Ανεπάρκεια σιδήρου – Σιδηροπενική Αναιμία στα παιδιά 0-3 ετών
Η ανεπάρκεια σιδήρου αποτελεί τη συχνότερη διαταραχή λόγω έλλειψης θρεπτικών συστατικών στα παιδιά, στις αναπτυσσόμενες χώρες, με αποτέλεσμα τα ποσοστά εμφάνισης της σιδηροπενικής αναιμίας να προκαλούν παγκόσμια ανησυχία. Στις ανεπτυγμένες χώρες επίσης, παρά το γεγονός μείωσης του επιπολασμού της σιδηροπενικής αναιμίας, η έλλειψη σιδήρου αποτελεί την κυριότερη αιτία εμφάνισης αναιμίας στα παιδιά. Ένα στοιχείο που είναι ακόμη πιο ανησυχητικό, είναι πως η εμφάνιση σιδηροπενικής αναιμίας, χωρίς υπαρκτή νόσο αναιμίας, μπορεί μακροπρόθεσμα να επηρεάσει την νευρική ανάπτυξη και τη συμπεριφορά, με μη αναστρέψιμο τρόπο.
Η συχνότητα εμφάνισης ανεπάρκειας σιδήρου και σιδηροπενικής αναιμίας, έχει μειωθεί σημαντικά από τη δεκαετία του ’70. Αυτό οφείλεται στην παρασκευή εμπλουτισμένων με σίδηρο βρεφικών τροφών και στη μείωση της κατανάλωσης εξολοκλήρου αγελαδινού γάλακτος από τα βρέφη.
Η ανεπάρκεια σιδήρου παραμένει ωστόσο ένα συχνό φαινόμενο στα παιδιά, σε ποσοστά 6,6% -15,2%, ανάλογα με την εθνικότητα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας. Αντίστοιχα, η εμφάνιση σιδηροπενικής αναιμίας κυμαίνεται σε ποσοστά 0,9%-4,4%.
Ο σίδηρος κατέχει βασικό ρόλο στη φυσιολογική ανάπτυξη του νευρικού συστήματος.
Η ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να επηρεάσει το μεταβολισμό διαφόρων νευροδιαβιδαστών, τη διαδικασία μυελινοποίησης και τη λειτουργία της μνήμης. Το ισοζύγιο του σιδήρου στον οργανισμό είναι μία δυναμική κατάσταση, καθώς κινείται μεταξύ των δύο άκρων, από τη μία η σιδηροπενική αναιμία και από την άλλη ο κίνδυνος υπερφόρτωσης. Η εμφάνιση ανεπάρκειας σιδήρου και σιδηροπενικής αναιμίας οφείλονται σε μία ανισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων σε σίδηρο του οργανισμού και του διαθέσιμου σιδήρου. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζεται έλλειψη στις ενεργές αποθήκες σιδήρου, η οποία εντοπίζεται μέσω των αιματολογικών εξετάσεων σαν ένα πλήθος διαταραχών όπως: στη συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης, στη μέση συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο σώμα, στη συγκέντρωση των δικτυοερυθροκυττάρων και στη συνολική ικανότητα δέσμευσης σιδήρου. Συνεπώς, η διάγνωση σιδηροπενικής αναιμίας θα πρέπει να συνδυάζει διάφορες μετρήσεις προσδιορισμού του σιδήρου σε συνάρτηση με τη συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης.
Ωστόσο, η πορεία της θεραπείας μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με τη μέτρηση της αιμοσφαιρίνης.
