Τα Έξι Πράγματα που Νιώθει το Παιδί σας όταν του Φωνάζετε
«Σταμάτα επιτέλους παλιόπαιδο! Σου είπα χίλιες φορές να μη πειράζεις τη μικρή σου αδερφή!» φωνάζει η Άννα -που μόλις έχει γυρίσει από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά- στο γιo της. Ο γιος της βάζει τα κλάματα, αλλά η Άννα συνεχίζει ακάθεκτη: «Βαρέθηκα να μην ακούς τίποτε από αυτά που σου λέω! Μόνο ο εαυτός σου σε νοιάζει! Είσαι ένα βρωμόπαιδο που δημιουργεί μόνο φασαρία και προβλήματα στο σπίτι!». Ο γιος της την κοίταζε στα μάτια τρομαγμένος, κλαίγοντας με λυγμούς.
Αφού ξέσπασε η Άννα, συνήλθε και μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της. Mακάρι να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να μη φώναζε στο γιο της. Αλλά πάνω στην κούραση, τα νεύρα και την απογοήτευσή της από την ανυπακοή του, το έκανε.
Τα παιδιά είναι παιδιά, δεν είναι ρομποτάκια προγραμματισμένα να κάνουν κάθε στιγμή το σωστό και αυτό που εσείς επιθυμείτε. Να τι αισθάνονται και τι πιστεύουν τα παιδιά, όταν οι γονείς τους τους βάζουν τις φωνές.
1. Το παιδί νιώθει ότι δεν το αγαπάτε.
Τόσο απλά. Όταν βάζετε τις φωνές στο παιδί σας, όταν ουρλιάζετε, όταν η επικοινωνία γίνεται σε τεταμένη ατμόσφαιρα, ακόμα και αν έχετε 100% δίκαιο, το παιδί σας βλέπει έναν άνθρωπο εκτός εαυτού. Αυτή σας η στάση το κάνει να νιώθει ότι δεν το αγαπάτε.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για την ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού και την ευημερία του είναι η αίσθηση ότι οι γονείς του το αγαπάνε. Και μάλιστα το αγαπάνε πολύ, και χωρίς όρους (να μην λένε ή δείχνουν οι γονείς στο παιδί «αν έχεις καλή συμπεριφορά σε αγαπώ, αν δεν έχεις καλή συμπεριφορά δε σε αγαπώ»).
2. Το παιδί νιώθει ότι δεν αξίζει.
Όταν φωνάζετε στο παιδί σας το κάνετε να αισθανθεί ότι δεν αξίζει σαν άνθρωπος. Με αυτό τον τρόπο το μειώνετε, του δείχνετε ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι δύναμης και εξουσίας: εσείς βάζετε τις φωνές και αυτό υποχωρεί και κρύβεται στη γωνιά του, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Όταν φωνάζετε στο παιδί του δείχνετε ότι εκείνη την ώρα δε μετράει, δεν αξίζει σαν υπολογίσιμο άτομο.
3. Το παιδί αισθάνεται χαζό.
Συνήθως οι γονείς φωνάζουν στα παιδιά τους όταν αυτά κάνουν κάποιο λάθος ή όταν δεν υπακούν στις εντολές του γονιού. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως το παιδί είναι σε κάποια διαδικασία μάθησης– είτε μαθαίνει να κάνει πρόσθεση με κρατούμενο κι εσείς του βάζετε τις φωνές επειδή έκανε για τέταρτη φορά το ίδιο λάθος, ή μαθαίνει να χρησιμοποιεί το γιογιό του κι εσείς του βάλατε τις φωνές γιατί τα έκανε πάλι πάνω του, ή παίζει και δεν έρχεται την ώρα που του λέτε και του φωνάζετε (ενώ μαθαίνει να παίζει, να αυτοαπασχολείται, να είναι δημιουργικό, κλπ.).
