Καρκίνος Θυρεοειδούς στα Παιδιά
ΠΟΣΟ ΣΥΧΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;
Περίπου 2 % των παιδιών ηλικίας 10 – 18 ετών παρουσιάζουν ψηλαφητούς όζους θυρεοειδούς.
Όταν γίνει έλεγχος με τη βοήθεια υπερηχογραφήματος, όζοι θυρεοειδούς ανευρίσκονται σε ποσοστό 5 % των παιδιών.
Η πλειονότητά τους είναι καλοήθεις (θυλακιώδη αδενώματα, φλεγμονώδης αιτιολογία), κάποιοι όμως από αυτούς υποκρύπτουν καρκίνο θυρεοειδούς.
Η πιθανότητα να υποκρύπτεται καρκίνος σε όζους θυρεοειδούς στα παιδιά είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τους ενήλικες.
Η συχνότητα του καρκίνου του θυρεοειδούς στα παιδιά βαίνει αυξανόμενη κατά 1 % περίπου ανά έτος στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών.
Ο θυρεοειδής αδένας των παιδιών είναι ιδιαίτερα ευπαθής στην ακτινοβολία και στην καρκινογένεση.
Ο καρκίνος θυρεοειδούς στα παιδιά συνήθως παρουσιάζεται υπό τη μορφή προχωρημένης νόσου.
Σε σύγκριση με τους ενήλικες, τα παιδιά με καρκίνο θυρεοειδούς έχουν μεγαλύτερη συχνότητα λεμφαδενικών και μακρινών μεταστάσεων όταν τίθεται η διάγνωση και υψηλότερη συχνότητα υποτροπής στη διάρκεια της πρώτης δεκατίας μετά την επέμβαση.
Εικόνα 1. Καρκίνος θυρεοειδούς στα παιδιά
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΗΛΩΔΟΥΣ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ (PTC) ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Η ολική ή σχεδόν-ολική θυρεοειδεκτομή είναι η επέμβαση εκλογής (στα παιδιά το PTC είναι συχνά πολυεστιακό). Γενικά δεν συνιστάται η εκτέλεση προφυλακτικού λεμφαδενικού καθαρισμού του τραχήλου.
Ιδιαίτερα στα παιδιά η θυρεοειδεκτομή θα πρέπει να γίνεται από έμπειρο χειρουργό ενδοκρινών αδένων, καθώς η νοσηρότητα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τους ενήλικες (μεγαλύτερη όσο μικρότερη η ηλικία του παιδιού).
Η ΑΤΑ (American Thyroid Association) καθόρισε τρεις ομάδες κινδύνου για τα παιδιά με καρκίνο θυρεοειδούς, με βάση κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και στοιχεία από τον προεγχειρητικό έλεγχο και τα διεγχειρητικά ευρήματα, με στόχο την αποφυγή της υπερθεραπείας σε παιδιά της ομάδας χαμηλού κινδύνου και της υποθεραπείας σε παιδιά της ομάδας ενδιάμεσου ή υψηλού κινδύνου.
Στις ομάδες υψηλού και ενδιάμεσου κινδύνου θα πρέπει μετά την επέμβαση να γίνεται έλεγχος με σπινθηρογράφημα με Ι-123 και μέτρηση θυρεοσφαιρίνης ορού, με στόχο την ακριβέστερη σταδιοποίηση της νόσου. Εάν στο σπινθηρογράφημα παρατηρείται καθήλωση του Ι-123 εκτός της κοίτης του θυρεοειδούς θα πρέπει να γίνεται περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος (συνηθέστατα με υπερηχογράφημα από έμπειρο ακτινολόγο, μπορεί όμως να απαιτηθεί αξονική ή μαγνητική τομογραφία ή PET–CT scan) προκειμένου να απεικονιστεί η εστία που ευθύνεται για την αυξημένη πρόσληψη (συνηθέστατα λεμφαδένας).
Η εκτομή της εστίας αυτής είναι επιθυμητή, αν όμως αυτό δεν είναι εφικτό τότε θα πρέπει να ακολουθεί θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Σε παιδιά που ανήκουν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου και με χαμηλά επίπεδα Tg ορού (< 2 ng/ml) μετά την επέμβαση δεν απαιτείται περαιτέρω θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο (Ι-131). Αντίθετα, θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ενδείκνυται στις ομάδες ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου, με στόχο την μείωση της πιθανότητας εμφάνισης τοπικοπεριοχικής υποτροπής της νόσου.
Στα παιδιά με PTC θα πρέπει μετεγχειρητικά να χορηγείται θεραπεία καταστολής με στόχο τη διατήρηση της TSH σε χαμηλά επίπεδα. Το πόσο χαμηλά θα πρέπει να διατηρούνται τα επίπεδα TSHεξαρτάται από την ομάδα κινδύνου: 0.5 – 1.0 mlU/L για την ομάδα χαμηλού κινδύνου, 0.1 – 0.5mlU/L για την ομάδα ενδιάμεσου κινδύνου και < 0.1 mlU/L για την ομάδα υψηλού κινδύνου.
Η μετεγχειρητική παρακολούθηση στα παιδιά με PTC γίνεται όπως συνήθως και στους ενήλικες (περιοδική μέτρηση Tg ορού και περιοδικό υπερηχογράφημα τραχήλου).
Εικόνα 2. Καρκίνος θυρεοειδούς στα παιδιά
ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Η πρόγνωση των παιδιών με καρκίνο θυρεοειδούς είναι καλύτερη σε σύγκριση με τους ενήλικες, παρά το ότι στα παιδιά η νόσος διαγιγνώσκεται συχνότερα σε πιο προχωρημένο στάδιο. Αυτό ισχύει και για τα παιδιά με υποτροπή της νόσου.
Η λεμφαδενική διασπορά της νόσου δεν φαίνεται να επηρεάζει την επιβίωση, συνδυάζεται όμως με αυξημένη πιθανότητα τοπικοπεριοχικής υποτροπής. Τα ποσοστά υποτροπής ποικίλλουν ευρέως στη βιβλιογραφία, από 10 έως 47 % (στην κοίτη του θυρεοειδούς, στους τραχηλικούς λεμφαδένες ή σε μακρινές εντοπίσεις).
Η απώτερη επιβίωση είναι εξαιρετική (99.4 % στα 13.5 χρόνια), ενώ άλλοι συγγραφείς έχουν αναφέρει επιβίωση της τάξης του 98 % για διάρκεια παρακολούθησης από 12 έως 40 χρόνια. Από τη βάση δεδομένων SEER ανακοινώθηκαν επίσης εξαιρετικά ποσοστά απώτερης επιβίωσης των παιδιών με θηλώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς (επιβίωση στα 5, 15 και 30 χρόνια 98 %, 97 % και 91 %).
Ανάλογα είναι και τα ποσοστά επιβίωσης για το θυλακιώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς (96 %, 95 % και 92 %, αντίστοιχα).
Η επιβίωση είναι-αντίθετα- χειρότερη για τα παιδιά με μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς (95 %, 86 % και 15 %).
Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα αποφυγής ιατρογενών επιπλοκών κατά την αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς στα παιδιά. Ειδικά στα παιδιά η επέμβαση θα πρέπει να γίνεται από χειρουργό με εμπειρία στην χειρουργική του θυρεοειδούς, καθώς η νοσηρότητα της επέμβασης είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τους ενήλικες (αυξάνεται όσο μειώνεται η ηλικία του παιδιού)