Υπερτερεί η Λαπαροσκοπική κολεκτομή στις επεμβάσεις παχέος εντέρου.
Περισσότερες από 600.000 επεμβάσεις για τη θεραπεία των ασθενειών του παχέος εντέρου γίνονται κάθε χρόνο και παρά το γεγονός ότι η χειρουργική επέμβαση δεν είναι πάντα μία ριζική θεραπεία, συνήθως είναι η καλύτερη μέθοδος για να σταματήσει η εξάπλωση της ασθένειας και να ανακουφιστεί ο ασθενής από τον πόνο και την ταλαιπωρία.
Θα πρέπει όμως να επισημανθεί, ότι ενώ η συγκεκριμένη επέμβαση στις περισσότερες περιπτώσεις κρίνεται αναγκαία, οι ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση του παχέος εντέρου, συχνά αντιμετωπίζουν μία μεγάλη και δύσκολη περίοδο ανάρρωσης, γιατί οι κλασικές “ανοιχτές” επεμβάσεις είναι πολύ εκτεταμένες και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο χειρουργός αναγκάζεται να κάνει μεγάλη τομή.
Αυτό, συνοδεύεται από μεγάλης διάρκειας μετεγχειρητική παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο πέντε έως οκτώ ημέρες κατά μέσον όρο, ενώ απαιτείται συνήθως περίοδος ανάρρωσης έξι εβδομάδων.
Αυτό συμβαίνει γιατί η επέμβαση της κολεκτομής θεωρείται από τις βαρύτερες επεμβάσεις στην γενική χειρουργική. Απαιτεί διενέργεια τομής συνήθως από την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου μέχρι το εφήβαιο, και αυτό διότι πρέπει να γίνει κινητοποίηση (απελευθέρωση) του τμήματος του παχέος εντέρου που θα αφαιρεθεί από τους ανατομικούς “συνδέσμους” αυτού, όπως ο σύνδεσμος με το ήπαρ, το σπλήνα κλπ.
Σήμερα, μία καταξιωμένη μέθοδος γνωστή ως λαπαροσκοπική κολεκτομή, με τη σύγχρονη τεχνολογία που φέρει, επιτρέπει στον χειρουργό την ασφαλή και αναίμακτη κινητοποίηση του τμήματος του παχέος εντέρου που θα αφαιρεθεί, με αποτέλεσμα να μην είναι απαραίτητη η διενέργεια μεγάλης τομής, ειδικά πάνω από τον ομφαλό, η οποία και είναι πολύ επιβαρυντική για τον ασθενή.
Στις περισσότερες λαπαροσκοπικές κολεκτομές, οι χειρουργοί κάνουν τέσσερις ή πέντε μικρές τομές (1/2εκ. περίπου η καθεμία), ενώ παρακολουθούν την εικόνα των εσωτερικών οργάνων του ασθενούς σε ένα monitor υψηλής ανάλυσης. Στη συνέχεια, το λαπαροσκόπιο, ένα μικροσκοπικό ενδοσκόπιο συνδεδεμένο με μια βιντεοκάμερα, εισάγεται μέσω ενός σωλήνα ενός εκατοστού και επιτρέπει στον χειρουργό να βλέπει σε μεγέθυνση τα εσωτερικά όργανα του ασθενούς στο monitor. Μία από τις μικρές τομές μεγαλώνει κατά 4-6 εκατοστά στο τέλος της επέμβασης προκειμένου να εξέλθει το τμήμα που έχει αφαιρεθεί.
Οι βασικές ενδείξεις της κολεκτομής είναι συνήθως: Καλοήθεις ή κακοήθεις όγκοι του παχέος εντέρου οι οποίοι δεν μπορούν να αφαιρεθούν με ενδοσκοπική μέθοδο, εκκολπωματική νόσος, πολύποδες και επιπλεγμένες περιπτώσεις αιμορραγικών ή ισχαιμικών κολίτιδων κλπ.
Πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής κολεκτομής
Η λαπαροσκοπική κολεκτομή, η οποία στα περισσότερα εξειδικευμένα κέντρα κατέχει την πρώτη θέση στην εκλεκτική χειρουργική αντιμετώπιση των παθήσεων του παχέος εντέρου, έχει πολλά πλεονεκτήματα, με την εμπειρία και την εξειδίκευση του χειρουργού να αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιτυχίας πραγματοποίησής της.
Ανάμεσα στα πλεονεκτήματα της μεθόδου σε σχέση με το ανοιχτό χειρουργείο, περιλαμβάνονται μικρότερο χειρουργικό τραύμα, μικρότερη απώλεια αίματος, γρηγορότερη λειτουργία του εντέρου, μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, αισθητικά καλύτερο αποτέλεσμα, μικρότερος χρόνος παραμονής στο νοσοκομείο, ταχύτερη επιστροφή σε μια δίαιτα στερεής τροφής και συντομότερη επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες.
Το ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημα της λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης, είναι ότι ο ασθενής σηκώνεται και περπατά την επόμενη κιόλας ημέρα. Αυτό, μειώνει τους μυϊκούς πόνους και βοηθά σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία.
Την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα ξεκινά σταδιακά η σίτιση και εξέρχεται από το νοσοκομείο πολύ σύντομα.
Παρ’ όλο που η λαπαροσκοπική κολεκτομή έχει πολλά πλεονεκτήματα, μπορεί να μην είναι κατάλληλη για κάποιους ασθενείς. Χρειάζεται μία εκτενής ιατρική αξιολόγηση από ένα χειρουργό ειδικευμένο στις λαπαροσκοπικές κολεκτομές, σε συνεργασία με τον προσωπικό θεράποντα γιατρό, για να εξακριβωθεί αν η μέθοδος αυτή είναι η κατάλληλη για τον συγκεκριμένο ασθενή.
Όπως όμως σε κάθε επέμβαση, έτσι και στην κολεκτομή υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επιπλοκών, όπως αιμορραγία ή φλεγμονή (συνηθισμένες επιπλοκές σε κάθε επέμβαση), διαρροή στο σημείο της επανασύνδεσης του κόλου, κλπ.
Εν τούτοις, ο κίνδυνος αυτός στην λαπαροσκοπική επέμβαση ελαχιστοποιείται και σε καμία περίπτωση δεν είναι δεν είναι μεγαλύτερος από αυτόν που μπορεί να προκύψει από μία επέμβαση με την “ανοιχτή” μέθοδο.