Η αναιμία εμφανίζεται σε περιπτώσεις που η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης είναι μικρότερη από το μέσο όρο, ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Για τις ηλικίες μεταξύ 12-35 μηνών, όταν η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης είναι μικρότερη από 11.0g/dl εμφανίζεται αναιμία, τόσο μεταξύ αγοριών όσο και κοριτσιών. Ωστόσο θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη και ο τρόπος ζωής, καθώς για παράδειγμα η διαμονή σε υψηλό υψόμετρο δύναται να τροποποιήσει τη συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης. Η εμφάνιση σιδηροπενικής αναιμίας μπορεί να οφείλεται σε μακροχρόνιο αρνητικό ισοζύγιο σιδήρου στον οργανισμό. Από την άλλη πλευρά, η υπερφόρτωση του οργανισμού με σίδηρο, που συσσωρεύεται στους ιστούς, μπορεί να οφείλεται σε γενετική προδιάθεση αποθήκευσης υπερβολικών ποσοτήτων σιδήρου. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι η κληρονομική αιμοχρωμάτωση. Επιπλέον, αυξημένα ποσοστά σιδήρου μπορούν να παρατηρηθούν και σε άλλες αιματολογικές διαταραχές, ως επιπλοκή έπειτα από θεραπεία με χρόνιες μεταγγίσεις, επαναλαμβανόμενες ενέσεις σιδήρου ή γενικότερα υπερβολική πρόσληψη σιδήρου.
Η απαιτούμενη συγκέντρωση σιδήρου στα παιδιά είναι συνάρτηση της ηλικίας τους και διαφοροποιείται ανάλογα με την αναπτυξιακή τους φάση. Αναλυτικότερα για κάθε ηλικιακή ομάδα των παιδιών, ισχύουν οι παρακάτω συστάσεις:
-Βρέφη – νεογνά: Στα νεογνά το 80% του σιδήρου προκύπτει κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα τα πρόωρα βρέφη να εμφανίζουν ανεπάρκεια στο συνολικό ποσοστό σιδήρου στον οργανισμό τους. Επιπλέον, μία σειρά από διαταραχές της μητέρας, όπως η παρουσία αναιμίας, υπέρτασης και διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορούν να οδηγήσουν σε χαμηλές αποθήκες σιδήρου στο έμβρυο και αντίστοιχα στο πρόωρο βρέφος.
Ένα σημείο που αξίζει να τονιστεί είναι πως η ανεπάρκεια σιδήρου στα πρόωρα βρέφη αυξάνεται στις κυήσεις που έχουν ακόμη μικρότερη ηλικία, ενώ επιδεινώνεται από την ταχεία μετά τη γέννηση ανάπτυξη που εμφανίζουν πολλά βρέφη, σε συνδυασμό με τις συχνές αιμοληψίες χωρίς επαρκή αντικατάσταση του αίματος. Από την άλλη πλευρά, μωρά τα οποία νοσούν και λαμβάνουν πολλαπλές μεταγγίσεις κινδυνεύουν από την εμφάνιση υπερφόρτωσης σιδήρου.
Η χρήση ανασυνδυασμένης ανθρώπινης ερυθροποιητίνης για την πρόληψη της θεραπείας με μετάγγιση, θα μειώσει περαιτέρω τα αποθέματα σιδήρου στο παιδί, εάν δεν προβλεφθεί ώστε να χορηγηθεί επιπλέον σίδηρος. Το γεγονός πως η συγκέντρωση σιδήρου στα πρόωρα βρέφη μεταβάλλεται τόσο γρήγορα, σε συνδυασμό με τον αυξημένο κίνδυνο σιδηροπενικής αναιμίας και την εμφάνιση τοξικότητας, δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό συγκεκριμένων τιμών για τη συγκέντρωση του σιδήρου. Το ποσοστό του απαιτούμενου σιδήρου εκτιμάται πως είναι μεταξύ 2-4mg/kg ημερησίως, με εκ του στόματος χορήγηση.
-Βρέφη 0-6 μηνών: Το γινόμενο της μέσης περιεκτικότητας σε σίδηρο του ανθρώπινου γάλακτος (0,35 mg/L) και του μέσου όρου πρόσληψης γάλακτος ενός βρέφους αποκλειστικά θηλάζοντος (0,78 L), αντιστοιχεί στην επαρκή ημερήσια πρόσληψη σιδήρου για τα παιδιά αυτής της ηλικίας και προσδιορίζεται στα 0,27mg.