Βάζοντας λοιπόν τις φωνές στο παιδί σας, διακόπτετε κάποια διαδικασία μάθησης, εννοιών, κοινωνικής, ή συναισθηματικής. Το παιδί δεν καταλαβαίνει τη δική σας οπτική γωνία και την ανάγκη σας να δείτε να γίνεται κάτι τώρα, αυτή τη στιγμή που το θέλετε εσείς. Έτσι, αισθάνεται χαζό και ανίκανο. Αν αυτή η αίσθηση παγιωθεί, τότε το παιδί θα έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση στην παιδική και ενήλικη ζωή του.
4. Το παιδί κατεβάζει τα συναισθηματικά του ρολά.
Όταν το παιδί δεν ακούει, όταν δε συμμορφώνεται με τις εντολές σας ή όταν κάνει κάτι λάθος, έχετε μια ευκαιρία να του δείξετε το σωστό και παράλληλα να ενισχύσετε την καλή συμπεριφορά. Όταν βάλετε στις φωνές στο παιδί σας για κάποιο λάθος του, το παιδί στρεσάρεται, οι ορμόνες του στρες κατακλύζουν τον εγκέφαλό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί, στην κυριολεξία, να ακούσει και να επεξεργαστεί τίποτα από αυτά που του λέτε. Έτσι, το παιδί δε μαθαίνει τίποτα, απλώς και αυτό και εσείς εκνευρίζεστε περισσότερο και δημιουργείτε ένα συναισθηματικό χάσμα ανάμεσά σας.
5. Το παιδί φοβάται.
Αν το σκεφτείτε και μόνο από άποψη μεγέθους και δύναμης, το να έχει το παιδί από πάνω του έναν μαινόμενο γονιό είναι τρομακτικό αυτό καθαυτό. Φυσικά είναι τρομακτικό και σε συναισθηματικό επίπεδο, να βλέπει το παιδί τη μαμά του, ή τον μπαμπά του, να του φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Το παιδί εκείνη τη στιγμή φοβάται ότι ο γονιός θα το εγκαταλείψει, θα το αντικαταστήσει, θα πάψει να νοιάζεται και να το φροντίζει.
6. Το παιδί δεν ήθελε να σας εκνευρίσει με τη συμπεριφορά του.
Να θυμάστε ότι τα μικρά παιδιά δεν έχουν πλήρως ανεπτυγμένη την ικανότητα του να μπαίνουν στη θέση του άλλου και να σκέφτονται από πριν το «πώς θα σκεφτόταν και πώς θα αντιδρούσε η μαμά μου σε αυτή την περίπτωση». Έτσι, το παιδί μπορεί να κάνει για παράδειγμα μια σκανταλιά γιατί του φαίνεται πολύ αστείο, αλλά δεν υπολογίζει τις συνέπειες που έχει η πράξη του στη ζωή της μαμάς του (π.χ., το παιδί με τη σκανταλιά του λερώνει το σαλόνι που μόλις το είχε καθαρίσει η μαμά επειδή περιμένει φίλους και είναι ακόμα στη δουλειά όταν το παιδί κάνει τη σκανταλιά).
Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω αν δεν κρατηθώ και βάλω τις φωνές στο παιδί μου;
Ναι! Το πρώτο και καλύτερο που μπορείτε να κάνετε, είναι να ζητήσετε συγγνώμη από το παιδί σας. Αγκαλιάστε το, φιλήστε το, εξηγήστε του το λόγο που ξεσπάσατε και βάλατε τις φωνές. Μιλήστε με ειλικρίνεια και από καρδιάς, χωρίς να μπείτε σε λεπτομέρειες που δε χρειάζονται (πχ., μπορείτε να πείτε ότι είχατε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, αλλά δε χρειάζεται να εξηγήσετε τι ακριβώς συνέβη στο παιδί σας). Διαβεβαιώστε το ότι το αγαπάτε πολύ και ότι είναι πολύτιμο για εσάς.
Προσπαθήστε να μάθετε να ελέγχετε τα νεύρα σας. Θα βρείτε τρόπους και συγκεκριμένες οδηγίες σε άλλα άρθρα μου και στη σειρά βιβλίων μου «ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΜΑΜΑ», που έχει παιδιά ηλικίας 3-6, 6-9 και 9-12 ετών (τα βιβλία για τις ηλικίες 0-3 και 12-15 θα κυκλοφορήσουν προσεχώς).