H Κρητική-Μεσογειακή διατροφή ως πρότυπο διατροφής για τα παιδιά και τους εφήβους
Τα ευρήματα για τις ευεργετικές δράσεις της υιοθέτησης μιας διατροφής Κρητικού ή Μεσογειακού τύπου μπορούν να επεκταθούν πέρα από τους ενήλικες και στα παιδιά και τους εφήβους. Σε γενικές γραμμές έχει φανεί ότι τα παιδιά και οι έφηβοι των οποίων οι διατροφικές συνήθειες είναι πιο κοντά σε αυτό το διατροφικό πρότυπο παρουσιάζουν μεγαλύτερες προσλήψεις σε διάφορα ευεργετικά θρεπτικά συστατικά, ενώ η ποιότητα της διατροφής υποβαθμίζεται σημαντικά όσο πιο μακριά βρίσκονται από το πρότυπο αυτό (Serra-Majem et al. 2003).
Παρόλα αυτά, τα δεδομένα από τον Ελληνικό πληθυσμό δείχνουν χαμηλά ποσοστά της υιοθέτησης της Μεσογειακής διατροφής τόσο από τα παιδιά, όσο και από τους εφήβους (Kontogianni et al. 2008).
Αρκετές πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής κατά την πρώιμη παιδική ηλικία μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης άσθματος και αλλεργίας (Chatzi & Kogevinas 2009), αλλά και σε παιδιά τα οποία ήδη έχουν εκδηλώσει άσθμα σχετίζεται με καλύτερο έλεγχο της νόσου (Barros et al. 2008). Επιπλέον, ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι η συχνότητα των συμπτωμάτων άσθματος και αλλεργίας είναι μικρότερη σε παιδιά των οποίων οι μητέρες ήταν κοντά στο πρότυπο της Μεσογειακής διατροφής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (Chatzi et al. 2008).
Όσον αφορά στην παιδική και εφηβική παχυσαρκία, τα δεδομένα δεν επαρκούν για να εξάγουμε σαφή συμπεράσματα. Παρόλα αυτά έχει φανεί ότι οι διατροφικές συνήθειες των έφηβων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπέρβαροι αποκλίνουν κατά πολύ από τον παραδοσιακό Μεσογειακό τρόπο διατροφής (Hassapidou et al. 2006), ενώ σε άλλη μελέτη τα παχύσαρκα παιδιά φάνηκαν να υιοθετούν σε μικρότερο βαθμό της Μεσογειακή διατροφή σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (Lazarou et al. 2009). Παρόλα αυτά, πέρα από τη διατροφή, άλλοι παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα, το βάρος των γονέων, αλλά και οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές σε σχέση με το φαγητό, φάνηκαν να επηρεάζουν σε σημαντικότερο βαθμό το βάρος των παιδιών υποδεικνύοντας την πολυπλοκότητα του προβλήματος της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας, η οποία έχει λάβει πλέον τις διαστάσεις επιδημίας.
Το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας
Κατά τις τελευταίες 3 δεκαετίες, τα ποσοστά της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Περίπου 110 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας έως 18 ετών σε όλο τον κόσμο μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα (Haslam & James 2005) και το πρόβλημα μαστίζει ακόμη και τις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες ως συνέπεια ενός περιβάλλοντος το οποίο προωθεί την κατανάλωση εύκολα διαθέσιμων τροφίμων χαμηλού κόστους και υψηλής θερμιδικής αξίας, ταυτόχρονα με τον καθιστικό τρόπο ζωής (Wang & Lobstein 2006). Τα ποσοστά της παχυσαρκίας σε αυτές τις ηλικίες έχουν αυξηθεί σχεδόν σε όλες τις χώρες και πλέον στην Ευρώπη σχεδόν 1 στα 4 παιδιά είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Τα στατιστικά δεδομένα από την Ελλάδα, και ειδικά από την Κρήτη, είναι απογοητευτικά. Η Κρήτη κατέχει την 5η θέση στην Ευρώπη στα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών ηλικίας 7-11 ετών και την 1η θέση στις ηλικίες 13-17 ετών με διάφορα δέκα ποσοστιαίων μονάδων από την Αγγλία, η οποία βρίσκεται στη 2η θέση. Στην Κρήτη, 1 στα 3 παιδιά είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο (www.easoobesity.org).
Παιδική παχυσαρκία και επιπλοκές
Όσο αυξάνονται τα ποσοστά της παχυσαρκίας, γίνονται όλο και περιςότερο εμφανείς οι επιπλοκές της στην υγεία (Sinha et al. 2002;Daniels 2006). Τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν διάφορα προβλήματα υγείας τόσο κατά την παιδική ηλικία, όσο και κατά την ενήλικη ζωή, ενώ είναι πιθανό τα παχύσαρκα παιδιά να εξελιχθούν και σε παχύσαρκους ενήλικες. Σε μια μελέτη φάνηκε τα παιδιά που ήταν υπέρβαρα κατά την ηλικία των 10-15 ετών είχαν 80% πιθανότητα να είναι παχύσαρκοι ενήλικες στην ηλικία των 25 ετών (Freedman et al. 1999). Σε άλλη μελέτη φάνηκε ότι παιδιά που είναι υπέρβαρα πριν από τα 8 έτη, εμφανίζουν σοβαρότερης μορφής παχυσαρκία ως ενήλικες (Whitaker et al. 1997).
