Ηπατίτιδα Ε (HEV)
Η ηπατίτιδα Ε είναι μια ζωοανθρωπονόσος, η οποία οφείλεται στον ιό HEV και μεταδίδεται στον άνθρωπο κυρίως μέσω της κοπρανοστοματικής οδού. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η νόσος είναι αυτοπεριοριζόμενη, με χαμηλά ποσοστά θνητότητας. Υπάρχουν αναφορές κεραυνοβόλου και χρόνιας ηπατίτιδας Ε σε ειδικές πληθυσμιακές ομάδες, όπως ανοσοκατασταλμένοι και μεταμοσχευμένοι ασθενείς.
Ο ιός ανήκει στο γένος Hepevirus και αποτελεί το μοναδικό μέλος της οικογένειας Hepeviridiea. Είναι σφαιρικός, μη ελυτροφόρος, περιβάλλεται από καψίδιο που παρουσιάζει εικοσαεδρική συμμετρία και αποτελείται από διμερή μιας πρωτεΐνης 660 αμινοξέων.
Τα ιϊκά σωμάτια του ιού της ηπατίτιδας Ε αδρανοποιούνται σε χαμηλές θερμοκρασίες, καθώς επίσης μετά από έκθεση σε ιονισμένα απολυμαντικά. Το γονιδίωμά του συνίσταται από ένα μονής έλικας, θετικής πολικότητας RNA.
Ως προς την επιδημιολογία του, ο ιός της ηπατίτιδας Ε έχει μελετηθεί κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες (νοτιοανατολική Ασία), όπου αποτελεί κύριο παθογόνο παράγοντα οξείας ηπατίτιδας σε ενήλικες. Φυσικοί ξενιστές του ιού είναι οι χοίροι, οι πίθηκοι, τα πρόβατα, οι αρουραίοι και τα πτηνά. Η νόσος μεταδίδεται κυρίως μέσω μολυσμένων υδάτων ή βρώσης κρέατος μολυσμένου με τον ιό.
Στην Ασία, ο ιός της ηπατίτιδας Ε είναι ενδημικός. Ωστόσο, όμως, αποτελεί αναδυόμενη απειλή και στις αναπτυγμένες χώρες πλέον της δύσης.
Έχουν αναγνωριστεί δύο επιδημιολογικές εκφράσεις της λοίμωξης: (α) Η ενδημική, που παρατηρείται σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής με υπεύθυνο γονότυπο τον 1 και (β) η σποραδική μορφή, που καταγράφεται κυρίως σε βιομηχανοποιημένες χώρες με υπεύθυνους γονότυπους τους 3 και 4.
Ως προς την κλινική εικόνα, η ηπατίτιδα Ε στις περισσότερες περιπτώσεις εξελίσσεται ως οξεία αυτοπεριοριζόμενη νόσος.
Ωστόσο, μπορεί να μεταπέσει σε χρονιότητα ή να ακολουθήσει κεραυνοβόλο πορεία σε ανοσοκατασταλμένα άτομα, όπως τους μεταμοσχευμένους ενήλικες. Μετά από μια περίοδο επώασης 15−60 ημερών να εκφραστεί κλινικά με συμπτωματολογία, η οποία περιλαμβάνει δύο φάσεις: την πρόδρομη και την ικτερική.
- Η πρόδρομη φάση χαρακτηρίζεται από συμπτωματολογία όμοια με γριππώδη συνδρομή, όπως ήπια αδιαθεσία, μυοσκελετικό άλγος, χαμηλή πυρετική κίνηση, ανορεξία, πολλαπλούς εμέτους, απώλεια βάρους και αφυδάτωση.
Συχνά αναφέρεται άλγος στο δεξιό υποχόνδριο, παράλληλα με ένα αίσθημα πληρότητας που επιδεινώνεται με τη δραστηριότητα.
- Η ικτερική φάση χαρακτηρίζεται από ικτερική χροιά δέρματος και επιπεφυκότων, υπέρχρωση ούρων (ούρα σαν κονιάκ) και αποχρωματισμό κοπράνων. Στο 70% των ασθενών ανευρίσκεται κατά τη φυσική εξέταση ψηλαφητό ήπαρ με ομαλό χείλος και ήπια ευαισθησία κατά την ψηλάφηση.
- Συμπτωματολογία κεραυνοβόλου ηπατίτιδας μπορεί να εμφανιστεί στις 4−8 εβδομάδες από την έναρξη των λοιπών συμπτωμάτων. Περιλαμβάνει διαταραχές πηκτικότητας, εγκεφαλοπάθεια (εγκεφαλικό οίδημα), ασκιτική συλλογή, επιπλοκές από άλλα όργανα (πνεύμονες, νεφρούς) ή και σήψη.
Ως προς τη θεραπεία τα μέτρα που λαμβάνουμε είναι υποστηρικτικά και ανάλογα των κλινικών εκδηλώσεων.
Για αυτό το λόγο, κρίνονται απαραίτητα τα εξής:
- Η προσπάθεια καταγραφής όλων των κρουσμάτων οξείας ηπατίτιδας Ε και η χαρτογράφησή τους.
- Η θέσπιση κανόνων επιτήρησης σε ιατρικό και κτηνιατρικό επίπεδο.
- Η ευαισθητοποίηση των κλινικών ιατρών και η ένταξη της ηπατίτιδας Ε στη διαφορική διάγνωση των ιογενών ηπατιτίδων.
- Η ευαισθητοποίηση των κλινικών που έρχονται σε επαφή με άτομα ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων για σωστή ενημέρωση προφύλαξης έναντι μιας πιθανής λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας Ε.
- Η ενημέρωση του κοινού και των ατόμων που ασχολούνται επαγγελματικά με ζώα για τον ιό της ηπατίτιδας Ε.
- Ο έλεγχος των μεταγγιζόμενων μονάδων αίματος ή των παραγώγων του, τουλάχιστον στις περιοχές που έχουν καταγραφεί ως ενδημικές.
Νικόλαος Δ. Καρακούσης