψία.
Υπάρχει, ωστόσο, μια εξόφθαλμη και σαφέστατη διαφορά ανάμεσα σε ένα υγιές, λεπτό σώμα από ένα κάτισχνο, αδύναμο και ασθενικό! Και η υπέρβαση αυτού του ορίου, που οδηγεί από ένα λεπτό και υγιές σε ένα κοκαλιάρικο και εξασθενημένο σώμα, προϋποθέτει την απώλεια του θεμελιώδους ενστίκτου επιβίωσης, το οποίο επιτάσσει να τρώμε όταν πεινάμε. Ενστικτο τόσο βασικό που κανένα πολιτισμικό πρότυπο δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να το θίξει!
Ενα άλλο προβληματικό σημείο των αποκλειστικά εξωγενών κοινωνιολογικών εξηγήσεων είναι ότι τα άτομα που υποφέρουν από αυτή τη νευρολογική πάθηση, μολονότι έχουν αδυνατίσει υπερβολικά, εξακολουθούν να βλέπουν το σώμα τους αποκρουστικά χοντρό. Εξίσου παράδοξο είναι το γεγονός ότι τα θύματα της ανορεξίας αισθάνονται πιο δυνατά και διαυγή όταν δεν τρώνε τίποτα, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: αν δεν φάει κανείς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, νιώθει πολύ αδύναμος και κάθε άλλο παρά διαυγής. Αρα η στέρηση της τροφής στα ανορεκτικά άτομα έχει αποτέλεσμα να επιταχύνει τις μεταβολικές λειτουργίες τους, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Για να εξηγήσουν τέτοια παράδοξα φαινόμενα, πολλοί ερευνητές έχουν σταδιακά μεταθέσει το ενδιαφέρον τους από την «ανώμαλη» ψυχοδομή και τις εξωγενείς επιρροές της μόδας στις νευρολογικές και βιοχημικές αιτίες αυτών των φαινομένων. Από αυτές τις πρόσφατες έρευνες προκύπτει μια εντελώς διαφορετική εικόνα της ανορεξίας, η οποία θεωρείται πλέον μια ασθένεια με σαφή νευρολογικά αίτια.
Οπως και η βουλιμία, η ανορεξία είναι μια πολύπλοκη βιοψυχολογική διαταραχή που εντέλει δεν σχετίζεται τόσο με την πρόσληψη τροφής όσο με μια παραπλανητική και ελάχιστα ικανοποιητική αυτοεικόνα του σώματός μας. Πράγματι, οι πρώτες εντυπωσιακές έρευνες του Μάικλ Πίτερσον, στο Πανεπιστήμιο του Ντελαγουέαρ στις ΗΠΑ, απέδειξαν σαφώς ότι πολλές νεαρές κοπέλες που παρουσίαζαν προβλήματα ανορεξίας ήταν πεπεισμένες ότι είναι υπέρβαρες, μολονότι δεν ήταν! Αυτή η σχεδόν παρανοϊκή εμμονή με την εξωτερική τους εμφάνιση σε συνδυασμό με τη συστηματική προπαγάνδα υπέρ των υπερβολικά αδύνατων σωμάτων υπέβαλε σε αυτές τις εφήβους μια ολότελα ψευδή, δήθεν υπέρβαρη, εικόνα του εαυτού τους.
Η ψυχογενής ανορεξία εκδηλώνεται συνήθως είτε ως «εκούσια» και παρατεταμένη αποχή από τη λήψη τροφής είτε μέσω της εναλλαγής βουλιμικών και ανορεκτικών κρίσεων. Συχνά οι ανορεξικοί, υποκύπτοντας στους πειρασμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, καταβροχθίζουν τεράστιες ποσότητες τροφής τις οποίες αμέσως μετά φροντίζουν να αποβάλλουν προκαλώντας τεχνητά εμετό ή παίρνοντας μεγάλες ποσότητες καθαρτικών και διουρητικών ουσιών.
Η εκδήλωση της ανορεκτικής συμπεριφοράς συσχετίζεται πλέον σαφώς με συγκεκριμένες εγκεφαλικές δυσλειτουργίες. Ολα τα συμπτώματά της, όπως δείχνουν αρκετές έρευνες, εμπλέκουν τα νευρωνικά κοιλώματα του εγκεφάλου μας που καθορίζουν τα αισθήματα ηδονής και ικανοποίησης που αισθάνεται κάθε άνθρωπος. Και οι ανωμαλίες ή οι δυσλειτουργίες αυτών των εγκεφαλικών κυκλωμάτων οδηγούν στην απώλεια της ικανότητας να απολαμβάνει κανείς τις χαρές της ζωής: είτε πρόκειται για το φαγητό είτε για το σεξ είτε πάλι για κάποιες προσωπικές επιτυχίες.
Από αυτή την άποψη, η ανορεξία συγγενεύει στενά με την εξάρτηση που προκαλούν ορισμένα ναρκωτικά. Με τη διαφορά ότι, σε αυτή την περίπτωση, το ρόλο της εξαρτησιογόνου ναρκωτικής ουσίας αναλαμβάνει το αίσθημα της στέρησης (βλ. πλαίσιο). Είναι λοιπόν σαφές ότι οι έρευνες σχετικά με την ανορεξία μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση των εγκεφαλικών μηχανισμών της ικανοποίησης και της ηδονής και ταυτόχρονα μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε γιατί κάποιες φαινομενικά παράδοξες και απάνθρωπες συμπεριφορές, όπως η εξαντλητική «ιερή» νηστεία και ο ασκητισμός που υιοθετούνται από διάφορες θρησκείες, καταφέρνουν να προκαλούν αισθήματα μεγάλης ικανοποίησης και αυτοεκτίμησης σε όσους τις εφαρμόζουν συστηματικά.
