Υποθυρεοειδισμός
Ο θυρεοειδής είναι ένας ενδοκρινής αδένας, ο οποίος βρίσκεται στη βάση του λαιμού και έχει σχήμα πεταλούδας.
Η δουλειά του θυρεοειδή είναι να παράγει θυρεοειδικές ορμόνες. Η κύρια θυρεοειδική ορμόνη είναι η θυροξίνη, η οποία επίσης αναφέρεται ως Τ4.
Η ετυμολογία της λέξης θυρεοειδής δείχνει τη σημαντική θέση που κατέχει στην λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού. Προέρχεται από τη λέξη ‘θυρεός’ που σημαίνει έμβλημα και αυτό γιατί ο θυρεοειδής αδένας μοιάζει με θυρεό. Τα προβλήματα στην παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών είναι η αιτία πολλών άλλων προβλημάτων στην υγεία μας.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, μεταφέρονται σε όλους τους ιστούς του σώματος και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία πολλών οργάνων όπως της καρδιάς, του εντέρου και των πνευμόνων.
Συχνά ακούμε τη φράση ‘έχω θυρεοειδή’.Είναι φανερό ότι η φράση έχω θυρεοειδή δεν αναφέρεται στην παρουσία του οργάνου στο σώμα μας. Σε αντιστοιχία με τη φράση ‘έχω καρδιά’ που σημαίνει ότι κάποιος πάσχει από καρδιακή πάθηση, η φράση ‘έχω θυρεοειδή’ σημαίνει ότι κάποιος πάσχει από κάποια πάθηση του θυρεοειδή.
Συχνότερα οι ασθενείς όταν λένε έχω θυρεοειδή εννοούνε ότι πάσχουνε από υποθυρεοειδισμό ή από βροχοκήλη.
Με τον όρο βρογχοκήλη περιγράφεται η διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα που υπερβαίνει το διπλάσιο του φυσιολογικού του μεγέθους.
Υποθυρεοειδισμός είναι η παθολογική εκείνη κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής υπολειτουργεί.
Δηλαδή η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών είναι μικρότερη από το φυσιολογικό με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται πολλές λειτουργίες του σώματος.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια από τις πιο συχνές παθήσεις του θυρεοειδή. Περίπου 2-3% του πληθυσμού έχει υποθυρεοειδισμό(σε μεγάλες ηλικίες μπορεί να φθάσει ακόμα και το 10%)και ένα 10% έχει υποκλινικό υποθυρεοειδισμό. Προσβάλει άτομα κάθε ηλικίας, όλων των φύλων και των φυλών και δεν κάνει κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι υπολογίζεται ότι τα μισά περίπου άτομα που έχουν υποθυρεοειδσμό δεν το γνωρίζουν.
Και αυτό εξαιτίας της μη ειδικής φύσης των συμπτωμάτων της πάθησης.