-Παιδιά 7-12 μηνών: Στην ηλικία αυτή η μέση ημερήσια πρόσληψη σιδήρου προσδιορίζεται στα 11mg. Η τιμή αυτή προκύπτει από τη μία πλευρά ως συνάρτηση της μείωσης σιδήρου λόγω απώλειας του από τα νεκρά επιθηλιακά κύτταρα, την εντερική και ουροποιητική οδό και από την άλλη λόγω της αυξημένης ανάγκης για σίδηρο καθώς αυξάνεται ο όγκος του αίματος, η ιστική μάζα και η αποθήκευση σιδήρου. Σε κάθε περίπτωση τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν σημαντικά μεγαλύτερες ανάγκες σε σίδηρο, σε σύγκριση με τα παιδιά < 6 μηνών.
-Παιδιά 1-3 ετών: Η μέση ημερήσια πρόσληψη σιδήρου για αυτή την ηλικιακή ομάδα των παιδιών, αντιστοιχεί σε 7mg.
Πρόληψη για την εμφάνιση σιδηροπενικής αναιμίας
Η χορήγηση συμπληρωματικού σιδήρου 2mg/kg ημερησίως στα πρόωρα βρέφη που θηλάζουν, είτε μέσω φαρμακευτικού συμπληρώματος είτε μέσω εμπλουτισμένης βρεφικής τροφής, θα πρέπει να αρχίσει αμέσως μόλις συμπληρωθεί ο πρώτος μήνας ζωής και μέχρι την ηλικία των 12 μηνών. Ωστόσο, ένα ποσοστό 14% των πρόωρων νεογνών εμφανίζουν ανεπάρκεια σιδήρου μεταξύ 4-8 μηνών, παρά τη χορήγηση σιδήρου. Τα βρέφη που γεννήθηκαν με φυσιολογική ηλικία κύησης, έχουν συνήθως φυσιολογικά επίπεδα σιδήρου μέχρι την ηλικία των 4-6 μηνών, καθώς γεννιούνται με υψηλή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης και μεγάλο όγκο αίματος, αναλογικά με το βάρος τους.
Η μείωση που παρουσιάζεται στην πορεία των επόμενων μηνών, τις περισσότερες φορές καλύπτεται πλήρως από τα ποσοστά σιδήρου που περιέχονται στο μητρικό γάλα. Για τα παιδιά ηλικίας 1-3 ετών θα πρέπει να προτιμάται η πρόσληψη σιδήρου μέσω της διατροφής και όχι μέσω συμπληρωμάτων. Το παιδί θα πρέπει να καταναλώνει τροφές πλούσιες σε σίδηρο (κόκκινο κρέας, όσπρια και εμπλουτισμένα με σίδηρο δημητριακά). Επιπλέον , η κατανάλωση τροφών που περιέχουν βιταμίνη C, βοηθούν την απορρόφηση του σιδήρου από τον οργανισμό, σε αντίθεση με τροφές που περιέχουν σόγια, η οποία μειώνει την αποθήκευση. Στις περιπτώσεις όμως που το παιδί δεν καταναλώνει επαρκείς ποσότητες αυτών των τροφών, θα πρέπει να λαμβάνει εξωγενώς σίδηρο, με τη μορφή συμπληρωμάτων που κυκλοφορούν στο εμπόριο, όπως τσίχλες, σταγόνες, και σκευάσματα πολυβιταμινών.
Ο έλεγχος για την εμφάνιση σιδηροπενικής αναιμίας και έλλειψης σιδήρου θα πρέπει να γίνεται σε ηλικία ενός έτους. Στον έλεγχο αυτό θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και στοιχεία του ιστορικού του παιδιού, όπως το βάρος γέννησης, η έκθεση του παιδιού σε μόλυβδο, ο θηλασμός και οι διατροφικές του συνήθειες. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γίνεται αναφορά σε πιθανούς παράγοντες κινδύνου εμφάνισης ανεπάρκειας σιδήρου, όπως προβλήματα στη διατροφή του παιδιού.
Μαριαλένα Κυριακάκου