Υπερνικώντας το αίσθημα της πείνας
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα δεδομένα του National Institute of Mental Health των ΗΠΑ, η ανορεξία πλήττει σχεδόν το 1-3,7% του γυναικείου πληθυσμού, ενώ στους άνδρες πλήττει μόνο το ένα δέκατο αυτού του ποσοστού. Πάνω από τα δύο τρίτα όσων υποφέρουν από ανορεξία δεν καταφέρνουν να θεραπευτούν πλήρως, ακόμη και ύστερα από πολυετή ψυχοθεραπεία.
Ενώ η ανορεξία κατέχει τα πρωτεία, μεταξύ των διανοητικών ασθενειών, ως προς το δείκτη θνησιμότητας (περίπου 20% των ασθενών)! Συνεπώς, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή της απαιτείται εντελώς διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που ακολουθήθηκε μέχρι πρόσφατα, δηλαδή μέσω αποκλειστικά της ψυχοθεραπείας.
Οπως χαρακτηριστικά λέει ο Walter Kaye, νευροψυχίατρος και πρωτοπόρος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας: «Για πολύ καιρό υπεύθυνοι θεωρούνταν αποκλειστικά τα ΜΜΕ και η οικογένεια. Ομως οι διατροφικές διαταραχές είναι βιολογικές παθήσεις και, για να αποκτήσουμε πιο αποτελεσματικές θεραπείες, είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε μια προσέγγιση που θα βασίζεται στη βιολογία». Και αυτό ακριβώς κάνουν σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές: προσπαθούν να κατανοήσουν τους λεπτομερείς νευροβιολογικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν στα ανορεκτικά άτομα να κατανικούν το αίσθημα της πείνας και, επιπλέον, να αισθάνονται πραγματική ηδονή και ευφορία από αυτή την αφύσικη όσο και μάταιη νίκη τους.
Διαφορετικές έρευνες του Walter Kaye και των συνεργατών του έδειξαν ότι η παντελής αδιαφορία των ανορεκτικών απέναντι στις πιο κοινές απολαύσεις δεν περιορίζεται μόνο στο καλομαγειρεμένο φαγητό ή τα γλυκά, αλλά αφορά όλες τις τυπικές εκδηλώσεις ικανοποίησης και ευχαρίστησης. Γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνει την αρχική υπόθεση εργασίας, ότι δηλαδή στη βάση της απουσίας αντιδράσεων ικανοποίησης ή ευχαρίστησης από τα ανορεκτικά άτομα βρίσκεται πάντα κάποια ανωμαλία στο συγκεκριμένο νευρωνικό κύκλωμα που ρυθμίζει τα αισθήματα ευχαρίστησης και το οποίο εντοπίζεται στον δικτυωτό σχηματισμό στο βάθος του εγκεφάλου.
Στη ζωή των μεταμοντέρνων ανορεκτικών «ασκητών», η έλλειψη τροφής δεν είναι παρά ένα μόνο από τα πολυάριθμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Συνήθως πρόκειται για άτομα που αδυνατούν να ζήσουν, πόσο μάλλον να απολαύσουν, το παρόν, αφού διαρκώς είναι προσανατολισμένα σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Γεγονός που με τη σειρά του τους δημιουργεί μια διαρκή και ανεπίλυτη κατάσταση άγχους και αγωνίας (περίπου το 80% με 90% των ανορεκτικών ασθενών παρουσιάζουν αυτά τα συναισθήματα προτού εκδηλωθεί η ασθένεια). Η συνεχής αγωνία για την εξωτερική τους εμφάνιση σε συνδυασμό με την τελειομανή διάθεση και την ακραία εσωστρέφειά τους καθιστούν τη ζωή αυτών των ατόμων (και όσων ζουν μαζί τους) ανυπόφορη.
Οι ειδικοί, επιχειρώντας να προσδιορίσουν τα αίτια αυτής της ψυχοσωματικής διαταραχής, καταλήγουν, ανάλογα με την ειδικότητά τους, σε διαφορετικά και συχνά αντικρουόμενα συμπεράσματα. Οι μοριακοί βιολόγοι έχουν εντοπίσει διάφορα γονίδια που καθορίζουν ή ρυθμίζουν τη βουλιμική και την ανορεκτική συμπεριφορά. Οι νευροεπιστήμονες, όπως είδαμε, αναζητούν στον εγκέφαλο, δηλαδή σε συγκεκριμένα νευρωνικά κυκλώματα και νευροδιαβιβαστές, τα αίτια αυτών των διαταραχών. Πολλοί ψυχολόγοι θεωρούν ότι οι άνθρωποι, εσωτερικεύοντας αφύσικα και παραπλανητικά κοινωνικά πρότυπα, τείνουν να επιδεικνύουν μια νευρωτική σχέση με την τροφή.
Ομως σε όλες αυτές τις επιμέρους αναλύσεις ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκλάβουμε τα συμπτώματα ως αιτίες, και το αντίστροφο. Πάντως οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι τα αίτια τέτοιων ακραίων διατροφικών διαταραχών είναι πολλά και η εμφάνισή τους προϋποθέτει την «ενορχηστρωμένη» δράση διαφορετικών παραγόντων: βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών. Τελικά αν, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται για πολυπαραγοντικές νευρολογικές παθήσεις, τότε δεν θα καταφέρουμε ποτέ να τις κατανοήσουμε πλήρως, πόσο μάλλον να τις θεραπεύσουμε, όσο θα επικεντρωνόμαστε σε ένα μοναδικό επίπεδο ανάλυσης και θα αναζητάμε τη μία και μοναδική τους αιτία. *