Πολλά παχύσαρκα παιδιά εκδηλώνουν ήδη από την ηλικία αυτή τις επιπλοκές της αυξημένης συςώρευσης λίπους στο σώμα, οι οποίες περιλαμβάνουν διαταραχές στη δράση της ινσουλίνης (που συχνά εκδηλώνεται με αυξημένα επίπεδα σακχάρου ή ινσουλίνης στο αίμα), τα αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, τη λιπώδη διήθηση που ήπατος και την αύξηση των επιπέδων δεικτών συστηματικής φλεγμονής (Cali & Caprio 2008). Όλες αυτές οι καταστάσεις, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο για διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα, δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και συχνά παραμένουν αδιάγνωστες. Οι διαταραχές αυτές μπορούν να εμφανιστούν και στα λιγότερο παχύσαρκα παιδιά, καθώς φαίνεται να σχετίζονται όχι μόνο με το συνολικό ποσοστό του λίπους, αλλά και με τη θέση στην οποία συςωρεύεται το λίπος στο σώμα (Cali & Caprio 2008). Πέρα από τα προβλήματα που αναφέρθηκαν ήδη, τα παχύσαρκα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν άσθμα και άπνοια ύπνου, ενώ σε βάθος χρόνου τίθενται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν εγκεφαλικό επεισόδιο, καρκίνο του μαστού, των νεφρών και του παχέος εντέρου, μυοσκελετικά προβλήματα καθώς και προβλήματα της χοληδόχου κύστεος (Daniels et al. 2009).
Πέρα από τις συνέπειες στην σωματική υγεία, η παχυσαρκία φαίνεται να επηρεάζει και άλλες παραμέτρους που σχετίζονται με την ψυχολογία και την ποιότητα ζωής του παιδιού. Τα παχύσαρκα παιδιά κάποιες φορές παρουσιάζουν μειωμένη απόδοση στο σχολείο, σε κάποιες μελέτες έχει φανεί ότι είναι επιρρεπή σε εθιστικές συμπεριφορές όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, ενώ φαίνεται να παρουσιάζουν μειωμένη αυτοεκτίμηση, μειωμένη ικανοποίηση από την εικόνα του σώματός τους και σε κάποιες περιπτώσεις δυσλειτουργικές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους (Daniels 2009).
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα αισθητικής φύσεως, όπως συχνά αντιμετωπίζεται, αλλά για μια πολύπλοκη κατάσταση η οποία αφενός θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του παιδιού και αφετέρου, σε κάποιες περιπτώσεις, υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής του.
Η αιτιολογία της παιδικής παχυσαρκίας και ο ρόλος της οικογένειας
Η παχυσαρκία των παιδιών και των εφήβων παρουσιάζει σε ένα βαθμό κληρονομική βάση. Παρόλα αυτά, η έξαρση που παρατηρείται τα τελευταία έτη υποδηλώνει ότι ο ρόλος περιβαλλοντικών παραγόντων είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού τα γονίδιά μας δεν έχουν αλλάξει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Διάφοροι παράγοντες εμπλέκονται στην αιτιολογία της παιδικής παχυσαρκίας (Daniels et al. 2009), όπως διάφοροι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και η κατανάλωση τροφίμων και ποτών (όπως αναψυκτικών και χυμών) χαμηλής ποιότητας και υψηλής θερμιδικής αξίας. Επίσης, φαίνεται ότι ο μητρικός θηλασμός βοηθά στην πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας.
Πέρα από τους παραπάνω παράγοντες, κεντρικής σημασίας είναι και ο ρόλος των γονέων (Gruber & Haldeman 2009). Είναι ξεκάθαρο ότι το οικογενειακό περιβάλλον ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την δημιουργία της παχυσαρκίας, αλλά διαδραματίζει και σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή της. Οι παχύσαρκοι γονείς τείνουν να έχουν παχύσαρκα παιδιά, κληροδοτώντας σε αυτά, πέρα από τα γονίδιά τους, και τις διατροφικές τους συνήθειες. Οι γονείς ευθύνονται για τα τρόφιμα που υπάρχουν διαθέσιμα στο σπίτι, καθώς και για το πρόγραμμα των γευμάτων, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν πρότυπα για τα παιδιά, τόσο όσον αφορά στη διατροφή, όσο και στη σωματική δραστηριότητα. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι περίπου 50% των γονέων δεν αναγνωρίζει την παρουσία του αυξημένου σωματικού βάρους στο παιδί και άρα δεν αναζητά καθόλου ή αργεί να αναζητήσει την κατάλληλη θεραπεία (Parry et al. 2008).
Αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας θα πρέπει να περιλαμβάνει σε πρώτη φάση την αξιολόγηση του βάρους του παιδιού και του κινδύνου που διατρέχει για τις επιπλοκές της παχυσαρκίας, τόσο στη υγεία, όσο και στην ψυχολογία του. Θα πρέπει να αξιολογηθεί το βάρος των γονέων, καθώς και οι τρέχουσες συνήθειες διατροφής και σωματικής δραστηριότητας του παιδιού και της οικογένειας (Daniels et al. 2009).
Σε γενικές γραμμές απαιτείται η συνεργασία με ειδικό διαιτολόγο τόσο για την αξιολόγηση, όσο και για τη θεραπεία, αλλά για την αποτελεσματική αντιμετώπιση απαιτείται και η ενεργή συμμετοχή των γονέων (Daniels et al. 2009;Gruber & Haldeman 2009). Οι γονείς είναι αυτοί οι οποίοι θα πρέπει να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την καλή διατροφή των παιδιών μέσα στο σπίτι και αυτοί που θα πρέπει να υποστηρίξουν την αύξηση της σωματικής τους δραστηριότητας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να επανεξετάσουν την ενδεχομένως λανθασμένη προσέγγισή τους στη μετάδοση των μηνυμάτων στο παιδί για τις αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν.
Η αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς είναι μια πολύπλευρη και σταδιακή διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο, υπομονή και μεγάλη προσπάθεια τόσο από τα παιδιά όσο και από τους γονείς τους.